25.4 C
Greece
21 Μαΐου, 2024
ΑΡΘΡΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ-ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΡΓΟ ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: «Έδωσα και πήρα πολλά. Ήρθε η ώρα να φύγω»

 Γιάννης Ρίτσος,
(Μονεμβασιά, 1909-Αθήνα, 1990): Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, από τους παραγωγικότερους και σημαντικότερους του 20ού αιώνα.

Οικογένεια

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του Ρίτσου, Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο.

Το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Ένα οριστικό περιστατικό για τη σχέση τους ήταν όταν απέκτησαν το δεύτερο παιδί τους: Ενόσω η Ελευθερία βρισκόταν στο νοσοκομείο, εκείνος εξαφανίστηκε για εβδομάδες στο Λουτράκι, περνώντας ξέγνοιαστες ώρες. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909.
Η οικογένεια ζούσε απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα. Αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά, μετά τη γέννηση του Γιάννη, σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.

Νεανικά χρόνια

Το σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, στη Μονεμβασιά, και η προτομή του.

Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασιά ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τον υποστηρίζει απόλυτα σ’ αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα τον εγγράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές.
Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε: “Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας τους αριθμούς.”
Ενώ για τις τιμωρίες του έλεγε: “Σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα.”
Κι ακόμη: “Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες.”
Ο Ρίτσος ό,τι έχασε από το σχολείο το βρήκε στη βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα του.
Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε το πρώτο της οικονομικό πλήγμα: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες. Οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του, που σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας ξόδεψε πολλά λεφτά για τη θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση και η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όταν η μητέρα έμαθε για τον θάνατο του Δημήτρη, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στην Πορταριά Μαγνησίας. Στο ενδιάμεσο, η αδελφή του Νίνα, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1921, είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού και είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι και να δεθούν πολύ.
Η Λούλα και ο Γιάννης ήρθαν πολύ κοντά μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η μόνη παρηγοριά του ποιητή ήταν η αδελφή του και η ποίηση, ενώ τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Ο Γιάννης Ρίτσος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ενώ στο Γύθειο, γενέτειρα της μητέρας του, παρακολούθησε τα μαθήματα του γυμνασίου.
Η αρρώστια
Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά. Έως το 1926, τα πράγμα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο ιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος θα εκτελεστεί αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.

Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που νόσησε κι αυτή από τη φυματίωση, και που η συνάντηση της με τον Γιάννη Ρίτσο, στο σανατόριο του «Σωτηρία», υπήρξε καλλιτεχνικό «διάλειμμα» από τη σκληρή πραγματικότητα.

Στο σανατόριο του «Σωτηρία» θα γνωριστεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγείται στον Κ. Σταματίου:

“Υπήρχε μια μεγάλη “αίθουσα υποδοχής” με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ’ απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε.”

Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα.
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος στέλνει ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τονίζει τα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος θα πει αργότερα για εκείνη την εμπειρία του:

Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου.

Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνθέτει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.

Δεκαετία 1930-1940

Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύεται έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος θα συνδράμει οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος θα βρει περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί.

Ο Επιτάφιος

9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου.

Το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τρακτέρ, ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσιεύει φωτογραφία, στην οποία αποτυπώνεται η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι:

“Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;”

Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα στο ελληνικό κοινό ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο συγγράφει το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, θα κατευθυνθεί κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 θα δει να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και θα γράψει το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.».
Στις 30 Νοεμβρίου 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους μεταξύ 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη· η φιλία τους θα κρατήσει για πάντα. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί και αργότερα θα μεταπηδήσουν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940 θα εκδοθεί το Εμβατήριο του Ωκεανού, αλλά τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον πρόλαβαν και εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του Ε.Α.Μ.
Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις και ο Αλέκος Λιδωρίκης έγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε.

Κατοχή, αντίσταση, διώξεις

Το Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου εξορίστηκε ο ποιητής το 1948.

