ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ
Ο Δημήτρης Ψαθάς ήταν πολυγραφότατος Έλληνας χρονογράφος, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες με τεράστια επιτυχία
Τριάντα εννια χρόνια μετά το θάνατο του Δημήτρη Ψαθά, οι δικοί του άνθρωποι μιλάνε για τη ζωή του μεγάλου Έλληνα δημιουργού
“Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής και πολύ ντροπαλός. Στο μάθημα της έκθεσης κανένας δεν με συναγωνιζόταν κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολειό, εκεί μπροστά του -ω τι χαρά!- ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ’ τα παράθυρα, εγώ γρατσούνιζα με οίστρο το χαρτί, σηκωνόμουν και παρέδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών. Αλλά όση δόξα μάζευα στα ελληνικά, την έχανα στα μαθηματικά- δεν τα ’παιρνα ο καημένος!”
“Ο κρότος του πιεστηρίου που ερχόταν από κάτω, μαζί με την περίεργη εκείνη μυρωδιά της φρέσκιας τυπογραφικής μελάνης θα με ακολουθούσε σ’ όλη τη ζωή μου”.
«Δηλαδή, τι είναι αυτό που σε μαγνητίζει;» τον ξαναρώτησαν. Αντί για άλλη απάντηση, άρχισε να τους διηγείται σπαρταριστά περιστατικά από τις δικαστικές αίθουσες. «Ε, τότε, λοιπόν, γράψε αυτά που παρακολουθείς» φαίνεται πως του είπαν και έτσι ξεκίνησε η δημοσιογραφική του καριέρα ως δικαστικού συντάκτη.
«Μέσα στη δεκαετία του ΄60, εποχή ταραγμένη και δύσκολη, το χρονογράφημα του Ψαθά ήταν (μαζί με τη γελοιογραφία του Δημητριάδη) εξοντωτικό πολιτικό όπλο. Σε βαρύτητα μετρούσε περισσότερο από το κύριο άρθρο των “Νέων”» γράφει ο Νίκος Δήμου το 1991, στο δοκίμιό του «Ο θάνατος του χρονογραφήματος».
Σημειωτέον, το’67, όταν ανέβηκε η χούντα, ο Δημήτρης Ψαθάς συνελήφθη, μαζί με τους όλους τους κορυφαίους παράγοντες της πολιτικής ζωής. Κατόπιν αφέθηκε ελεύθερος, τέθηκε όμως σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ τα «Νέα» κυκλοφορούσαν σκληρά λογοκριμένα από το καθεστώς, το οποίο απαιτούσε να συνεχίσει να υπάρχει το χρονογράφημα του Ψαθά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, απειλώντας πως διαφορετικά θα την έκλειναν! Για λίγο ο Ψαθάς συνέχισε να στέλνει κείμενα, ωστόσο το διάστημα 1968-1970 σταμάτησε να γράφει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στη δικτατορία και την αυστηρή λογοκρισία που επέβαλε…
Ήταν κωμωδίες που παίζονταν από όλους σχεδόν τους κεντρικούς θιάσους της Αθήνας, με τους πιο ονομαστούς πρωταγωνιστές: (τον Λογοθετίδη, τον Χορν, τη Συνοδινού, τον Ηλιόπουλο, τον Ρίζο, τον Φωτόπουλο, τη Βλαχοπούλου κ.λπ) καταρρίπτοντας όλα τα ρεκόρ παραστάσεων. Και κατάφεραν κάτι ακόμα πιο σημαντικό: να αναδείξουν το σημαντικό, αποστάζοντας το γελοίο. Να σαρκάσουν και να διακωμωδήσουν. Να αποτυπώσουν, με χιούμορ, πικρία αλλά και γλύκα και τρυφερότητα, όλα τα κακομοίρικα, υποφωτισμένα χαρακτηριστικά του μέσου Έλληνα, «γεννώντας » ανεπανάληπτους θεατρικούς «τύπους». Που «ζουν», μέχρι σήμερα…
