9.7 C
Greece
10 Μαΐου, 2024
ΣΟΦΙΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”

“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”

“Γυρνώντας προς τα πίσω γεύομαι όμορφες στιγμές που με γεμίζουν νοσταλγία.”
Ελένη Γαληνού

 

Ο καλλιτέχνης εκφράζεται μέσα από τα έργα του. Πραγματικός καλλιτέχνης, είσαι όταν παίρνεις κάτι ολότελα δικό σου και το κάνεις να ανήκει σε όλον τον κόσμο. Το κάθε έργο, είναι μια συνέντευξη του καλλιτέχνη με τον εαυτό του. Κάθε συνέντευξη που παίρνει ένας τρίτος από έναν καλλιτέχνη, έχει πάντα κάτι το παραφραστικό και το επιτηδευμένο. Ο μόνος τρόπος να παρουσιάσεις κάτι αληθινό, είναι να δημιουργήσεις μαζί με τον καλλιτέχνη μια νέα αλήθεια, ένα νέο έργο. Ο διάλογος είναι μια εξαιρετική μορφή λογοτεχνίας για να φτάσεις στην αλήθεια, όπως πολύ καλά γνώριζαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Χρειάζομαι έναν ευαισθητοποιημένο κοινωνικά καλλιτέχνη για να “βαδίσει” μαζί μου σ’ αυτό το εγχείρημα.

“Σοφίας ΔΙΑΛΟΓΟΙ”, με την Ελένη Γαληνού  

Ποια καταλληλότερη από την Ελένη Γαληνού, η οποία δεν βασίζεται απλώς σε αληθινά γεγονότα για να γράψει τα έργα της, αλλά ερευνώντας βαθιά τα δένει αρμονικά με την φαντασία της, για να αναδείξει κοινωνικά ζητήματα του χθες και του σήμερα.

Μου αρέσει να πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου. Θέλω να χαϊδεύω το δέρμα, να νιώθω τις μικρές ραφές κάτω από τα ακροδάχτυλα μου. Η οδήγηση δεν ήταν ποτέ για μένα απλά μια απόλαυση, αλλά μια αγάπη, μια ανάγκη, μια αναπνοή. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο μου αυτοκίνητο: ένα Peugeot 304 με τις ταχύτητες στο ταμπλό. Ήταν σκληρό, αργό κι όταν μου το χάρισε ο πατέρας μου, ήδη αρκετά κουρασμένο. Όμως ήταν κόκκινο, το χρώμα της επανάστασης, ήταν δικό μου και του είχα δώσει κι όνομα, το έλεγαν Ελευθερία! Μαζί του έκανα τα πρώτα μου ταξίδια χωρίς προορισμό, αυτό με πήγε να συναντήσω το πρώτο μου παιδί και στο πίσω κάθισμα, από γνήσια δερματίνη, μετέφερα τους 22 τόμους της πρώτης  εγκυκλοπαίδειας της οικογένειας. Όταν ήρθε η ώρα του, το χαιρέτησα βουρκωμένη, κι όπως το έβλεπα να φεύγει, πάνω σε ρόδες που δεν ήταν δικές του, είχα την αίσθηση πως μου χαμογελούσε. Αυτό το χαμόγελο μου έρχεται στο νου και στα χείλη κάθε φορά που πιάνω ένα τιμόνι στα χέρια μου, κάθε φορά που δημιουργείται το συγκινησιακό για μένα τρίπτυχο: εγώ, το αυτοκίνητο κι ο δρόμος. Μια σχέση πάθους στην οποία συνήθως δε χωράει άλλος.

Βεβαίως μεγαλώνοντας έμαθα ν’ απολαμβάνω και τη θέση του συνοδηγού –έτσι μπορώ να κοιτάζω τον άνδρα μου που είναι τόσο γοητευτικός όταν οδηγεί, ειδικά όταν αναγκάζεται να ομολογήσει πως έχει χαθεί. Ακούω τα παιδιά -μικρό και μεγάλο- και τη γιαγιά, στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα, να διαμαρτύρονται η μια για το ανοιχτό παράθυρο, ο άλλος για την έλλειψη ίντερνετ και η τρίτη για τη λάθος διαδρομή που επέλεξε ο γιος της. Ακούω, αφουγκράζομαι, αγαλλιάζω και μετά δίνω απαντήσεις και κατευθύνσεις. Όταν όμως χρειάζομαι λίγο χρόνο με τον εαυτό μου, επιλέγω μια διαδρομή χωρίς επιβάτες, χωρίς μεγάλες ευθείες και τη μουσική στη διαπασών.

Σήμερα όμως δε βγήκα μόνη για να απολαύσω μια βόλτα στις ανηφορικές στροφές της Πεντέλης. Βγήκα μέρα μεσημέρι, με 38 βαθμούς υπό σκιάν -και τους διπλούς στον ήλιο- γιατί ξέχασα να πάρω τα ειδικά χρώματα, που το παιδί μου είχε ζητήσει. Χρώματα απολύτως απαραίτητα, για τη δημιουργία του πολύ προσωπικού εικαστικού δώρου, που ο μικρός θέλει να προσφέρει αύριο Κυριακή, στον άνδρα μου για τη γιορτή του πατέρα. Και τώρα τρέχω πριν κλείσουν τα μαγαζιά, ενόσω το μικρό μου αγόρι, για να μην καρφωθώ, απασχολεί το “μεγάλο” με “αγορίστικα” παιχνίδια στον υπολογιστή.

Θερμόμετρο στα ύψη, αυξημένη κίνηση και άγχος της τελευταίας στιγμής, οδηγώ νευρικά, βασανίζοντας συμπλέκτη και κιβώτιο ταχυτήτων. Εκλιπαρώ τους οδηγούς μπροστά μου να πάνε λίγο πιο γρήγορα και το ρολόι στο καντράν λίγο πιο αργά. Και τότε ξαφνικά, απότομα, βίαια ο χρόνος στάματα. Βροντή, σεισμός και αστραπή πριν το βλέμμα μου χαθεί στο φως καθώς το κεφάλι μου χτυπάει με δύναμη στο πλαϊνό παράθυρο.

Φως και μετά σκοτάδι, και μετά ομίχλη˙ μια ομίχλη που μονάχα ο πόνος καταφέρνει να διώξει σιγά-σιγά από μπροστά μου. Αν και το αρχικό σοκ δεν έχει ακόμα περάσει, κοιτάζω στα δεξιά μου και συνειδητοποιώ πως η πόρτα του συνοδηγού έχει έρθει ασυνήθιστα κοντά μου. Μέσα από το θρυμματισμένο τζάμι δεν αργώ ν’ αντιληφθώ την αίτια του προσωπικού μου εγκέλαδου. Καπνός βγαίνει από τα ρουθούνια της μονόφθαλμης πλέον μάσκας του επιβλητικού μαύρου τζιπ και το “λαβωμένο κτήνος” έχει βάψει την άσφαλτο στη σκούρα απόχρωση του “αίματος” του. Το μόνο που καταφέρνω, ανάμεσα σε δυο σουβλιές από τα πονεμένα μου πλευρά, είναι να σκεφτώ πως το κόκκινο χρώμα του φωτεινού σηματοδότη προφανώς το εξαγρίωσε, προτρέποντας το να με εμβολίσει. Εξαγριωμένος δείχνει και ο μεγαλόσωμος οδηγός του όπως κατεβαίνει φουριόζος από το “άρμα” του. Πλησιάζει προς το μέρος μου κουνώντας τα χέρια του απειλητικά, και από το πρόσωπο του το μόνο που αποτυπώνεται στο μυαλό μου είναι οι ανεξέλεγκτες συσπάσεις των μυών του. Ο κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύεται σε κύκλο γύρω μας, σε απόσταση ασφαλείας, σαν τους υπνωτισμένους θεατές μιας μακάβριας ταυρομαχίας. Ο μανιασμένος άνδρας μ’ εγκλωβίζει στο όχημα μου απευθύνοντας μου τους πιο χυδαίους σεξιστικούς χαρακτηρισμούς, μέσα από το ανοιχτό παράθυρο μου. Εγώ που φημίζομαι για το δυναμικό ταπεραμέντο και την ετυμολογία μου, έχω μείνει άφωνη αν και με το στόμα ανοιχτό. Τα κατηγορώ του, πέφτουν πάνω μου σαν πυκνή βροχή με τέτοια σφοδρότητα, που αρχίζω να ανησυχώ μήπως το ατύχημα μου προκάλεσε κάποια ζημιά στον εγκέφαλο, κάποια βλάβη της μνήμης. Το φανάρι το θυμάμαι πράσινο, δεν πρόσεχα όμως και ιδιαίτερα. Τώρα δεν είμαι πλέον τόσο σίγουρη. Μήπως αφαιρέθηκα, μήπως ο άνθρωπος έχει δίκιο τελικά και φταίω εγώ γι’ αυτό που έγινε; Δε ξέρω πια τίποτα˙ είμαι σε πλήρη σύγχυση. Είμαι έτοιμη να ζητήσω συγγνώμη, έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Ο άνδρας όμως, είναι εκτός εαυτού και δε δείχνει διατεθειμένος να με ακούσει. Ανοίγει με δύναμη την πόρτα, κι εγώ καλύπτω με τα χέρια μου το πρόσωπο μου…

Τότε ακούγεται μια ισχυρή φωνή από το μαζεμένο πλήθος, μια γυναικεία φωνή. Ο χρόνος παγώνει για μια στιγμή. Όταν κατεβάζω διστακτικά τα χέρια μου, βλέπω μια γυναίκα με μακριά μελαχρινά μαλλιά να έρχεται προς τα εδώ, τα μάτια της καρφωμένα πάνω στον ξαφνιασμένο άνδρα, το βλέμμα της ψυχρό, τα λόγια της φωτιά. Μέσα από τη ζαλάδα μου, τρείς λέξεις καταφέρνω να συγκρατήσω. Τις λέξεις άδικο, ντροπή και ανανδρία. Ο οδηγός του τζιπ δε μου φαίνεται πια τόσο μεγαλόσωμος, τόσο τρομακτικός καθώς λυγίζει κάτω από την λεκτική καταιγίδα. Τελικά βλέποντας κι άλλους παρευρισκόμενους να ακολουθούν το παράδειγμα της τολμηρής γυναίκας και να πλησιάζουν προς το μέρος μας, σκύβει το κεφάλι απολογητικά και απομακρύνεται σιωπηλός προς το όχημα του.

Μετά ακολουθεί ένα μεγάλο ευχαριστώ εκ μέρους μου, ένα θερμό χαμόγελο εκ μέρους της και τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η αστυνομία. Η ίδια δεν δέχεται να με αφήσει μόνη. Όσο περιμένουμε μαζί να έρθει η κόρη μου να με πάρει με το αυτοκίνητο της -τον άνδρα μου δεν τον ενημέρωσα για να μη χαλάσω την έκπληξη του παιδιού- της λέω πως δεν έχω τρόπο να την ξεπληρώσω για τη βοήθεια που μου προσέφερε. Αν και η ίδια ισχυρίζεται πως δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, πως οποιοσδήποτε στη θέση της θα έκανε το ίδιο, εν τέλη, η επιμονή μου την πείθει να δεχτεί την πρόσκληση μου σε δείπνο.

Όταν ξαναβρισκόμαστε δυο μέρες αργότερα μπροστά σε δυο ποτήρια κρασί, έχω αποφασίσει να μάθω τα πάντα για την αναπάντεχη σωτήρα μου, την κυρία Ελένη Γαληνού.

 

Σ.Δ.: Το πρώτο σου φιλί, το έδωσες ή το πήρες;

Ε.Γ.: Δεν θυμάμαι πια.

 

Σ.Δ.: Πιστεύεις σ’ ένα μέλλον όπου η υπερπληροφόρηση θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα μυστικά των ισχυρών, ή θα τον σκλαβώσει σ’ έναν κόσμο χωρίς δεύτερη σκέψη;

Ε.Γ.: Η σωστή πληροφόρηση μπορεί να απελευθερώσει.

 Σ.Δ.: Αν έπρεπε να ξαναπάς στο σχολείο, θα ήσουν δασκάλα ή μαθήτρια;

Ε.Γ.: Συνεχίζω να θέλω να μαθαίνω, δεν μου αρέσει να σταματώ. Η γνώση είναι ανεξάντλητη.

Σ.Δ.: Σαν ταλαντούχα χορεύτρια θα ήσουν η ντάμα ενός γοητευτικού καβαλιέρου ή η πρίμα μπαλαρίνα στο επίκεντρο της σκηνής;

Ε.Γ.: Μάλλον πρίμα μπαλαρίνα.

Σ.Δ.: Αν μπορούσες σβήνοντας μια λέξη να εξαφανίσεις μαγικά και την έννοια ή το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται, ποια λέξη θα επέλεγες;

Ε.Γ.: Πόνος.

Σ.Δ.: Ένας γνωστός μου λέει πως «ο άνθρωπος που εκπληρώνει τ’ όνειρο του, είναι σαν τον σκλάβο που αποκτά την ελευθερία. Βρίσκεται ξαφνικά χαμένος μπροστά σ’ έναν λευκό ορίζοντα». Συμφωνείς μ’ αυτήν την άποψη;

Ε.Γ.: Η κατάκτηση ενός στόχου είναι υπέροχη αίσθηση, αρκεί να μην είναι το τέλος. Ψάξε στον ορίζοντα για ένα νέο προορισμό.

Σ.Δ.: Όταν γνωρίζεις πως συμπεριφέρθηκες λάθος, πια αντιμετώπιση σε πληγώνει περισσότερο, οι φωνές ή η σιωπή;

Ε.Γ.: Όταν γνωρίζω πως έχω συμπεριφερθεί λάθος θα ζητήσω συγγνώμη, μετά είτε με φωνές είτε με σιωπή θα πληρώσω το αντίτιμο.

Σ.Δ.: Αν η δικαιοσύνη δεν ήταν τυφλή, ποιανού τα μάτια θα ήθελες να έχει;

Ε.Γ.: Ενός σοφού ανθρώπου.

Σ.Δ.: Απ’ όλα τα άχρηστα αντικείμενα που επινόησε για εμάς η καταναλωτική κοινωνία, ποιο σου έχει γίνει απολύτως απαραίτητο;

Ε.Γ.: Από την στιγμή που το χρησιμοποιώ δεν μπορεί να είναι εντελώς άχρηστο. Κάποια γοητεία θα έχει για να μου γίνει απαραίτητο.

 

Σ.Δ.: Ποιο σου προκαλεί περισσότερη ζάλη, το κρασί της παρέας που πίνεις για να θυμηθείς ή το ποτήρι της μοναξιάς που πίνεις για να ξεχάσεις;

Ε.Γ.: Όμορφη ζάλη το ποτήρι που πίνεις για να θυμηθείς. Το ποτήρι της μοναξιάς είναι πάντα πιο δύσκολο γιατί δεν ξεχνάς εύκολα.

Σ.Δ.: Αν είχες τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω στον χρόνο για να αντικαταστήσεις ένα όχι που είπες μ’ ένα ναι, ποιο θα ήταν αυτό;

Ε.Γ.: Δεν μου αρέσει να μετανιώνω. Αν έχω πάρει μια απόφαση θα χαράξω την συνέχεια πάνω σ’ αυτήν.

Σ.Δ.: Αν κληρονομούσες ένα κάστρο στη Σκοτία θα έδιωχνες τα φαντάσματα του πύργου ή θα επιδίωκες να τα γνωρίσεις;

Ε.Γ.: Για ένα συγγραφέα είναι υπέροχη διαδικασία να μαθαίνει ιστορίες από φαντάσματα. Έχουν τόσα να πουν!

Σ.Δ.: Αν ο πόνος είχε όνομα, θα το φώναζες δυνατά ή θα το κρατούσες πίσω από δόντια σφιγμένα;

Ε.Γ.: Ότι κι αν έκανα θα ευχόμουν να περάσει.

Σ.Δ.: Συμφωνείς μ’ αυτή την άποψη του Φλομπέρ, «Ο συγγραφέας στη δουλειά του πρέπει να είναι σαν τον Θεό στο σύμπαν. Πανταχού παρών αλλά παντού αόρατος»;

Ε.Γ.: Συμφωνώ απόλυτα. Κάθε συγγραφέας λειτουργεί σαν μικρός θεός που ορίζει τις ζωές των ηρώων του στο σύμπαν που τους βάζει να ζήσουν και συνήθως μένει στο παρασκήνιο.

Σ.Δ.: Όταν μοιράζεσαι το μυστικό σου με κάποιον, νιώθεις πως τον χρήζεις φύλακα της αλήθειας ή πως τον καθιστάς συνεργό στο έγκλημα;

Ε.Γ.: Εξαρτάται από το μυστικό. Θα το ένιωθα περισσότερο σαν φύλακα της αλήθειας.

Σ.Δ.: Όταν μετράς ανάποδα σε χαϊδεύει η νοσταλγία ή σε πνίγει η μελαγχολία;

Ε.Γ.: Γυρνώντας προς τα πίσω γεύομαι όμορφες στιγμές που με γεμίζουν νοσταλγία.

Σ.Δ.: Πιστεύεις πως σ’ ένα έργο, ο εκδικητής είναι ο θύτης ή το θύμα της υπόθεσης;

Ε.Γ. Από την στιγμή που παίρνει την κατάσταση στα χέρια του παύει να είναι θύμα.

Σ.Δ.: Ο καθρέφτης, μια εφεύρεση που άξιζε το Νόμπελ ή την ποινή θανάτου;

Ε.Γ.: Η αλήθεια δεν μπορεί να καταδικαστεί ποτέ, και ένας καθρέφτης στην δείχνει ατόφια, δίχως συστολές.

Η αλήθεια είναι πως συνήθως μια ώρα δεν είναι αρκετή για να γνωρίσεις έναν άνθρωπο, όσο περίεργη κι αν είσαι, όσο ανοιχτή κι αν είναι. Το κρασί φυσικά βοηθάει, όπως και η φιλική διάθεση, όπως και το γεγονός πως έδιωξα παιδιά, γιαγιά και κυρίως σύζυγο από το σπίτι. Όμως η κυρία Γαληνού, η Ελένη, δε χρειάζεται να μιλήσει πολύ για να πει πολλά. Εξάλλου δε μ’ ενδιαφέρει να μάθω τα μυστικά της ζωής της –αυτό είναι ένα προνόμιο ενός δεσμού που δεν οικοδομείται σε μια ώρα, ούτε σε εκατό, ένας δεσμός που ονομάζεται φιλία- αλλά να ανακαλύψω από πιο βαθύ κομμάτι της ψυχής της αντλεί τη δύναμη που χρειάστηκε πριν από δυο μέρες για να με υπερασπιστεί. Φαίνεται όμως τελικά πως η ψυχή της Ελένης είναι πολύ κοντά στην επιφάνεια, καθώς μια μόνο φράση της είναι αρκετή για να δώσει απάντηση στα ερωτήματα μου. Μια φράση που δεν αφορά μόνο την ίδια ή εμένα, αλλά όλες τις γυναίκες. Μια φράση μανιφέστο, μια φράση συνείδηση, μια φράση αγάπης για τις γυναίκες που πρέπει: «Να είναι υπερήφανες, ανεξάρτητες και δυνατές, να διεκδικούν τα όνειρά τους και να τα κερδίζουν. Είναι ευλογία να γεννιέσαι γυναίκα και να γίνεσαι μάνα».

Σοφία Δερέ

Επιμέλεια και σύνταξη Σοφία Δερέ

Τρεις λέξεις θα αρκούσαν, για να μας συστήσουν την Σοφία.

Μακεδονίτισσα, Λέων, καλλιτέχνης. Οι άνθρωποι όμως, δεν είναι μόνο μια λάμψη σαν τον ήλιο, έχουν και μια διαδρομή. Μια πορεία αναζήτησης του δικού τους ουρανού, από τις ξεθωριασμένες σελίδες του χθες, ως τις λευκές σελίδες του αύριο. Ένα μοναδικό βιβλίο που σπανίως διαβάζεις από την αρχή, αλλά που πάντα αξίζει να το ξεφυλλίσεις ως τη σελίδα του σήμερα. Ας διαβάσουμε λοιπόν μαζί, λίγες σελίδες από το βιβλίο της Σοφίας.

Η Σοφία γεννήθηκε στους πρόποδες του Κορύλοβου, τη χρονιά που η μεγάλη σκιά σκέπασε την Ελλάδα. Το σπίτι της ,ένας ναός της τάξης και της ηθικής, όπου δέσποζε η ηγεμονική μορφή του πατέρα. Ένας πατέρας αλύγιστος, ασυμβίβαστος, μα ταυτόχρονα μια αστείρευτη πηγή προσφοράς και ανιδιοτέλειας. Το χέρι πάντα απλωμένο και ανοιχτό για προσφορά σε όλους, μα πάντα σηκωμένο και βαρύ συνόδευε την αυστηρότητα στον δρόμο για την τιμωρία. Στη σκιά του μια μητέρα ασπίδα, μια μητέρα χάδι, μια μητέρα θυσία. Το χέρι της πάντα σφιγμένο από εσωστρέφεια και συχνά πυκνά από φόβο.

Από τους γονείς της η Σοφία, κληρονόμησε υπερηφάνεια και δοτικότητα κι απ’ τα παιδικά της χρόνια -ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους των αυστηρών αρχών-, την ανάγκη για επανάσταση, για ανεξαρτησία, για ελευθερία.

Μεγάλωσε νωρίς, παντρεύτηκε νωρίς, έγινε η ίδια μάνα ενώ ήταν ακόμα παιδί.. Άφησε την κοιμισμένη αγκαλιά της επαρχιακής της πόλης, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μόνη αρένα όπου όλα μπορούν να συμβούν. Εκεί που η καρδιά της χώρας χτυπά, στην Αθήνα των χιλιάδων προσώπων. Έφυγε μακριά και ποτέ δε ξαναγύρισε.

Αντιμετώπισε τον κόσμο όλο σε μια ηλικία, που τα άλλα κορίτσια ζεσταίνονται ακόμα κάτω απ’ τα γαλακτερά τους παπλώματα. Η Σοφία έκανε χίλιες δουλειές, γνώρισε χίλιους ανθρώπους, όμως τον ακρογωνιαίο λίθο της δικής της εστίας, του δικού της πεπρωμένου, της δικής της αποστολής, δεν τον άφησε να πέσει χάμω, κάτω από τα αυξανόμενα βάρη της ανθρώπινης καθημερινότητας. Ήθελε να μάθει για να ξέρει το γιατί, ήθελε να πάθει για να ξέρει το πώς, ήθελε να δοκιμάσει πολλά για να μη μετανιώσει. Δούλεψε για τους άλλους και δούλεψε για τον εαυτό της. Πούλησε, οργάνωσε, διεύθυνε και ίδρυσε. Ποτέ δεν ακολούθησε, ποτέ δεν συμβιβάστηκε, ποτέ δεν κουράστηκε.

Από την αίθουσα συσκέψεων μιας πολυεθνικής, στην αίθουσα με τους καθρέφτες του δικού της οίκου μόδας, η Σοφία πάνω απ’ όλα δημιούργησε.

Από μια ζωή τόσο γεμάτη, η Σοφία πήρε πολλά και έδωσε ακόμα περισσότερα, όπως το ποτάμι κατεβαίνει από το βουνό συλλέγοντας αργά και υπομονετικά το νερό για να γίνει μια μέρα θάλασσα.

Η θάλασσα Σοφία είναι πλέον έτοιμη να προσφέρει τον εσωτερικό της πλούτο σε όσους θα θελήσουν να διαβάσουν για έναν κόσμο ολόκληρο πίσω από τον αφρό των κυμάτων.

Ετοιμαστείτε -όσοι τολμηροί-, για ένα μεγάλο ταξίδι στις σελίδες της Σοφίας.

Στέφανος Παπαδόπουλος

Συγγραφέας

 

 

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Θοδωρής Δεύτος: “Ο πόλεμος είναι πόλεμος, οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, δεν κάνει διακρίσεις είτε είναι μαύροι, λευκοί, κίτρινοι, ορθόδοξοι, μουσουλμάνοι, βουδιστές, δεξιοί, αριστεροί ή οτιδήποτε άλλο. Όλοι πεθαίνουν με τους ίδιους τρόπους!”

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: “Το βέβαιο είναι πως εισέπραξα πολύ περισσότερα απ’ ότι έδωσα, και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.”

Καλλιόπη Γιακουμή

ΑΝΝΑ ΣΠΑΝΟΓΙΩΡΓΟΥ: “Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες, ούτε μπορώ να γνωρίζω πώς θα σκέφτομαι σε μερικά χρόνια. Ο λογοτέχνης θα πρέπει να εξελίσσεται και να μην φοβάται να πειραματιστεί.”

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο