15.2 C
Greece
9 Μαΐου, 2024
ΣΟΦΙΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”

“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”

“Δεν έχω μετανιώσει ποτέ για το ποια είμαι.”
Κλαίρη Θεοδώρου
.

Ο καλλιτέχνης εκφράζεται μέσα από τα έργα του. Πραγματικός καλλιτέχνης, είσαι όταν παίρνεις κάτι ολότελα δικό σου και το κάνεις να ανήκει σε όλον τον κόσμο. Το κάθε έργο, είναι μια συνέντευξη του καλλιτέχνη με τον εαυτό του. Κάθε συνέντευξη που παίρνει ένας τρίτος από έναν καλλιτέχνη, έχει πάντα κάτι το παραφραστικό και το επιτηδευμένο. Ο μόνος τρόπος να παρουσιάσεις κάτι αληθινό, είναι να δημιουργήσεις μαζί με τον καλλιτέχνη μια νέα αλήθεια, ένα νέο έργο. Ο διάλογος είναι μια εξαιρετική μορφή λογοτεχνίας για να φτάσεις στην αλήθεια, όπως πολύ καλά γνώριζαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Χρειάζομαι έναν ασυμβίβαστο καλλιτέχνη, για να “βαδίσει” μαζί μου σ’ αυτό το εγχείρημα.

 

“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”, με την Κλαίρη Θεοδώρου  

Ποιος καταλληλότερος από την Κλαίρη Θεοδώρου, η οποία εξυψώνει τον έρωτα, πάνω από κάθε ανθρώπινη ή μοιραία προσταγή.

Η αίθουσα του καφέ «ο μικρός Νικόλας», στην καρδιά των Εξαρχείων των Αθηνών, είναι ασφυκτικά γεμάτη. Ένας πραγματικός άθλος, αν σκεφτεί κανείς πως το μοναδικό πράγμα που είναι “μικρό” στο μαγαζί αυτό, είναι το επίθετο στο όνομα του!

Ποτέ δε πίστευα πως μια διάλεξη με τίτλο «Έρωτας και Τιμωρία» θα ήταν ικανή να μαζέψει τόσο κόσμο. Όμως ο κεντρικός ομιλητής–καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι- Λεωνίδας Ρουσσόπουλος, είναι ο νέος Γκουρού της προσιτής ψυχολογίας, και «ο μικρός Νικόλας», το μέρος που πρέπει να βρίσκεται κανείς αυτή την εποχή. Γνωστοί και άγνωστοι έχουν στριμωχτεί στα ξύλινα τραπεζάκια που θυμίζουν θρανία της δεκαετίας του πενήντα, για να ακούσουν τα σοφά λόγια του καθηγητή και προπάντων, για να βγουν φωτογραφία στο πλευρό του. Πολλοί στέκονται όρθιοι καθώς δεν έφτασαν εγκαίρως για να προλάβουν μια από τις καρέκλες, που φυσικά δεν επαρκούν. Ευτυχώς εγώ και η κόρη μου ήρθαμε νωρίς, επιλέγοντας δυο θέσεις αρκετά κοντά στο πάνελ για να βλέπουμε, αρκετά μακριά για να μη μας βλέπουν. Η αλήθεια είναι πως πάσχω από μια ελαφριά μορφή αγοραφοβίας και συνήθως αποφεύγω τέτοιου τύπου συγκεντρώσεις, όμως η κόρη μου ήθελε πολύ να έρθω μαζί της κι εγώ δεν ήθελα να την αφήσω να γυρίσει μόνη της, νύχτα, από τα Εξάρχεια. Τέλος πάντων τώρα που είμαι εδώ, ας το απολαύσω. Ούτως ή αλλιώς ακόμα κι αν το ήθελα, θα μου ήταν πλέον αδύνατον να φύγω καθώς ο ανθρώπινος κλοιός γύρω μου είναι πλέον ερμητικά και ασφυχτικά κλειστός.