Ο άγνωστος Ψαθάς
Με την κόρη του Μαρία και την εγγονή του Λένα Νίτσου |
Η κόρη του, Μαρία – η οποία μαζί με την κόρη της Λένα Νίτσου είναι σήμερα επικεφαλής των εκδόσεων «Μαρία Δ.Ψαθά», θυμάται για αυτόν τον άγνωστο Δημήτρη Ψαθά…
Κι εκείνος, όμως, σεβόταν την ιεραρχία. Μου έλεγε, θυμάμαι, ο Σεραφείμ Φυντανίδης – που ήταν το ’77 διεθυντής στην «Ελευθεροτυπία» – πως ως το τέλος της ζωής του, το χρονογράφημά του ο πατέρας μου δεν το έστελνε με άλλον στην εφημερίδα. Το πήγαινε πάντοτε ο ίδιος. Είχε συγκεκριμένες, καθημερινές συνήθειες, που τηρούσε ευλαβικά. Ξυπνούσε πολύ νωρίς, γύρω στις 4 το πρωί, έκανε τον αγαπημένο του διπλό ελληνικό καφέ, άναβε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και ξεκινούσε να γράφει τα θεατρικά του. Μέχρι τις 7.30-8 που ξυπνούσαμε εμείς, μες στο γραφείο του δεν μπορούσες πια να δεις από τον καπνό. Στη συνέχεια, κατέβαινε στα «Νέα», παρήγγελνε στον καφετζή ένα ούζο και ανέβαινε πάνω, στο γραφείο του. Το μεσημέρι ερχόταν γύρω στη 1-1.30 – το τραπέζι τον περίμενε, στρωμένο κι εκεί καθόμασταν όλοι γύρω γύρω, περιμένοντας να μοιραστεί μαζί μας τις εντυπώσεις από τη μέρα του. Μετά, κοιμόταν για λίγο. Το απόγευμα, αν δεν έγραφε αμέσως, άκουγε για λίγο κλασική μουσική που του άρεσε πολύ, μες στο σαλονάκι του και το βράδυ παίρναμε το τσάι μας όλοι μαζί – και τότε οι ιστορίες, οι μιμήσεις και τα ανέκδοτα έδιναν και έπαιρναν. Η διασκέδασή του ήταν να βγαίνει με φίλους – φίλους της καρδιάς, απλούς ανθρώπους, φίλους γκαρδιακούς – σε κέντρα και ταβερνάκια. Καμιά φορά, όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι, σηκωνόταν, έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε δυνατά,για να τον ακούσουν όλοι «Και τώρα, θα εξευτελίσομεν τον σερ Μπιθί!». Έπιανε το «Συννεφιασμένη Κυριακή» – είχε και πολύ ωραία φωνή – και σε λίγο όλα τα τραπέζια ήταν μια παρέα. Ήταν απόλαυση να ζεις με τον Ψαθά…»
«Καλήμερα Νιότη»
«Θυμάμαι ότι, ενώ όλοι τότε γράφαμε στα γνωστά δημοσιογραφικά μπλοκ, εκείνος ζητούσε από τον καφετζή ένα μαχαίρι για να κόψει στη μέση τα χαρτιά. Κι έτσι έγραφε στο μισό χαρτί με μια χρυσή πένα Πάρκερ – ποτέ με στυλό ή απλό Μπικ. Οσο έγραφε δεν σήκωνε καθόλου το κεφάλι. Μόλις τελείωνε, πήγαινε να παραδώσει το χειρόγραφό του στην ύλη. Υπεύθυνος ήταν τότε ο Μαγγανάρης, στον οποίο το παρέδιδε με τη φράση “bonjour jeunesse” (“καλημέρα νιότη”)- μια φράση που χρησιμοποιούσε πολύ ο υλατζής, γιατί δεν ήταν πια και τόσο νέος. ΄Επειτα, επέστρεφε στο γραφείο, έπινε ένα ουζάκι με ένα φθηνομεζεδάκι, άναβε ένα τσιγάρο και έφευγε».
Ο συγκινητικός πρόλογος του Δημήτρη Ψαθά για το “Φον Δημητράκη”
Γι’ αυτό τον τοποθέτησα μέσα στην Κατοχή που χαρακτηρίζεται από δυό φλέγουσες πλευρές, το έπος της αντίστασης και την πρoδoσία. Τους ανθρώπους του λαού που ανέβηκαν και θυσιάστηκαν στον αγώνα για τη λευτεριά και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τους άλλους που κατρακύλισαν στη ντροπή της «συνεργασίας». Η θεατρική ανάπλαση του διπλού αυτού θέματος – ηρωϊκού και κωμικού- μαζί με την ανασύνθεση της εποχής σ’ έναν πίνακα συνθετικό δεν ήταν έργο εύκολο.
«Μαντάμ Σουσού» – Ίσως η δημοφιλέστερη ηρωίδα της ελληνικής κωμωδίας
Νόμιζα ότι είχα κι εγώ το δικαίωμα ζωής και θανάτου για την ηρωίδα μου, όπως το έχουν όλοι οι συγγραφείς. Αμ δε! Οι διαμαρτυρίες των αναγνωστών και η αγανάκτησή τους στάθηκαν τόσο θυελλώδεις, ώστε αναγκάστηκα κάτω από την οργή και την πίεση των φίλων της, να θεωρήσω τον θάνατό της σαν μια ψεύτικη πληροφόρηση: τη Σουσού τη θεωρούσαν οι αναγνώστες της τόσο ζωντανή ώστε κινδύνεψα να κατηγορηθώ για φόνο εκ προμελέτης ! Έτσι ομολόγησα δημοσία το λάθος μου και την ανέστησα εκ νεκρών, για να συνεχίσει τη θριαμβευτική καριέρα της…»
Το 1973-74 το έργο διασκευάστηκε από τον συγγραφέα, σε ασπρόμαυρο σίριαλ 65 επεισοδίων – με σκηνοθέτη τον Μήτσο Λυγίζο και με την Άννα Παϊταζή στον κύριο ρόλο – το οποίο μεταδόθηκε από την τότε ΥΕΝΕΔ. Αργότερα, μεταφέρθηκε και πάλι στη μικρή οθόνη, σε σενάριο- ελεύθερη διασκευή του Βασίλη Νεμέα και σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου, που έπαιζε και το ρόλο του Παναγιωτάκη.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου – ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της σειράς θυμήθηκε, εκείνες τις αθώες ακόμα εποχές της ελληνικής τηλεόρασης που «γίνονταν πραγματικά, κινηματογραφικά γυρίσματα. Είχαμε ένα σταθερό, τεράστιο πλατό κατ’αρχήν, στο ΑΤΑ, στα Μελίσσια όπου είχαμε στήσει όλο το σπίτι της Σουσούς, τον Μπίθουλα, το Κολωνάκι, το ψαράδικο του Παναγιωτάκη – μόνο τα εξωτερικά γίνονταν αλλού. Πηγαίναμε κάθε μέρα στις 8 το πρωί, μέχρι τις 10 κάναμε πρόβα, σιγά σιγά έμπαιναν μέσα οι κάμερες και τα φώτα και στις 11 ξεκινούσαμε γύρισμα. Γυρίζαμε μέχρι τις 5-6 το απόγευμα ή όποτε τελείωνε το υλικό που θέλαμε…Της Άννας της πήγαινε πολύ ο ρόλος. Θυμάμαι πως η αγωνία της, όπως και η δική μου, ήταν να βγεί-μέσα από την κωμωδία – και το τραγικό πρόσωπο αυτής της γυναίκας. Κι αυτό, πιστεύω έπαιξε τελικά ρόλο στην επιτυχία της «Σουσούς».
To μεγάλο αντίο
Το μοναδικό πράγμα που τον φόβιζε – λέει η κόρη του, Μαρία – ήταν τα γηρατειά, η ανημπόρια. Ευτυχώς, δεν τα γνώρισε. Ο Δημήτρης Ψαθάς «έφυγε» όρθιος, στα 72 του, λίγες ώρες αφότου είχε παραδώσει και το τελευταίο του χρονογράφημα. Από καρδιακή προσβολή.
Το πόσο πραγματικά αγαπούσε ο κόσμος τον πατέρα μου, φάνηκε όταν τον χάσαμε. Εκείνη τη μέρα η «Ελευθεροτυπία» είχε βγει με ένα κενό, στη θέση του χρονογραφήματός του – έτσι μαθεύτηκε το νέο. Και σιγά σιγά άρχισε να συρρέει στο Α’ Νεκροταφείο ένα τεράστιο πλήθος : νέες, νέοι, γέροι,παιδιά, άνθρωποι κάθε ηλικίας,γνωστοί, άγνωστοι, χιλιάδες άνθρωποι, με δάκρυα στα μάτια, με λουλούδια στα χέρια, με κεριά, παιδιά που τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο.
Εργογραφία
Το 1935 αρχίζει να γράφει στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα στιγμιότυπα από τα δικαστήρια με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς».
Το 1937 αναλαμβάνει το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα (που μετά την Κατοχή μετονομάστηκε σε Τα Νέα), όπου παρέμεινε για σαράντα περίπου χρόνια δίνοντας με πάθος την καθημερινή του παρουσία μέσα από τη στήλη του μαχητικού του χρονογραφήματος «Εύθυμα και Σοβαρά», που δέσποζε στην πρώτη σελίδα. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το πρώτο χιουμοριστικό του βιβλίο, το Η Θέμις έχει Κέφια, με θέμα τα ευτράπελα των δικαστηρίων.
Το 1938 κυκλοφορεί το επόμενο Η Θέμις έχει Νεύρα.
Το 1940 γράφει το πρώτο θεατρικό του έργο, Το Στραβόξυλο.
Το 1941 κυκλοφορεί σε βιβλίο η θρυλική Μαντάμ Σουσού, ενώ την ίδια χρονιά γράφει και παρουσιάζει στο θέατρο την κωμωδία του Ο Εαυτούλης μου.
Το 1942 ανεβαίνει στη σκηνή η θεατρική «Μαντάμ Σουσού».
Το 1942-1943 γράφει τα μονόπρακτα Ο Νευρικός Κύριος (γνωστό ως «Η τσάντα και το τσαντάκι»), Η γαλάζια χελώνα και τοΙφιγένεια εν …Μαύροις (που κυκλοφορούν σε βιβλίο με τον τίτλο Ο Νευρικός Κύριος και άλλα σκέτς).
Το 1943 παρουσιάζει την κωμωδία Οι ελαφρόμυαλοι.
Το 1945 κυκλοφορούν τα βιβλία του Χειμώνας του 41, Αντίσταση και Το χιούμορ μιας εποχής, όπου απεικονίζει με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο τη δραματική περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής.
Το 1946 γράφει την κωμωδία του Ο Φον Δημητράκης,
Το 1950-1951 ταξιδεύει στην Αμερική, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και περιλαμβάνει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σε τρία βιβλία: Κάτω απ’ τους ουρανοξύστες (1950), Στη χώρα των μυλόρδων (1951) και Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια (1951).
Το 1953 γράφει την κωμωδία Ζητείται ψεύτης,
το 1954 την κωμωδία Μικροί Φαρισαίοι,
ενώ το 1956 κυκλοφορεί το χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Οικογένεια Βλαμμένου, μία σάτιρα των ηθών της εποχής.
Επιμέλεια άρθρου
Καλλιόπη Γιακουμή