Σχεδόν σε όλη την Κατοχή ο Ρίτσος ήταν καθηλωμένος από την ασθένειά του. Αρχικά συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στην Καλλιθέα και αργότερα με το ζεύγος Τάκη Φιλιακό και Μιράντας Βούλγαρη. Εκείνη την περίοδο γράφει το μυθιστόρημα Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες και συνήθιζε να το διαβάζει σε όσους τον επισκέπτονταν. Με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, πολλές σημειώσεις και ποιήματα του Ρίτσου καίγονται από το πρόσωπο στο οποίο τα είχε εμπιστευτεί να τα φυλάει, λόγω φόβου. Ωστόσο, ο Ρίτσος είχε διαφύγει από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του Ε.Α.Μ., που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Σε αυτή του τη σκληρή δοκιμασία γράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ’ άρματα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα ενώ μέσω αυτού δημοσίευε και ποιήματα υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλιώτης. Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη κ.ά., όπως επίσης και τη μελλοντική του γυναίκα (1947). Αξιοσημείωτα έργα εκείνη την εποχή ήταν το Ο σύντροφος μας Νίκος Ζαχαριάδης και το Υστερόγραφο της δόξας, που αναφέρονταν στον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος είχε αποκηρυχθεί από το Κ.Κ.Ε.
Μεταξύ του 1945 και 1947 συγγράφει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο και συγκεκριμένα στο Κοντοπούλι. Εκεί θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων, ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει και αλληλογραφία με την Καίτη Δρόσου, που στη συνέχεια θα γίνουν δελτάρια, με λίγες λέξεις. Κατόπιν, θα αρχίσει αλληλογραφία και με την αδελφή του Λούλα. Στη Λήμνο ο ποιητής τον Φεβρουάριο του 1949 γράφει το Καπνισμένο Τσουκάλι.
Τον Μάιο του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να μη μιλά για αυτό το μέρος, παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη. Τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Άη Στράτη. Από το «Αναμορφωτήριο της Μακρονήσου» απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950. Παρόλα αυτά φυλακίστηκε ξανά, ενώ ήταν βαριά άρρωστος. Η παραμονή του ήταν βραχύχρονη στο νησί και μεταφέρθηκε στον Άη Στράτη. Στο ενδιάμεσο υπήρξε εκστρατεία στο εξωτερικό για την απελευθέρωση του ποιητή. Εξέχοντες προσωπικότητες που βρέθηκαν στο πλευρό του μεταξύ άλλων ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του. Στην Αθήνα διαμένει με τους Φιλιακούς. Ο Ρίτσος επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο. Τον Αύγουστο του 1952 ο Ρίτσος απολύεται πλέον οριστικά. Στην Αθήνα διαμένει ξανά με τους Φιλιακούς. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις του ποιητή ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ το 1954 εκδίδεται η Αγρυπνία, που περιελάμβανε τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Αγρυπνία γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας και τη μετέφερε, μαζί με έργα του ζωγραφικής, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Άη Στράτη.
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1954 παντρεύεται με τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου ή Φαλίτσα, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο ίδιος, και τον Αύγουστο του 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη τους, Έρη Ρίτσου.
Ο Ρίτσος το 1956 θα γνωριστεί με τον Νίκο και τη Νανά Καλλιανέση, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει έναν νέο εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις Κέδρος. Ο «Κέδρος» θα γίνει το συγγραφικό «σπίτι» του Γιάννη Ρίτσου, καθώς μέσω αυτού εξέδωσε μεγάλα του έργα, όπως η Σονάτα του Σεληνόφωτος κ.ο.κ., ενώ θα εκδώσει και διάφορες μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, όπως του Τολστόι. Η Νανά με τον Ρίτσο δέθηκαν με στενούς δεσμούς φιλίας έκτοτε. Η Νανά συμπαραστάθηκε στον Ρίτσο αλλά και στο έργο του από την πρώτη στιγμή μέχρι και τις κατοπινές του δυσκολίες. Ο Ρίτσος με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος θα παραλάβει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης κι από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε και η διεθνής αναγνώριση. Το 1956 τον προσκάλεσαν στη Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής. Επιστρέφοντας από το πολυπόθητο ταξίδι κάθε αριστερού της εποχής, γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα Αυγή 36 κείμενα με τίτλο «Η Σοβιετική Ένωση σήμερα». Κατόπιν ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια: στη Ρουμανία, όπου ταξίδεψε με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγγελο Τερζάκηκαι Μενέλαο Λουντέμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία. Γύρω στο 1960 είχε ολοκληρώσει την Ανθολογία Ρουμανικής Ποίησης και με την επιστροφή του από την Τσεχοσλοβακία εργαζόταν στην Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών. Εκείνη την περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί 6 ποιήματα του Ρίτσου από τον Επιτάφιο, με ερμηνευτή τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στη δεκαετία του 1960 ο Ρίτσος γράφει ποιήματα για τους Γρηγόρη Λαμπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα. Προς το τέλος της δεκαετίας θα μελοποιηθεί ξανά από τον Μίκη Θεοδωράκη και η Ρωμιοσύνη, ενώ τέλος η εξορία θα τον ξαναβρεί το 1967 με τη χούντα των Συνταγματαρχών.

1967-1973: η Δικτατορία

Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το ζεύγος Φιλιάκου και ο Ρίτσος όδευαν προς στο σπίτι, όπου συγκατοικούσαν. Στο Σταθμό Λαρίσης αντικρίζουν τανκς. Ο Τάσος Φιλιάκος λέει πως θα γυρίζουν πολεμική ταινία, ο Ρίτσος αμέσως κατάλαβε: «Τι ταινία! Πραξικόπημα είναι». Φτάνοντας στην οδό Παπαναστασίου, όπου έμεναν, ο Ρίτσος ετοίμασε τις βαλίτσες του, περιμένοντας να έρθουν τον πάρουν. Οι φίλοι του τού είπαν να κρυφτεί. Εκείνος αρνήθηκε. Στις 6 το πρωί τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στον Ιππόδρομο (Παλαιό Φάληρο), όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι διάφοροι δημοκράτες και αριστεροί. Μετά από λίγες μέρες οδηγείται ξανά στην εξορία, με προορισμό τη Γυάρο («το νησί του διαβόλου», όπως το έλεγαν από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου). Ωστόσο, συνέλαβαν και τη γυναίκα του Φαλίτσα, την οποία την κράτησαν στο Βαθύ Σάμου σε συνθήκες απομόνωσης. Αυτό κράτησε λίγο, καθώς μετά από δύο εβδομάδες την άφησαν ελεύθερη. Εκείνη, που ήδη είχε ενημερωθεί από τον Ρίτσο πού βρίσκεται, ταξιδεύει στη Σύρο, για να μπορέσει να του στείλει κάποια χρειώδη.
Στην Ευρώπη ιδιαίτερα, η διεθνής κοινότητα αρχίζει και εναντιώνεται στη χούντα των Συνταγματαρχών. Διαδηλώσεις και εκκλήσεις για την απελευθέρωση των κρατουμένων, καθώς και καταγγελίες αναγκάζουν τους δικτάτορες να βελτιώσουν το φαίνεσθαι, έτσι κλείνουν το στρατόπεδο στη Γυάρο και το μεταφέρουν σε δύο χωριά της Λέρου, στο Λακκί και στο Παρθένι. Την 1η Ιουλίου μετέφεραν και τον Ρίτσο. Άλλο ένα δημιούργημα θα περιληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση, ο μονόλογος Αίας, που τον ξεκίνησε αμέσως μετά την άφιξή του στη Λέρο τον Αύγουστο. Ήδη από την παραμονή του στη Γυάρο (αλλά και πιο πριν) θα ανακαλύψει άλλο ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα, τη ζωγραφική, το οποίο θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του.
Το 1968, οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται να ταράξουν τον ποιητή. Αρχικά, έρχεται η διάσπαση του Κ.Κ.Ε. σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού τον Φεβρουάριο. Και τον Αύγουστο, τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Η απογοήτευσή του έκτοτε θα αποτυπωθεί αλληγορικά σε διάφορα ποιήματά του.
Την ίδια χρονιά η Φαλίτσα, η γυναίκα του, ανησυχούσε για την υγεία του Γιάννη. Έτσι ταξιδεύει στη Λέρο, όπου αρχικά δεν της επέτρεψαν να τον δει. Όμως το επάγγελμά της την βοήθησε να τα καταφέρει, καθότι ιατρός. Με συνοδεία ενός συναδέλφου της και του στρατοπεδάρχη την οδήγησαν σε αυτόν, χωρίς όμως να τους επιτραπεί να ανταλλάξουν την παραμικρή κουβέντα την ώρα που τον εξέταζαν.
Στις 16 Ιουνίου, ο ποιητής ξύπνησε με αιματουρία και ίλιγγο, καθώς και πόνους στα νεφρά. Ο στρατιωτικός ιατρός μιλά για νεοπλασία στην ουροδόχο κύστη. Κατόπιν τον μετέφεραν στον Άγιο Σάββα, όπου επιβεβαιώθηκε πως έχει καρκίνο. Στο νοσοκομείο χειρουργείται και τέλος στις 12 Σεπτεμβρίου επέστρεψε ξανά στη Λέρο. Η εξορία του στη Λέρο τελειώνει, όταν στις 19 Οκτωβρίου του ανακοινώθηκε η απόλυσή του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σάμο, όπου είχε κατ’ οίκον περιορισμό. Κρυφά, πήρε μαζί του ποιήματα και ακουαρέλες, τα οποία τα είχε κρύψει στον διπλό πάτο της βαλίτσας του.