Μετά από την ανάγνωση ενός μικρού προλόγου και ενός μεγάλου βιογραφικού από τον συντονιστή της ομιλίας, ο περιβόητος “γκουρού” παίρνει τον λόγο και η ένταση της ομαδικής φωνής του κοινού, χαμηλώνει στο επίπεδο των ψιθύρων –μια στοιχειώδης ευγένεια που είχε αγνοηθεί μέχρι τώρα-.

Αν και έχω έρθει με μειωμένες προσδοκίες, απόρροια του σκεπτικιστικού μου χαρακτήρα και της επιφυλακτικότητας μου για τις επιταγές της μόδας, πρέπει να ομολογήσω πως ο Ρουσσόπουλος διαθέτει μια αναμφίβολα χαρισματική προσωπικότητα. Ακόμα και γοητευτική θα μπορούσα να πω. Ωστόσο, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, δεν είναι τόσο τα λόγια του που μ’ έχουν συνεπάρει –τα έχω ακούσει και διαβάσει από άλλους, ουκ ολίγες φορές- μα ούτε και το παρουσιαστικό του που σε καμία περίπτωση δεν το λες αδιάφορο, δεν είναι όμως και ¨head-turner¨ όπως λένε οι Αγγλοσάξονες. Όχι, αυτό που πραγματικά μαγεύει στον άνθρωπο αυτόν, είναι οι κινήσεις των χεριών του. Άλλη μια τρανή απόδειξη πως στην εποχή μας η εικόνα προέχει της ουσίας. Άλλη μια τρανή απόδειξη πως όποιος ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα του σώματος μπορεί να κρατήσει το κοινό υπνωτισμένο και πρέπει να ομολογήσω, πως ο Ρουσσόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης του είδους. Με τη σκέψη αυτή στο προσκήνιο του μυαλού μου ακούω ξαφνικά την κυρία που κάθεται στο διπλανό τραπέζι να ψιθυρίζει:

«Σα να ζωγραφίζει πάνω σ’ έναν αόρατο καμβά ή…»

«…να παίζει πιάνο με τις νότες του αέρα», συμπληρώνω την πρόταση αυθόρμητα, αρκετά δυνατά για να με ακούσει και γυρίζω το πρόσωπο μου προς τα δεξιά. Τα βλέμματα μας συναντιούνται στο απίθανο σταυροδρόμι της ενσυναίσθησης και της απορίας.

«Τα τεντωμένα δάκτυλα, σαν κάγκελα μιας φυλακής, φυλακίζουν το βλέμμα…» Η γυναίκα δίπλα μου αφήνει την πρόταση της ατελείωτη, προτρέποντας με να την ακολουθήσω σ’ ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι του νου. Μια πρόσκληση-πρόκληση που δέχομαι με ευχαρίστηση.

«… για να μη δει το κενό που κρύβεται από πίσω τους», απαντώ, και βλέπω πως με μια κίνηση του χεριού της μου παραχωρεί τα ινία του παιχνιδιού.

«Η χειρότερη τιμωρία για τον έρωτα…», αρχίζω.

«… Είναι να τον εξηγούν οι ψυχολόγοι», ολοκληρώνει.

«Κλαίρη», μου συστήνεται μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.

«Σοφία», της απαντώ με το χαμόγελο στα μάτια.

Ένα αυστηρό “ΣΣΣΣ!” της κόρης μου μας επαναφέρει απότομα και με δυο ταυτόχρονες ενοχικές συγγνώμες στη ροή της ομιλίας. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και πάλι στην παρουσίαση του καθηγητή, που συνεχίζει να εξιστορεί με πληθώρα παραδειγμάτων, την αιώνια μάχη του συναισθήματος με την ηθική. Όσο όμως κι αν το πνεύμα μου δίνει τη μάχη για να κρατήσει τα μάτια μου στην ευθεία, τόσο η καρδιά μου τα σπρώχνει προς τα δεξιά. Μια μάχη άνιση που δεν αργεί να αναδείξει έναν προκαθορισμένο νικητή. Ποτέ δεν έκρυψα την αδυναμία μου για τους “μαέστρους”, ωστόσο είμαι ένας άνθρωπος που δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στην υπόσχεση μιας νέας φιλίας.

«Ελπίζω να μη βιάζεστε να φύγετε μετά…», τολμώ να πω στην Κλαίρη, αφαιρώντας εσκεμμένα το ερωτηματικό από το χρώμα της φωνής μου.

«Αντιθέτως, βιάζομαι να έρθει το μετά», και συνεχίζει…

«Έχω ακούσει ότι στο μικρό καφέ απέναντι οι καναπέδες είναι πολύ αναπαυτικοί».

Ένα νέο επίμονο “ΣΣΣ!” μας επαναφέρει κυριολεκτικά στην τάξη. Προσωρινά. Η βραδιά συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Άλλες τρεις εμπνευσμένες συνομιλίες με την Κλαίρη, άλλα τρία “ΣΣΣ”, ένα “Αμάν, ρε μαμά” και το μάθημα επιτέλους τελειώνει.

Αν και η παρουσία της δε θα με ενοχλούσε καθόλου -το αντίθετο μάλιστα- η κόρη μου εκτός από υπομονετική μαζί μου, είναι και διακριτική. Έτσι φροντίζει να καλέσει τους φίλους της να έρθουν να την πάρουν για να συνεχίσουν τη βραδιά στο σπίτι της κολλητής της, αφήνοντας με μόνη με την Κλαίρη και με το αυτοκίνητο μου. Δε θα το χρειαστώ ακόμα, καθώς η διαδρομή μας περιορίζεται στο να διασχίσουμε τον δρόμο. Απέναντι, το καφέ «Πιες το αλλιώς» μας περιμένει με ανοιχτές αγκάλες.

Δυο δερμάτινοι καναπέδες, δυο ποτήρια κρασί και είμαστε έτοιμες να κατακτήσουμε τη νύχτα.

Σ.Δ.:    Ένιωσες ποτέ, στην ενήλικη ζωή σου, πως το μέλλον σου εξαρτιόταν αποκλειστικά από κάποιον άλλο άνθρωπο;

Κ.Θ.: Φυσικά! Αυτή δεν είναι άλλωστε η ουσία του έρωτα;

Σ.Δ.:    Πιστεύεις πως ο φύλακας άγγελος μας είναι ταγμένος να μας συγχωρήσει οποιαδήποτε μας πράξη, όσο ανήθικη κι αν είναι αυτή;

Κ.Θ.: Πιστεύω πως ο φύλακας άγγελος μας είναι ταγμένος να μας αγαπά και να μας προστατεύει, ακόμα και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Και άρα και από τις λανθασμένες αποφάσεις…

 

Σ.Δ.:    Γνώρισες ποτέ κάποιον άνδρα στη ζωή σου που σε έκανε να μετανιώσεις που ήσουν γυναίκα;

Κ.Θ.: Όχι, δεν έχω μετανιώσει ποτέ για το ποια είμαι.

Σ.Δ.:    Αν στεκόσουν στο κέντρο ενός κήπου θα ήσουν άγαλμα ή συντριβάνι;

Κ.Θ.: Δεν θα στεκόμουν ποτέ, είμαι υπερκινητική.

 

Σ.Δ.:    Αν ο καλύτερος σου φίλος ήταν άνδρας, θα ήθελες να είναι ο άνδρας σου;

Κ.Θ.: Έχω αγαπημένους παιδικούς φίλους που τους νιώθω σαν αδέρφια μου, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα ήθελα να είναι κάποιος άντρας μου.

 

Σ.Δ.:    Όταν θα βγάλουν εισιτήρια για τον Άρη, θα κοιμηθείς έξω από το εκδοτήριο για να είσαι η πρώτη επιβάτης ή θα βρίσκεις πάντα μια καλή δικαιολογία για να πάρεις το επόμενο διαστημικό λεωφορείο.

Κ.Θ.: Προτιμώ τις βόλτες στο φεγγάρι…

Σ.Δ.:    Τι θα σε έκανε πιο περήφανη, ο γιος σου να μοιάζει με τον άνδρα σου ή με τον πατέρα σου;

Κ.Θ.: Ο γιος μου θα με έκανε περήφανη μονάχα με τον χαρακτήρα του και την καλή του την ψυχή. Όλα τα υπόλοιπα μου είναι αδιάφορα…

 

Σ.Δ.:    Θυμάσαι ποια ήταν η ακριβής στιγμή που σε διαπέρασε ένα ρίγος όταν αντιλήφθηκες για πρώτη φορά πως δεν είσαι αθάνατη;

Κ.Θ.: Απόλυτα! Κάθε άνθρωπος που έχει περάσει περιπέτειες με την υγεία του και μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία, γνωρίζει και θυμάται ακριβώς αυτή τη στιγμή!

 

Σ.Δ.:    Για την βία, το χάος και τον πόλεμο, φταίνε οι άνδρες… ή οι μητέρες τους;

Κ.Θ.: Φταίνε οι άνθρωποι…

 

Σ.Δ.:    Αν πριν σβήσει το κινητό σου από μπαταρία είχες τη δυνατότητα για μια μόνο τελευταία κλήση, σε ποιόν θα την απεύθυνες;

Κ.Θ.: Έχω πάντα φορτιστή επάνω μου. Δεν μου αρέσουν τα διλήμματα…

 

Σ.Δ.:    Είσαι από τους ανθρώπους που μελαγχολούν στον ρομαντισμό του φθινοπώρου ή απ’ αυτούς που νοσταλγούν στο πέρασμα του καλοκαιριού;

Κ.Θ.: Είμαι αθεράπευτα ερωτευμένη με το καλοκαίρι!

Σ.Δ.:    Τι σε συγκινεί περισσότερο, ένα κολακευτικό χειροφίλημα ή ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο;

Κ.Θ.: Μια οποιαδήποτε πράξη στοργής, αρκεί να είναι αληθινή και όχι ψεύτικη.

 

Σ.Δ.:    Πιστεύεις πως αυτά που καθορίζουν τη ζωή μας είναι τα ναι που λέμε ή τα όχι;

Κ.Θ.: Για μένα είναι τα όχι, γιατί μου είναι πάντα πολύ πιο δύσκολο να πω όχι από ναι. Οι αρνήσεις μου λοιπόν, καθότι λίγες, ήταν πάντα σημαδιακές και καθοριστικές.

 

Σ.Δ.:    Τι ευχή θα έδινες σε ένα σύννεφο;

Κ.Θ.: Να ταξιδέψει όσο πιο μακριά…

 

Σ.Δ.:    Όταν κοιτάς τον ήλιο, τα μάτια σου δακρύζουν για την ανατολή που έφυγε ή για τη δύση που θα έρθει;

Κ.Θ.: Δακρύζουν για το μεγαλείο της ζωής και της φύσης.

 

Σ.Δ.:    Πόσες φορές στη ζωή σου σκέφτηκες να τα παρατήσεις όλα, και πόσες φορές το έκανες;

Κ.Θ.: Είμαι άνθρωπος που βρίσκει τη δύναμη να μηδενίσει το ρολόι της ζωής, όταν δεν γίνεται αλλιώς.  Το έχω κάνει και θα το ξαναέκανα, αν χρειαζόταν.

Σ.Δ.:    Πιστεύεις πως ο κόσμος των ονείρων υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς ή πως είναι ένα δημιούργημα της δικής μας φαντασίας;

Κ.Θ.: Πιστεύω πως αν μπορούσαμε να επηρεάζουμε τα όνειρα μας, ώστε να βρισκόμαστε κάθε βράδυ στον ίδιο χωροχρόνο και να τα εξελίσσουμε από εκεί κι έπειτα όπως θέλουμε, θα είχαμε τη δυνατότητα να ζούμε μια δεύτερη ζωή που θα ήταν ακριβώς όπως την επιθυμούμε. Αυτό άλλωστε  ήταν και το θέμα του πρώτου μου βιβλίου.

 

Σ.Δ.:    Η ενηλικίωση είναι για σένα η αρχή της αλήθειας ή η αρχή του ψέματος;

Κ.Θ.:  Δεν μπορώ να απαντήσω, δεν έχω ποτέ αισθανθεί απόλυτα ενήλικη… Το παιδί μέσα μου εξακολουθεί να είναι εκεί και να αποζητά την προσοχή!

Σ.Δ.:    Θα προτιμούσες να αναρριχηθείς στο πιο ψηλό βουνό για να δεις τον κόσμο όλο ή να βουτήξεις στον πιο βαθύ πυθμένα για να ανακαλύψεις τα μυστικά της γης;

Κ.Θ.: Προτιμούσα ανέκαθεν τη θέα από ψηλά… 

Με την Κλαίρη γνωριστήκαμε απόψε. Με την Κλαίρη γνωριζόμαστε από παλιά. Όπως λέω συχνά, ο χρόνος δεν υπάρχει. Πως είναι όμως δυνατόν κάτι που δεν υπάρχει να είναι τόσο πολύτιμο; Τα λεπτά τρέχουν, οι ώρες κυλάνε, ίσα που αντιλαμβανόμαστε το πέρασμα τους, σα τα θολά τοπία που εναλλάσσονται μέσα από το παράθυρο του τραίνου.

Μιλάμε και ακούμε, θυμόμαστε και σχεδιάζουμε, ένας πραγματικός διάλογος όπου οι προσωπικοί μας παραπόταμοι ενώνονται σ’ ένα χείμαρρο συναισθημάτων. Είμαστε και οι δύο ερωτευμένες με αυτή τη σκληρή, βασανιστική, πολλές φορές άδικη, αλλά τόσο όμορφη περιπέτεια που ονομάζουμε ζωή. Ερωτευμένες μαζί της, ακόμα κι αν μας την έδωσαν σαν τιμωρία. Διότι, όπως πολύ σοφά το περιγράφει στα έργα της η Κλαίρη Θεοδώρου, η πραγματική τιμωρία είναι η μοναξιά, και ο ερωτευμένος άνθρωπος ποτέ δεν είναι μόνος.

Σοφία Δερέ

.

Επιμέλεια και σύνταξη Σοφία Δερέ

Τρεις λέξεις θα αρκούσαν, για να μας συστήσουν την Σοφία.

Μακεδονίτισσα, Λέων, καλλιτέχνης. Οι άνθρωποι όμως, δεν είναι μόνο μια λάμψη σαν τον ήλιο, έχουν και μια διαδρομή. Μια πορεία αναζήτησης του δικού τους ουρανού, από τις ξεθωριασμένες σελίδες του χθες, ως τις λευκές σελίδες του αύριο. Ένα μοναδικό βιβλίο που σπανίως διαβάζεις από την αρχή, αλλά που πάντα αξίζει να το ξεφυλλίσεις ως τη σελίδα του σήμερα. Ας διαβάσουμε λοιπόν μαζί, λίγες σελίδες από το βιβλίο της Σοφίας.

Η Σοφία γεννήθηκε στους πρόποδες του Κορύλοβου, τη χρονιά που η μεγάλη σκιά σκέπασε την Ελλάδα. Το σπίτι της ,ένας ναός της τάξης και της ηθικής, όπου δέσποζε η ηγεμονική μορφή του πατέρα. Ένας πατέρας αλύγιστος, ασυμβίβαστος, μα ταυτόχρονα μια αστείρευτη πηγή προσφοράς και ανιδιοτέλειας. Το χέρι πάντα απλωμένο και ανοιχτό για προσφορά σε όλους, μα πάντα σηκωμένο και βαρύ συνόδευε την αυστηρότητα στον δρόμο για την τιμωρία. Στη σκιά του μια μητέρα ασπίδα, μια μητέρα χάδι, μια μητέρα θυσία. Το χέρι της πάντα σφιγμένο από εσωστρέφεια και συχνά πυκνά από φόβο.

Από τους γονείς της η Σοφία, κληρονόμησε υπερηφάνεια και δοτικότητα κι απ’ τα παιδικά της χρόνια -ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους των αυστηρών αρχών-, την ανάγκη για επανάσταση, για ανεξαρτησία, για ελευθερία.

Μεγάλωσε νωρίς, παντρεύτηκε νωρίς, έγινε η ίδια μάνα ενώ ήταν ακόμα παιδί.. Άφησε την κοιμισμένη αγκαλιά της επαρχιακής της πόλης, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μόνη αρένα όπου όλα μπορούν να συμβούν. Εκεί που η καρδιά της χώρας χτυπά, στην Αθήνα των χιλιάδων προσώπων. Έφυγε μακριά και ποτέ δε ξαναγύρισε.

Αντιμετώπισε τον κόσμο όλο σε μια ηλικία, που τα άλλα κορίτσια ζεσταίνονται ακόμα κάτω απ’ τα γαλακτερά τους παπλώματα. Η Σοφία έκανε χίλιες δουλειές, γνώρισε χίλιους ανθρώπους, όμως τον ακρογωνιαίο λίθο της δικής της εστίας, του δικού της πεπρωμένου, της δικής της αποστολής, δεν τον άφησε να πέσει χάμω, κάτω από τα αυξανόμενα βάρη της ανθρώπινης καθημερινότητας. Ήθελε να μάθει για να ξέρει το γιατί, ήθελε να πάθει για να ξέρει το πώς, ήθελε να δοκιμάσει πολλά για να μη μετανιώσει. Δούλεψε για τους άλλους και δούλεψε για τον εαυτό της. Πούλησε, οργάνωσε, διεύθυνε και ίδρυσε. Ποτέ δεν ακολούθησε, ποτέ δεν συμβιβάστηκε, ποτέ δεν κουράστηκε.

Από την αίθουσα συσκέψεων μιας πολυεθνικής, στην αίθουσα με τους καθρέφτες του δικού της οίκου μόδας, η Σοφία πάνω απ’ όλα δημιούργησε.

Από μια ζωή τόσο γεμάτη, η Σοφία πήρε πολλά και έδωσε ακόμα περισσότερα, όπως το ποτάμι κατεβαίνει από το βουνό συλλέγοντας αργά και υπομονετικά το νερό για να γίνει μια μέρα θάλασσα.

Η θάλασσα Σοφία είναι πλέον έτοιμη να προσφέρει τον εσωτερικό της πλούτο σε όσους θα θελήσουν να διαβάσουν για έναν κόσμο ολόκληρο πίσω από τον αφρό των κυμάτων.

Ετοιμαστείτε -όσοι τολμηροί-, για ένα μεγάλο ταξίδι στις σελίδες της Σοφίας.

Στέφανος Παπαδόπουλος

Συγγραφέας

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Γιάννης Καλπούζος: “Εάν φοβόμουν θα ήμουν ανάξιος να γράφω ραγιάς σε κανέναν και σε τίποτα.”

Καλλιόπη Γιακουμή

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗΣ: “Πόσο μου αρέσει να βγαίνω από το απάγκιο μου να βγάζω τα ρούχα μου σιγά σιγά, να μένω γυμνός στην αλήθεια και σε όποια άλλη δύναμη με προκαλεί.”

Μεγακλής

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΑΡΓΙΩΡΗΣ: “Πιστεύω ότι η έλλειψη ορίων, οι λανθασμένες αξίες, ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι παθογένειες μιας κακής κοινωνίας, αλλά κυρίως ο καθρέπτης των δικών μας επιλογών, της δικιάς μας ψυχής.”

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο