18.6 C
Greece
21 Μαΐου, 2024
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ...

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΤΕΝΟ

-Κανένας δε περνούσε από εκεί. Όλοι το φοβόντουσαν γιατί ήταν στοιχειωμένο. Ο φόνος αυτός είχε αναστατώσει την μικρή τοπική κοινωνία του νησιού, όταν ήμουν μικρή.

-Αλήθεια μητέρα; Την ρώτησα.

-Ναι και το σπίτι το ξέρεις. Είναι αυτό κοντά στο πατρικό μου, μέσα στο στενό.

-Αυτό εννοείς που περνώντας το βγαίνεις στη λεωφόρο;

-Ναι αυτό. Ερήμωσε πια. Έπεσε όλο κάτω. Αγριόχορτα κάλυψαν την έκταση του. Αλλά το αίμα. Το αίμα είναι ζωντανό.

-Τι εννοείς μαμά;

-Το αίμα εκείνου, που του έκοψαν το κεφάλι. Ζει και ουρλιάζει τα βράδια. Κλαίει τα πρωινά.

-Και εσύ που το ξέρεις; Εννοώ πως από εκεί δεν περνά κανένας πια. Πάνε όλοι από τον άλλο δρόμο. Της είπα και ήπια λίγο από τον καφέ μου. Ήταν μια κοινή μας συνήθεια που κάθε απόγευμα την ακολουθούσαμε πιστά, για πολλά χρόνια  μιας και ζούσαμε μαζί.

-Όταν πέθανε εκείνος ο γείτονας , ήμουν μικρή. Δώδεκα ετών. Εκείνος ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας. Ψιλός με μαύρα μαλλιά. Ήταν κτηματίας με μεγάλη περιουσία. Όταν λοιπόν τον δολοφόνησαν, ακούσαμε τα ουρλιαχτά της γυναίκας του μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Η μητέρα μου, η γιαγιά σου η συχωρεμένη ξύπνησε και αλαφιασμένη βγήκε έξω στο δρόμο. Ήμουν η μεγαλύτερη από τα άλλα μου τα αδέρφια τα οποία κοιμόντουσαν βαθιά. Και έτσι την ακολούθησα. Ο πατέρας μας έλειπε σε ταξίδι. Βγήκα και εγώ μαζί της. Ήταν καλοκαίρι. Τα ουρλιαχτά  ερχόντουσαν από το σπίτι του.  Τρέξαμε προς τα εκεί όπως και άλλοι γείτονες, και μπήκαμε μέσα. Βρήκαμε τη γυναίκα του πεσμένη κάτω να φωνάζει. Είχε ένα τραύμα βαθύ στο μέτωπο που έτρεχε αίμα.  Εκείνος βρισκόταν στο κρεβάτι. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Στο κρεβάτι τα λευκά σεντόνια ήταν βουτηγμένα στο αίμα του. Εκείνος ήταν ανάσκελα και ο λαιμός του είχε κοπεί από το υπόλοιπο σώμα. Πεσμένο στο πάτωμα βρισκόταν ένα τσεκούρι γεμάτο και αυτό με αίμα , και δίπλα στο κρεβάτι ο τοίχος είχε πιτσιλιστεί όλος με αυτό. Κάποιοι γείτονες με άρπαξαν γιατί είχα παγώσει σε αυτή τη θέα και με πήραν μακριά από εκεί. Μετά από μέρες μάθαμε πως τον είχε σκοτώσει ένας εργάτης από τα χτήματα του. Παραλίγο να σκότωνε και τη γυναίκα του, αλλά τα ουρλιαχτά της τον φόβισαν και τράπηκε σε φυγή. Από εκείνη τη μέρα του φονικού και μετά τίποτα δεν ήταν ίδιο.

-Δηλαδή;

-Τον έθαψαν. Η γυναίκα του γύρισε στους γονείς της. Παιδιά δεν είχαν. Εκείνη έλεγε πως το σπίτι το είχε στοιχειώσει εκείνη η πράξη. Ο άντρας της κάθε βράδυ έκλαιγε στη κάμαρα που είχε τελεστεί το έγκλημα.  Κάποιοι είπαν πως το αίμα που είχε πιτσιλήσει τον τοίχο ,δε το καθάρισαν. Άσπρισαν το δωμάτιο , αλλά το αίμα παρέμεινε από κάτω.  Σα να είχε αποτυπωθεί όλη η φρικτή σκηνή του εγκλήματος στο χώρο. Και έτσι το σπίτι αφέθηκε στη μοίρα του. Οι διπλανοί  που έμεναν εκεί , έχτισαν ένα διπλό τοίχο δυο μέτρα για να μη συνορεύουν μαζί του. Αλλά τα κλάματα και οι φωνές δεν έπαψαν να ακούγονται.

-Γιατί δε το πούλησαν;

-Και ποιος θα το έπαιρνε; Όλοι ξέρανε πως ήταν στοιχειωμένο. Ο ακέφαλος Μανώλης περιφερόταν μέσα του.

-Εννοείς πως τον είδαν;

-Εννοώ πως τον είδα εγώ.

-Εσύ; Πότε; Την ρώτησα με κομμένη την ανάσα.

-Έτυχε πριν λίγα χρόνια να περάσω από εκεί. Θα πήγαινα σε μια φίλη μου , να την επισκεφτώ. Έκανε κρύο εκείνο το απόγευμα  και μόλις είχε πέσει ο ήλιος.

-Και λοιπόν;

-Βαριόμουν να κάνω τον κύκλο. Και αποφάσισα να περάσω από το μικρό στενό. Είχαν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε. Τάχυνα το βήμα μου. Έβαλα το κεφάλι μέσα στο παλτό μου και τράβηξα το σκούφο ως κάτω ,λίγο πριν τα μάτια μου. Και περπάτησα. Βήμα το βήμα. Από την άκρη του ματιού μου είδα την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Είχε γύρει και οι μεντεσέδες είχαν σπάσει. Χορτάρια παντού. Όλα τα ντουβάρια ήταν πεσμένα , και τα κλαδιά των δέντρων ξερά. Και τότε άκουσα μια κραυγή.  Τα πόδια μου πέτρωσαν, στη στιγμή. Τα δόντια μου άρχισαν να χτυπούν από το φόβο. Κάτι πιτσίλησε το πρόσωπο μου. γρήγορα το σκούπισα με τα γάντια μου. Είδα πως ήταν αίμα. Δε μπορούσα να κουνηθώ. Δε μπορούσα να φωνάξω.  Έστεκα εκεί κοιτάζοντας το αίμα στα γάντια μου. Το κεφάλι μου βούιζε και άκουσα κλάματα από το χώρο. Πίεσα τον εαυτό μου να δράσει. Να ξεφύγω από εκεί. Και τα πόδια μου ξεκόλλησαν. Κατάφερα να φύγω από το καταραμένο στενό, και βγήκα στη λεωφόρο. Πήρα βαθιές ανάσες. Το βουητό σταμάτησε. Η καρδιά μου βρήκε το ρυθμό της. Κοίταξα τα γάντια μου. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί.  Ήταν η φαντασία μου; Ήταν μια ψευδαίσθηση  που δημιούργησε ο φόβος μου;

-Κάτι τέτοιο θα ήταν μητέρα. Της απάντησα.

-Αλλοίμονο κόρη μου. Δεν ήταν. Βλέπεις όταν βγήκα στη λεωφόρο και κοίταξα πίσω μου στο στενό, ένα κομμένο  αντρικό κεφάλι ,με μαύρα μαλλιά  και ένα σαρδόνιο χαμόγελο με κοιτούσε καθώς ένα ακέφαλο σώμα έμπαινε στο στοιχειωμένο σπίτι.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ.Π.ΚΟΦΙΝΑ  

____________

 Λίγα λόγια για την συγγραφέα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ

 

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα..”ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ”

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΕ ΜΥΘΟΥΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΥΣ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Καλλιόπη Γιακουμή

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα

Αφήστε Ένα Σχόλιο