Ο Μίκης Θεοδωράκης το 1971. Ο συνθέτης που μελοποίησε πολλά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου (ΕπιτάφιοςΡωμιοσύνη κ.ά).

Στη Σάμο, ο ποιητής θα συνεχίσει να δημιουργεί. Εκεί γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα, το οποίο αναφέρεται στο τρομοκρατικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Παράλληλα, παρακολουθεί ελληνόφωνους σταθμούς του εξωτερικού. Στη Σάμο, ο ποιητής θα ζήσει την απόλυτη μοναξιά λόγω του περιορισμού του, θα νιώσει την κατάλυση της δημοκρατίας, μιας και όχι απλώς δεν του επέτρεπαν να κυκλοφορεί, αλλά ούτε και να αλληλογραφεί. Η κάθε του κίνηση παρακολουθούνταν είτε από το ΕΑΤ-ΕΣΑ είτε από τους χαφιέδες. Του είχε στοιχίσει που δεν μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, παρά μόνο με την οικογένειά του, μάλιστα πολλοί φοβόντουσαν να του πουν και καλημέρα. Αν και αποκομμένος, οι τρεις συλλογές του ΠέτρεςΕπαναλήψειςΚιγκλίδωμα γραμμένες σε τσιγαρόχαρτο θα βγουν κρυφά από την Ελλάδα, το 1969, με τη βοήθεια της Χρύσας Προκοπάκη με κατεύθυνση τη Γαλλία. Το 1971 θα εκδοθούν στη Γαλλία, σε μια δίγλωσση έκδοση που προλόγιζε ο Λουί Αραγκόν. Εκεί, έλαβε και ο Μίκης Θεοδωράκης τα Λιανοτράγουδα, τα οποία και μελοποίησε και κυκλοφόρησε αργότερα υπό τον τίτλο 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας.
Το 1970 ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα ήρθε για να βρει τον ποιητή: Πεθαίνει η αδελφή του, η Νίνα. Αυτό θα γίνει η αφορμή για να γράψει το ποίημα Η Ελένη. Τη χρονιά εκείνη ο Ρίτσος εμφανίστηκε ξαφνικά στην Αθήνα. Προσκλήθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα. Οι δικτάτορες δεν μπορούσαν να του απαγορέψουν να πάει. Έτσι, ο Στυλιανός Παττακός τον κάλεσε στο γραφείο του ώστε να τον αποτρέψει να αναφερθεί αρνητικά για το καθεστώς· ο Ρίτσος αρνήθηκε, παίρνοντας πάλι την άγουσα για τη Σάμο και το Καρλόβασι. Παρόλα αυτά, δεν κάθισε έκτοτε πολύ στη Σάμο, καθώς η υγεία του χειροτέρεψε. Τον Δεκέμβριο του 1970 χειρουργήθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών. Από εκεί κι έπειτα παρέμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα, ενώ προηγουμένως, τον Οκτώβριο, αίρεται και ο κατ’ οίκον περιορισμός.
Το 1972 ο Ρίτσος γράφει το Κωδωνοστάσιο και την Γκραγκάντα, τα οποία θα περιέλθουν στη συλλογή Γίγνεσθαι. Και τα δύο ποιήματα, κυρίως το δεύτερο, είναι μια προσπάθεια από τον ποιητή να ξεφύγει από τα χαλεπά γεγονότα που ζούσε εκείνη την εποχή. Στην Γκραγκάντα ο Ρίτσος συνοψίζει θεματικά και μορφικά όλη του την ποιητική εμπειρία, σπάζοντας και ξεπερνώντας την κοινωνική πραγματικότητα.
Τον Μάρτιο του 1973, κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του αντιδικτατορικού περιοδικού Συνέχεια. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, σε αυτό το τεύχος, θα αναφερθεί στον Ρίτσο. Στο τεύχος συμμετέχει και ο ίδιος ο ποιητής με δύο αυτοσχόλια. Κατόπιν, τον Απρίλιο, ο Μαρωνίτης συνελήφθη και βασανίστηκε (το περιοδικό είχε σύντομη ύπαρξη, καθώς και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η χούντα το απαγόρευσε).
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς (1973) συλλαμβάνεται η Νάνα Καλλιανέση, η εκδότρια του Κέδρου, κατηγορούμενη για υπόθαλψη αντιστασιακών κινήσεων καθώς και για έκδοση κομμουνιστικών βιβλίων. Ο εγκλεισμός θα της κλονίσει την υγεία. Ο Ρίτσος έκανε μια δημόσια εμφάνιση στις 15 Νοεμβρίου (1973), συμμετέχοντας σε διαδήλωση.
Στις 17 Νοεμβρίου 1973, ο ποιητής θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Την επόμενη μέρα θα αναχωρήσει με προορισμό τον Κάλαμος Αττικής όπου θα συνθέσει το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας, όπου αναλύει με τρόπο ποιητικό το χρονικό εκείνης της εξέγερσης. Η εξέγερση εκείνη ήταν η αρχή του τέλους για τη δικτατορία. Ακολούθως, έπονται τα γεγονότα στην Κύπρο, με το πραξικόπημα του Νίκου Σαμψών. Μια νέα τραγωδία ακολουθεί, καθώς χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώνονται από τα σπίτια τους, αγνοούνται, και πεθαίνουν. Ο Ρίτσος παρακολουθεί με ταραχή τα γεγονότα αυτά από τη Σάμο. Αμέσως, όπως κάθε φορά, αρχίζει και αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί: επιστρέφει στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο και συνθέτει το ποίημα Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο. Η συμφορά αυτή στην Κύπρο, ήταν το εφαλτήριο για την πτώση και της δικτατορίας. Το καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία ήταν παρελθόν και ξεκινούσε η μεταπολίτευση.

Μεταπολίτευση

Ο Ρίτσος έπειτα από είκοσι χρόνια επισκέπτεται ξανά τη Μονεμβασιά, τη γενέθλια γη. Αρχίζει πάλι να εμπνέεται και συνθέτει κι άλλα ποιήματα, που αφορούν την αγάπη και τη μνήμη. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1974 πεθαίνει ο συγγραφέας Κωστής Βάρναλης και ο Ρίτσος θα απαγγείλει ένα ποίημα στην κηδεία, το Χαιρετισμός στον Ποιητή.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε αυτούς που δε γνωρίζουν από ποίηση ή δεν ασχολούνται. Τα μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση, η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Εκείνος αρχίζει και ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να παραλάβει βραβεία που του δόθηκαν. Το 1975, παραλαμβάνει από τη Βουλγαρία, το Διεθνές Βραβείο Γκεόργκι Δημητρόφ. Έπειτα από την Ιταλία, το 1976 το Αίτνα-Ταορμίνα κ.ά.
Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Ο Ρίτσος θα το δεχτεί με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Τη χρονιά αυτή γράφει Το Τερατώδες Αριστούργημα, κλείνοντάς το με το ποίημα Γίνγεσθαι. Ο υπότιτλος του έργου αυτού είναι «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα».

Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Ρίτσος, που είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς.

Το 1980 ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας. Ο Ρίτσος ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση προσκεκλημένος για να τους παρακολουθήσει. Αργότερα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για τα Δημήτρια, όπου θα ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης της πόλης.
Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Στρατής Τσίρκας. Ο Ρίτσος συνέθεσε έναν ποίημα για εκείνον. Γενικότερα, ο Ρίτσος συνεχίζει και γράφει, ασταμάτητος, ποιήματα.
Το 1984 πεθαίνει ο Μάνος Κατράκης, επιστήθιος φίλος και συνεξόριστος του Ρίτσου. Το γεγονός τον βυθίζει στο πένθος. Κατόπιν, έπονται κι άλλοι θάνατοι φίλων του, όπως της Νανάς Καλλιανέση, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τάσσου και του Γιάννη Τσαρούχη. Οι εξελίξεις αυτές θα του δημιουργήσουν ένα συναίσθημα μεγάλης ερήμωσης.
Οι διακρίσεις θα συνεχιστούν κι αυτή τη δεκαετία. Το 1987 ο δήμαρχος της Αθήνας του δίνει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης. Αργότερα ο Ρίτσος ταξιδεύει στην Κύπρο, όπου θα του δοθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄. Εκείνο το ταξίδι έμελλε να είναι και το τελευταίο του εκτός συνόρων. Στις 3 Σεπτεμβρίου ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Σάμο. Θα την αποχαιρετήσει με το ποίημα του, Το Τελευταίο Καλοκαίρι (τρόπον τινά, προφητικό).

Από το 1930 ήδη έγραφε ποιήματα καρυωτακικής διάθεσης, που περιλήφθηκαν στις συλλογές Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935). Το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ και συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ριζοσπάστης με το ψευδώνυμο Γ. Σοστίρ, από αναγραμματισμό του ονόματός του. (Χρησιμοποίησε επίσης τα ψευδώνυμα Πέτρος Βελιώτης, Κώστας Ελευθερίου.) Τον Μάιο του 1936 ο Ρ., συγκλονισμένος από τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των καπνεργατών απεργών και των κρατικών δυνάμεων καταστολής στη Θεσσαλονίκη, έγραψε τον Επιτάφιο, ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και με έντονα στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού στη γλώσσα και το ύφος, ένα μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε αμέσως στον Ριζοσπάστη με τίτλο «Μοιρολόι». Ολόκληρο το έργο κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα, που, μέχρι την κατάσχεσή τους τον Αύγουστο από το διδακτορικό καθεστώς του Μεταξά, είχαν σχεδόν εξαντληθεί.

Ο Επιτάφιος έκλεισε την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του Ρ., ο οποίος ήδη από το 1935 είχε στραφεί στον ελεύθερο στίχο και τις καινούριες διαθέσεις στην έκφραση, υιοθετώντας υπερρεαλιστικά στοιχεία. Με τη δημοσίευση (1937) του έργου του Το τραγούδι της αδελφής μου, ελεγείας για την αδερφή του Λούλα που ασθενούσε από ψυχική νόσο, εμφανίστηκε ως λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος και απέσπασε την αναγνώριση του τότε πατριάρχη των ελληνικών γραμμάτων Κωστή Παλαμά, ο οποίος, πολύ ενθαρρυντικός, τον χαιρέτισε έμμετρα: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». Ως το 1943, με συνεχείς οικογενειακές περιπέτειες (ο πατέρας του πέθανε στο ψυχιατρείο το 1938) και συνεχή την απειλή της φυματίωσης, εργαζόταν ως ηθοποιός και χορευτής στο Εθνικό Θέατρο και στην Εθνική Λυρική Σκηνή και έγραφε λυρικά ποιήματα με θέματα τον έρωτα, το ταξίδι, τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, την ομορφιά.
Το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, όντας ήδη οργανωμένος στο ΕΑΜ, συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας και επέστρεψε στην Αθήνα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Από το 1948 ως το 1952 έζησε την περιπέτεια της Αριστεράς (εξορίστηκε στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη). Η περίοδος όμως που ακολούθησε ήταν πολύ γόνιμη και δημιουργική για τον Ρ., ο οποίος καλλιεργούσε πλέον έναν εκτεταμένο, συχνά σε τρεις και παραπάνω τυπογραφικές αράδες, στίχο και εξέθετε με στοχαστική διάθεση τα βιώματά του από την ταραγμένη, για τον ίδιο και τον τόπο, εποχή.
Το 1956 τύπωσε τη Σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης. Παράλληλα, οι πολιτικές διεργασίες στην τότε Σοβιετική Ένωση (διαδικασία απαλλαγής από τη σταλινική ιδεολογία) και στην Ελλάδα (καθαίρεση του Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη) επέδρασαν στην ποιητική του Ρ., ο οποίος ήταν στέλεχος της ΕΔΑ. Ζώντας μια ειρηνική και ασφαλή περίοδο της ζωής του, ο καταξιωμένος πλέον ποιητής συνέθετε μεγάλο αριθμό έργων, στα οποία αξιοποιώντας την καβαφική ποιητική στάση κατασκεύαζε έναν κόσμο όπου τα αυτοβιογραφικά-βιωματικά στοιχεία συνδέονταν με τα ερεθίσματα του ιστορικού χρόνου και ανάγονταν στο επίπεδο του μύθου και του αρχέτυπου. Το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του Επιτάφιου από τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1962 ο Ρ. ταξίδεψε στην κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη και το 1966 στην Κούβα. Την ίδια χρονιά τυπώθηκε αυτοτελώς η Ρωμιοσύνη (α’ δημοσ. 1954 στη συλλ. Αγρύπνια), η οποία παράλληλα μελοποιήθηκε από τον Θεοδωράκη. Ο ποιητής γνωρίζει μεγάλη δημοτικότητα.
Το 1967 συνελήφθη και πάλι από την απριλιανή δικτατορία και εξορίστηκε στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Με την κινητοποίηση Ευρωπαίων διανοουμένων, με επικεφαλής τον Aragon, αλλά και εξαιτίας της ασθένειάς του, αφού χειρουργήθηκε στο αντικαρκινικό νοσοκομείο, παρέμεινε στο Καρλόβασι της Σάμου σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970. Το 1973 εξέδωσε το έργο Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, που την ίδια χρονιά μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης, για να παρουσιαστεί σε συναυλίες στο εξωτερικό. Οι περιπέτειες με την υγεία τουκαθώς και οι πολιτικές του περιπέτειες, συνεχίζονταν. Είχε όμως πλέον παγκόσμια αναγνώριση. Τα έργα αυτής της πολύ παραγωγικής και γόνιμης περιόδου είτε αποτελούν, θεματικά, , αντιστασιακή ποίηση είτε εκφράζουν τον υπαρξιακό απολογισμό και την αίσθηση της ματαιότητας· περιέχουν κυρίως διαπιστώσεις περί της τραγικότητας της ύπαρξης.
Μετά τη Μεταπολίτευση η καθιέρωση του Ρ. συνοδεύτηκε από πλήθος τιμητικών εκδηλώσεων προς το πρόσωπό του, στην Ελλάδα και το εξωτερικό: προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ (1975), του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1977), ανακηρύχθηκε «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» από τον ΟΗΕ (1986), τιμήθηκε με το μετάλλιο «Joliot-Curie», την ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης (1990) κ.ά. Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (1975), Μπέρμιγχαμ (1978), Karl Marx Λιψίας (1984), Αθηνών (1987). Παρά την επισφαλή του υγεία, ήταν ως το τέλος της ζωής του δημιουργικός και δραστήριος.
Άλλα έργα: Εαρινή συμφωνία (1938)· Το εμβατήριο του ωκεανού (1940)· Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1943)· Δοκιμασία (1943)· Ο σύντροφός μας (1945)· Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο(1952)·Αγρύπνια(1954)·Πρωινό άστρο (1955)· Χρονικό (1957)· Αποχαιρετισμός (1957)· Υδρία (1957)· Χειμερινή διαύγεια (1957)· Μακρονησιώτικα (1957, 1974 με τίτλο Πέτρινος χρόνος)· Οι γειτονιές του κόσμου (1957)· Όταν έρχεται ο ξένος (1958)· Ανυπόταχτη πολιτεία (1958)· Η αρχιτεκτονική των δέντρων (1958)· Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα (1959)· Το παράθυρο (1960)· Η γέφυρα (1960)· Ο Μαύρος Άγιος (1961)· Το νεκρό σπίτι (1962)· Κάτω απ’ τον ίσκιο τον βουνού (1962)· Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες (1963 )· 12 ποιήματα για τον Καβάφη (1963)· Μαρτυρίες (1963-1966, 2 τόμοι)· Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού (1964)· Φιλοκτήτης (1965)· […]. Με τη συλλογή Μία πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα (1978) εγκαινιάστηκε μια σειρά αυτοτελών εκδόσεων με ποιήματα του Ρ. για παιδιά και εικονογράφηση της Τζ. Δρόσου· τα άλλα έργα της σειράς: Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (1981)· Πρωινό άστρο (1983, νέα έκδ.)· Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού (1985, νέα έκδ.).
Η συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του άρχισε με τη φροντίδα του ίδιου του Ρ. το 1961: Ποιήματα Α’ (1930-1942) (1961)· Β’ (1941-1958) (1961)· Γ’ (1939-1960) (1964)· Δ’ (1938-1971) (1972)· Ε’ (Τα επικαιρικά, 1945-1969) (1975)· ΣΤ’ (Τέταρτη διάσταση, 1956-1972) (1972)· Ζ’ (Γίγνεσθαι, 1970-1977) (1977)· Η’ (Επινίκια) (1984)· Θ’ (1958-1967) (1989)· 1 (1 963-1972) (1989). Μεταθανάτια εκδόθηκαν τρεις ακόμη συγκεντρωτικοί τόμοι των Ποιημάτων του με επιμέλεια της Αικ. Μακρυνικόλα: ΙΑ’ (1972-1974) (1993)· ΙΒ’ (1975-1976) (1997)· ΙΓ’ (1999).
Την πεζογραφική του κατάθεση αποτελεί ο κύκλος Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων, που περιλαμβάνει εννέα τόμους με τον υπότιτλο «μυθιστόρημα» ή «πεζογράφημα» […] Εξέδωσε, επίσης, τα θεατρικά Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών (1958) και Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα (1959), τον τόμο δοκιμίων με τίτλο Μελετήματα (1974) και το λεύκωμα Ημικύκλιο (1989). Μετέφρασε έργα των A. Block, A. Jozsef, V. Maiakovskii, D. Gabe, N. Hikmet, I. Ehrenburg, Ν. Guillen, Α. Τοlstoy, S. Esenin κ.ά. Σημαντικό μέρος της μεταφραστικής του εργασίας περιλαμβάνεται στους τόμους: Ανθολογία ρουμάνικης ποίησης (1961 )· Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών (1966).
Ποιητής με έντονη κοινωνική συνείδηση και συχνά άμεση αντίδραση στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, ο Ρ. μετουσίωσε τα επικαιρικά στοιχεία σε ποιητικά γεγονότα, αλλά, παράλληλα, κατέθεσε και τη μαρτυρία του από την αναζήτηση στα βάθη της ψυχής. Με πλούσια γλώσσα, με υποβλητικό λόγο και με χρησιμοποίηση εικόνων, μεταφορών και παρομοιώσεων που άλλοτε λειτουργούν ως σύμβολα και άλλοτε διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο ρεαλιστικό ποιητικό τοπίο, με συνεχή και έντονη την παρουσία των πραγμάτων του περιβάλλοντος και της καθημερινής ζωής, αλλά και μυθικών προσώπων σε υπερρεαλιστικά ελεύθερες συνυπάρξεις με σύγχρονα τοπία, συνέθεσε έργα, μεγάλες συνθέσεις ή σύντομα ποιήματα, που προσεγγίζουν την ανθρώπινη μοίρα και εκφράζουν την ανθρώπινη πολυπλοκότητα.
Το έργο του Γιάννη Ρίτσου διακρίνεται  στις εξής περιόδους :
1930-1936: Τα ποιήματα του, αντλώντας θέματα από έναν κόσμο με σαφή περιγράμματα, επηρεάζονται από τις νεωτερικές ποιητικές διαθέσεις της εποχής αλλά και από τη μαρξιστική ιδεολογία, χωρίς ωστόσο να εντάσσονται απολύτως στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
1937-1943: Η λυρική του δημιουργία με τη συστηματική καλλιέργεια του ελεύθερου στίχου στηρίζεται σε μια έντονα εικονοπλαστική φαντασία, η οποία συνδυάζει με τόλμη στοιχεία από τη φύση με τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής. Εμφανίζεται η οικεία «καθημερινή» γλώσσα και ο εκτεταμένος στίχος, που θα χαρακτηρίσουν την ποίησή του.
1944-1955: Τα ποιήματα της εποχής αυτής, άνισα καλλιτεχνικά αλλά στο σύνολο τους σχεδόν άμεσες αντανακλάσεις της ιστορικής εμπειρίας, εστιάζουν στους αγώνες και τον πόνο του ανθρώπου. Το έργο του ποιητή, συνδέοντας την Αντίσταση με την αγωνιστική παράδοση του ελληνισμού, γονιμοποιείται από τα χαρακτηριστικά της λαϊκής τέχνης.
1956-1966: Στη γονιμότερη ποιητικά εποχή του ο Ρ., επιμένοντας στην υποβλητικότητα του λόγου, προσπαθεί να βυθιστεί στην ψυχή και να εκφράσει δυνάμεις του υποσυνείδητου επιλέγοντας θέματα κυρίως από τη μυθολογία για να αναφερθεί στη μοναξιά, στη σύγκρουση ανθρώπου – κοινωνίας, στο βάρος του ρόλου, στη μνήμη. Πέρα από το, αντιπροσωπευτικό του λόγου του, μακρόστιχο ποίημα, δημιουργεί και λακωνικά, συμπυκνωμένα, αποφθεγματικά σχεδόν, ποιήματα με θέμα κυρίως τα καθημερινά αντικείμενα και την καθημερινή ζωή.
1967-1971: Η γραφή του στρέφεται κυρίως σε θέματα ποιητικής και παρουσιάζει μια αλλαγή διάθεσης που εμφανίζεται ως σαρκασμός, ειρωνεία και έντονη παρουσία του παραλόγου. Μια αίσθηση απειλής και θανάτου διαπνέει έναν κόσμο χωρίς νόημα. Ωστόσο, δεν λείπουν, από τον εκ χαρακτήρος αισιόδοξο και αγωνιστή ποιητή, και νύξεις καταφατικές στη ζωή, προτάσεις αξιοπρεπούς αντιμετώπισης αυτού του χωρίς νόημα κόσμου.
1972-1983: Η ποιητική και κυρίως η πεζογραφική εργασία του αυτής της περιόδου διακρίνεται από τα υπερρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία που διαμορφώνουν έναν αλλόκοτο, ρευστό, περισσότερο από άλλοτε ερωτικό και αισθησιακό κόσμο. Η παραβίαση της λογικής συνοχής, της χρονικής αλληλουχίας, ο άμεσος και ελεύθερος λόγος, η προκλητικά συνδυασμένη λόγια και καθημερινή λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιούνται στην παρουσίαση ενός, κατά κάποιον τρόπο, απολογισμού του ποιητή.

Θάνατος

Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Το 1989 ο Γιάννης Ρίτσος συμπλήρωνε τα 80 του χρόνια. Κανείς δεν μπορούσε να τον πει ηλικιωμένο, γέρο, ετοιμοθάνατο.
Η εμφάνιση και η διαύγεια του μυαλού του εντυπωσίαζαν. Πνευματικά ήταν υγιής, όχι όμως και σωματικά.
Στην εξορία ή στο σπίτι, στη δουλειά, σε ταξίδια,
στις ώρες της δημιουργίας  και της περισυλλογής,
ο Ρίτσος ήταν πάντοτε με ένα τσιγάρο στο χέρι,
αψηφώντας τους γιατρούς
Ήταν αδύνατος και μελαγχολικός. Δεν ήθελε να φάει. Σαν να διαισθανόταν το τέλος της διαδρομής. Οι δικοί του άνθρωποι τον στήριξαν με όλη τους τη δύναμη. Κανείς δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι μπορεί να πλησίαζε το τέλος.
Η φίλη του, Ρούλα Κακλαμανάκη, περιγράφει στο βιβλίο της, «Γιάννης Ρίτσος, η ζωή και το έργο του», κάποιες από τις τελευταίες στιγμές του ποιητή όπως τις βίωσε κοντά του στο νοσοκομείο.
 Η Φαλίτσα, σύζυγος του Ρίτσου, είχε κατέβει να μιλήσει με τους γιατρούς. «Μείνε λίγο, θα γυρίσω γρήγορα», είπε.
Αμέσως πήγα κοντά του και τον ρώτησα: «Πώς αισθάνεσαι; Φοβάσαι; Λυπάσαι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι;».
Εκείνος, απάντησε με ήρεμη και σταθερή φωνή: «Να καταλάβετε ότι δεν θέλω να ζήσω άλλο. Ως εδώ ήταν. Δεν λυπάμαι και δεν φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα».
Πίστευε πολύ σε αυτή την αιωνιότητα. Ήταν σαν να είχε νικήσει το θάνατο. «Αυτή ήταν η ζωή μου», συνέχισε. «Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω».
«Η πικρία γι’ αυτά που συμβαίνουν στις σοσιαλιστικές χώρες; Αυτό είναι; Γι’ αυτό θέλεις να φύγεις από τη ζωή;»
 Η ερώτηση της έγινε βιαστικά, τόλμησε να τον ρωτήσει φοβόταν ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε. «Όχι πικρία. Λύπη ναι. Κακή εποχή. Ιστορική αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολη υπόθεση. Αργούν να καταλάβουν. Αργούν να προχωρήσουν», απάντησε.
Η συγγραφέας με τον φόβο ότι τον κούρασε έκλεισε το σημειωματάριο, στο οποίο σημείωνε ευλαβικά όσα της είχε πει.
Εκείνη την ημέρα οι γιατροί αποφάσισαν να δώσουν εξιτήριο στον Ρίτσο. «Δεν γίνεται τίποτα, μου είπαν οι γιατροί. Γι’ αυτό φεύγουμε. Είναι ζήτημα ημερών», εξομολογήθηκε η σύζυγος του ποιητή στη Ρούλα Κακλαμανάκη.
Ακολούθησε ένας συγκινητικός αποχωρισμός των δυο γυναικών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που συνειδητοποίησαν το αναπόφευκτο.
Ο Γιάννης Ρίτσος άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1990, στις 21:25 το βράδυ. Στις 11 Νοεμβρίου 1921 είχε πεθάνει η μητέρα του. 
Κηδεύτηκε στη Μονεμβασιά στις 14 Νοεμβρίου. Την ίδια ημερομηνία, το 1930, είχε επιχειρήσει την πρώτη επαναστατική του πράξη.
Είχε στείλει την επιστολή – διαμαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε στο φθισιατρείο της Καψαλώνας, στην τοπική εφημερίδα «Εφεδρικός Αγών»….
«Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο» 
Στο αρχείο αυτόγραφων έργων του ποιητή που
έχει κατατεθεί από την οικογένειά του,
την αξέχαστη Γαρυφαλιώ Ρίτσου και την κόρη τους
Έρη Ρίτσου, στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη,
υπάρχουν πολλά πακέτα με σημειώσεις για πεζά,
στίχους, αλλά και τηλέφωνα φίλων ή υποχρεώσεις του …
Τον Φλεβάρη του 2016, η κόρη του ποιητή, Έρη Ρίτσου, μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook, με αφορμή ένα αφιέρωμα στη συνήθεια του Ρίτσου να σημειώνει πάνω στα πακέτα των τσιγάρων του, εξομολογήθηκε μια στιγμή του πατέρα της, την περίοδο που ήταν άρρωστος:
«Ο Ρίτσος είχε καρκίνο του προστάτη. Με τα πολλά, πήρε άδεια να εγκαταλείψει τον κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο και να πάει στην Αθήνα για να χειρουργηθεί.  Λόγω της παλιάς φυματίωσης και των προβλημάτων στους πνεύμονές του, η εγχείρηση δεν έγινε με ολική νάρκωση, έτσι ήταν σε θέση να παρακολουθεί την όλη διαδικασία.  Ο γιατρός του ο Σαμέλας κάθε λίγο και λιγάκι τον ρωτούσε:
«Είστε καλά κ. Ρίτσο; Όλα εντάξει;».
«Ναι» έλεγε εκείνος.
«Μήπως θέλετε κάτι;» επέμενε ο Σαμέλας.
«Κάτι θέλω αλλά διστάζω να το ζητήσω.»
«Παρακαλώ, ό,τι θέλετε.»
«Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο.»
Και του έδωσαν τασάκι που ακούμπησε πάνω στο στήθος του και τσιγάρο για να καπνίζει όσο ο γιατρός τον εγχείριζε!!!!
“Μάλλον αυτό πρέπει να είναι για τα ρεκόρ Γκίνες. Εγχειριζόμενος να καπνίζει την ώρα της εγχείρησης!»
Πηγή: «Γιάννης Ρίτσος. Η ζωή και το έργο του» της Ρούλας Κακλαμανάκη. Εκδόσεις Πατάκη…

Το σύνολο του θεατρικού του έργου εκδόθηκε το 1990, με επιμέλεια Κ. Νίτσου.
Έχουν κυκλοφορήσει οι εξής ανθολογίες του έργου του: Γιάννη Ρίτσου επιτομή. Ιστορική ανθολόγηση τον ποιητικού του έργου (1977, επιμ. Γ. Βελουδής)· Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου (2000, επιμ. Χρ. Προκοπάκη).
Η αλληλογραφία του με την αδερφή του Λούλα τυπώθηκε το 1997.
Εκδόθηκαν βιβλιογραφία και εργογραφία του.
(Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Πατάκης, 2007)
Ποίηση του Γιάννη Ρίτσου στη Βιβλιοθήκη

  • 12 ποιήματα για τον Καβάφη
  • Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου
  • Η γέφυρα
  • Ελένη
  • Επινίκια
  • Επιτάφιος
  • Τα ερωτικά
  • Ισμήνη
  • Η κυρά των αμπελιών
  • Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
  • Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού
  • Ποιήματα (Η συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του)
  • Ρωμιοσύνη
  • Συντροφικά τραγούδια : αφιέρωμα στα 40χρονα του ΕΑΜ
  • Τέταρτη διάσταση
  • Φαίδρα

 

Όλα τα παραπάνω ποιητικά έργα του Ρίτσου όπως και όλη η ποίηση του Ρίτσου στα ελληνικά εκδίδεται από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρος». Τα βιβλία βρίσκονται στα ράφια στον ταξιθετικό αριθμό 891.85 ΡΙΤ .

 

  • The fourth dimension. Princeton, N.J. : Princeton University Press, c1993. [LIBR.OFF 891.85 ΡΙΤ]
  • Iconostasis of anonymous saints. Αθήνα: Κέδρος, 1996-2001. [F ΡΙΤ]
  • Peculiar gestures : collection of poems. Astoria, N.Y. : Seaburn, 2002. [LIBR.OFF 891.85 ΡΙΤ]

Πεζά και άλλα έργα του Γιάννη Ρίτσου στη Βιβλιοθήκη
  • Γιάννης Ρίτσος : εικαστικά. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη, 2002. [ART 736.09495 ΡΙΤ]
  • Τι παράξενα πράματα: μυθιστόρημα (;). Αθήνα: Κέδρος, 1986. [Μ ΡΙΤ]

Μεταφράσεις του Γιάννη Ρίτσου στη Βιβλιοθήκη
  • Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών. Αθήνα: θεμέλιο, 1966. [899.1861 ΑΝΘ]
  • Ehrenbourg, Il’ia Grigor’evich. Το δέντρο. Αθήνα: Κέδρος, 1971. [899.1714 EHR]
  • Fariad, Fereydoun. Όνειρα με χαρταετούς και περιστέρια. Αθήνα: Κέδρος, 1988. [ΕΦΗΒΙΚΟ Μ FAR]
  • Hikmet, Nazim. Ποιήματα. Αθήνα: Κέδρος, 1970. [899.43513 HIK]
  • Mayakovsky, Vladimir Vladimirovich. Ποιήματα. Αθήνα: Κέδρος, 1974. [899.17 ΜΑΥ]

Επιλογή βιβλίων για τον Ρίτσο στη Βιβλιοθήκη
  • Αθανασόπουλος, Βαγγέλης. Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995. [891.09 ΑΘΑ]
  • Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο. Αθήνα: Κέδρος, 1981. [891.85 ΑΦΙ]
  • Γιάννης Ρίτσος: μελέτες για το έργο του. Αθήνα: Διογένης, 1975. [891.85 ΓΙΑ]
  • Μαστροδημήτρης, Παναγιώτης. Νεοελληνικά: μελέτες και άρθρα. Αθήνα: Γνώση, 1984-1988.
    [890.9 ΜΑΣ]
  • Μαυροειδή-Παπαδάκη, Σοφία, επιμ. Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο για τα σαραντάχρονα του “Επιτάφιου” και τα πενηντάχρονα του έργου του. Αθήνα: Αιολικά Γράμματα, 1976. [891.85 ΑΦΙ]
  • Πρεβελάκης, Παντελής. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος: συνολική θεώρηση του έργου του. Αθήνα: Κέδρος, 1981. [891.85 ΠΡΕ]
  • Προκοπάκη, Χρύσα. Η πορεία προς τη Γκραγκάντα: ή, Οι περιπέτειες του οράματος. Αθήνα: Κέδρος, 1981. [891.85 ΠΡΟ]
  • Ρίτσος, Γιάννης. Γιάννης Ρίτσος: εικαστικά. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη, 2002. [ART 736.09495 ΡΙΤ]
  • Ρίτσου-Γλέζου, Λούλα. Τα παιδικά χρόνια του αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα: Κέδρος, 1981.
    [Β ΡΙΤ]
  • Sangiglio, Crescenzio. Μύθος και ποίηση στον Ρίτσο. Αθήνα: Κέδρος, 1978. [891.85 SAN]
Ο Ρίτσος στο Διαδίκτυο

  • Ανθολόγιο λογοτεχνίας: Γιάννης Ρίτσος από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
  • Γιάννης Ρίτσος 2009
    Η σελίδα του ΕΚΕΒΙ με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή.
  • Γιάννης Ρίτσος – Βικιπαίδεια
  • Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) – Ὁ ποιητής της Ρωμηοσύνης
    Προσωπική ιστοσελίδα με αρκετά ποιήματα του Ρίτσου
  • Η δίψα στο Μυστρά
    Ποίημα από το βιβλίο «Κυκλική δόξα», Ποιήματα, Γ’ Τόμος, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1974.
Επιμέλεια άρθρου Καλλιόπη Γιακουμή
Πηγές Βικιπαίδεια, μηχανη του χρονου
Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Οι πραγματικές εκδοχές λατρεμένων παιδικών ιστοριών

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 04-02-2021

Καλλιόπη Γιακουμή

«Λεωφορείον ο Πόθος», η ταινία που λογοκρίθηκε για το «ανήθικο» περιεχόμενό της και στηρίχτηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Τένεσι Ουίλιαμς

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο