8.1 C
Greece
25 Οκτωβρίου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΑ

“Στην πΈνα”: “Επιστροφή στο σπίτι” γράφει η Χρύσα Μίσκου

“Στην πΈνα”  ✒️✒️

“Επιστροφή στο σπίτι”

Γράφει η Χρύσα Μίσκου

***

Το βαρύ, ξύλινο τραπέζι της τραπεζαρίας με τα σκαλιστά ποδάρια στρώθηκε με τα κοφτά ασπροκέντια, αυτά που κρατούσε η Αρχοντία στο σεντούκι που είχε κουβαλήσει μαζί της πριν από τριάντα χρόνια, όταν ήρθε νύφη από το νησί. Τα «προικώα» της το έλεγε και κάθε φορά που το άνοιγε η μυρωδιά της κλεισούρας και της ναφθαλίνης για τον σκώρο πλημμύριζε όλο το σπίτι.
«Γιατί δεν βάζεις ένα από αυτά τα καινούρια φακελάκια που μοσχοβολάνε λεβάντα;» της έλεγε συχνά η Νιόβη. «Μπορώ να περάσω από το σούπερ μάρκετ και να σου αγοράσω μερικά αν θέλεις».
Αλλά η Αρχοντία κάθε φορά αρνιόταν κατηγορηματικά. Δεν σήκωνε κουβέντα πάνω σε αυτό. Ήταν γενικά προσκολλημένη στους τρόπους και τις συνήθειες της και της ήταν δύσκολο μέχρι και αυτό να αλλάξει, ένα απλό σακουλάκι λεβάντας στο σεντούκι της. 

Πάντα πίστευα πως θεωρούσε ότι μόνο η παλιά, καλή ναφθαλίνη έκανε δουλειά, μέχρι που την άκουσα με τα ίδια μου τα αφτιά να το λέει και επιβεβαιώθηκα. 
«Τάχα κάνουν τίποτα αυτά τα καινούρια τα φανταχτερά Νιόβη μου; Η ναφθαλίνη μπορεί να μυρίζει λίγο παραπάνω αλλά τριάντα χρόνια τη χρησιμοποιώ και δεν είδα ούτε ένα σκώρο στο σπίτι μου!»
Με διασκέδαζαν αυτά τα άσπρα μπαλάκια. Αν δεν μύριζαν τόσο άσχημα θα απολάμβανα πολύ να παίζω μαζί τους. Μια φορά μάλιστα επιχείρησα να φάω ένα – μπορεί να ήταν νόστιμα, πώς να ξέρεις αν δεν δοκιμάσεις; – αλλά με πρόλαβε η Νιόβη και μου το έβγαλε με το ζόρι από το στόμα.
«Άνοιξε λίγο το παράθυρο να ξεμυρίσει» μουρμούρισε η Νιόβη όσο κουβαλούσε τα άσπρα, καλά σερβίτσια. «Μπουκιά δεν θα καταφέρουν να βάλουν στο στόμα τους οι Χριστιανοί!»
Η Αρχοντία άνοιξε απρόθυμα το παράθυρο της τραπεζαρίας στραβοκοιτάζοντας την κόρη της. Δεν της άρεσε να ανοίγουμε πόρτες και παράθυρα γιατί έφευγε η ζέστη από το σπίτι. Παλιότερα αέριζε τουλάχιστον μια ώρα κάθε μέρα γιατί ήταν και η πρώτη νοικοκυρά.
«Το κρύο σκοτώνει τα μικρόβια» επαναλάμβανε μονότονα σε όποιον είχε διάθεση να την ακούσει ή αυστηρά σε όποιον τολμούσε να παραπονεθεί αλλά τον τελευταίο καιρό όλο κρύο έκανε εδώ μέσα.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

 

Κανένα μικρόβιο δεν είχε επιζήσει, σας το υπογράφω. Το πετρέλαιο ήταν πανάκριβο πια και η θέρμανση άναβε μόνο δύο ώρες το πρωί και άλλες δύο το βράδυ. Τις μέρες που χιόνιζε μόνο και έκανε πολύ κρύο ο θερμοστάτης έμενε ανοιχτός λίγο παραπάνω. Μερικές φορές άναβε το μεγάλο τζάκι του σαλονιού.
Κούρνιαζα και εγώ στο κόκκινο μου μαξιλάρι και απολάμβανα την ζεστασιά για όσο προλάβαινα. Ήξερα ότι θα ήταν για λίγο.

Εκτός από τα μπαλάκια της ναφθαλίνης αγαπούσα πολύ και τις νιφάδες του χιονιού. Είχε χρόνια να χιονίσει εδώ καλά, να το στρώσει , να τρέξουμε και να παίξουμε και να χαρούμε.
«Δόξα το Θεό, δεν χιόνισε και φέτος» έλεγε η Αρχοντία αλλά η Νιόβη και ο Θάνος και εγώ κάναμε τα καλύτερα παιχνίδια μας κάποτε τσουλώντας στις πλαγιές με το αυτοσχέδιο έλκηθρο τους.
Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κομμάτι στραβής λαμαρίνας, το μεγαλύτερο μέρος της σκουριασμένο, που το είχε μαζέψει κάποτε ο Θάνος από τα σκουπίδια και το έκρυβε στο γκαράζ πίσω από τα εργαλεία του συγχωρεμένου του πατέρα τους, όσο κοιτούσαμε τον ουρανό όλο λαχτάρα περιμένοντας να χιονίσει.
Θυμόμουν σαν χθες τη μέρα που πέθανε ο κυρ Αναστάσης. Η Αρχοντία γύρισε με ένα κατακίτρινο ταξί από το νοσοκομείο που του είχαν κάνει εισαγωγή μετά το καρδιακό επεισόδιο που είχε πάθει και μόλις μπήκε στο σπίτι είπε χαμηλόφωνα «Παιδιά μου, ο πατέρας σας έφυγε».

Όταν το άκουσα απόρησα στην αρχή. Γιατί έφυγε και που πήγε; Εντάξει, είχα δει που ήρθε και τον πήρε το ασθενοφόρο όταν έπεσε λιπόθυμος μπροστά στη σερβάντα, στο χολ, όσο η Αρχοντία προσπαθούσε να τον συνεφέρει και η Νιόβη τηλεφωνούσε στο 166 τρέμοντας ολόκληρη. Αλλά μετά κατάλαβα. Τα μάτια της ήταν άδεια και η φωνή της ακουγόταν ξένη. Η Νιόβη έπεσε κάτω στο πάτωμα, σχεδόν στο ίδιο σημείο που είχε πέσει και ο πατέρας της λίγες μέρες πριν και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά και ο Θάνος με πήρε αγκαλιά και με έσφιγγε με όλη του την δύναμη. Δεν έτρεξε ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια του. Δεν θα ήταν ούτε δεκαπέντε χρονών τότε, στην ηλικία που χρειαζόταν τον πατέρα του περισσότερο από ποτέ αλλά εκτός από εμένα αυτό δεν το ήξερε άλλος κανείς. Από τότε ήμασταν μόνοι μας. Η Αρχοντία, εγώ, η Νιόβη και ο Θάνος. Μέχρι που έφυγε και αυτός.

«Το φαί είναι έτοιμο μάνα;» ρώτησε ξαφνικά η Νιόβη. «Κοντεύει μια η ώρα, όπου να’ ναι θα έρθουν».

Η Αρχοντία έφερνε τα κρυστάλλινα ποτήρια της από την βιτρίνα πάνω σε έναν δίσκο περπατώντας περίεργα. Αργά και σταθερά, σαν αυτές τις νύφες στην Αμερική που βλέπαμε στην τηλεόραση, λες και κρατούσε το Άγιο Δισκοπότηρο. Μάζευε χρόνια λεφτά για να αγοράσει αυτό το σετ και την ίδια μέρα που μπήκε στο σπίτι με τον μικρό της θησαυρό – χαμογελούσαν μέχρι και τα μουστάκια της, δεν την είχα ξαναδεί τόσο ευτυχισμένη! – φώναξε την γειτόνισσα, την κυρία Νικολάου το απόγευμα για τσάι.
Ήθελε να της τα μοστράρει στη μούρη γιατί της κυρίας Νικολάου τα σερβίτσια ήταν καλύτερα. Ο πατέρας της ήταν παλιό χρήμα και είχαν σνομπάρει άγρια την Αρχοντία όταν είχε πρωτοέρθει στη γειτονιά αποκαλώντας την τα πρώτα χρόνια «η χωριάτισσα από το νησί». Πολύ θα ήθελα να δω την φάτσα της όταν θα κερνούσε η Αρχοντία στα καινούρια της κρύσταλλα όμως όπως ήταν φυσικό τα παιδιά και εγώ μείναμε εκείνο το απόγευμα στο παιδικό δωμάτιο μασουλώντας τηγανίτες με μέλι και πίνοντας γλυκό τσάι. 

Αργότερα βέβαια επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι της Αρχοντίας και απεδείχθη ότι πολύ καλά έκανε και δεν μας επέτρεπε να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο με τον θησαυρό της γιατί ο Θάνος έσπασε ένα από τα ποτήρια – το βλέπω ακόμα μπροστά στα μάτια μου να πέφτει από τα χέρια του και να διαλύεται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομματάκια που αντανακλούσαν το φως του ήλιου – και από τότε το σετ είναι λειψό. Πράγμα που σημαίνει ότι πέρα από το ξύλο που έφαγε ο Θάνος εκείνη τη μέρα, αν ποτέ βρεθούν στο σπίτι έξι νοματαίοι καλεσμένοι για τσάι ή για φαί, ο ένας από αυτούς δεν θα πιει το νερό του σε κρυστάλλινο ποτήρι.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

«Φυσικά και είναι έτοιμο» ρουθούνισε υποτιμητικά η Αρχοντία σταματώντας για λίγο το περίεργο βάδισμα της στο μέσον του σαλονιού. «Για ποια με πέρασες; Για καμία πρωτάρα; Να έρθει ο κόσμος και να μην είναι έτοιμο το φαί; Απλά το άφησα στο χαμηλό για να μην κρυώσει».
«Τρελαίνομαι για κοτόπουλο στιφάδο!» χτύπησε η Νιόβη ενθουσιασμένη τα χέρια της.
«Το ίδιο και ο Θάνος μας! Είναι το αγαπημένο του φαγητό!»
Ξαφνικά πάγωσε και χάθηκε απότομα όλος ο ενθουσιασμός της. «Μάνα, λες η Μπριγκίτε να μην το τρώει;»
Η Αρχοντία παράτησε απότομα τον δίσκο με τον θησαυρό της πάνω στην τραπεζαρία και τα κρύσταλλα έτριξαν καθώς χτυπούσαν το ένα με το άλλο. Γύρισε και κοίταξε θυμωμένη την κόρη της.
«Γιατί; Δεν τρώνε κοτόπουλο στην Γερμανία;» την ρώτησε κοφτά.
«Δεν λέω για το κοτόπουλο και το ξέρεις» της είπε η Νιόβη στον ίδιο τόνο. «Το στιφάδο είναι ιδιόμορφο φαγητό, δεν το τρώνε όλοι!»

Έμοιαζαν τόσο πολύ οι δύο τους που αν έκλεινες λίγο τα μάτια σου και χάνονταν οι βαθιές ρυτίδες από το πρόσωπο της μάνας όσο τις κοίταζες θα μπορούσαν να είναι δίδυμες αδερφές. Ψηλές και αδύνατες, με τα πυκνά καστανά τους μαλλιά μαζεμένα – η Αρχοντία μάζευε τα μαλλιά της σε έναν σφιχτό κότσο από όταν την θυμάμαι ενώ η Νιόβη προτιμούσε μια χαλαρή αλογοουρά – και τα γκρίζα τους μάτια που όταν θύμωναν όπως τώρα, έμοιαζαν με δύο ανταριασμένες θάλασσες που συγκρούονταν.
Το θεωρούσα πολύ συναρπαστικό όταν μάλωναν οι δυο τους αλλά δεν ήθελα ποτέ να είμαι στη μέση. Η Αρχοντία γινόταν άλλος άνθρωπος όταν την κυρίευε ο θυμός αλλά και η Νιόβη, γνήσια κόρη της μάνας της δεν πήγαινε πίσω. Ήταν σαν να παρακολουθούσες την σύγκρουση δύο πελώριων βουνών, δύο γιγάντων με τρομερή θέληση που ο ένας προσπαθούσε να την επιβάλλει στον άλλο. Αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια ποτέ μου δεν θα το πίστευα.

Όμως το είχα ξαναδεί, πολλές φορές μάλιστα. Μάνα και κόρη τρώγονταν σαν τον σκύλο με τη γάτα τα τελευταία χρόνια. Κανένας καυγάς όμως δεν είχε πλησιάσει καν το μακελειό που είχε γίνει τότε.
Εκείνο το βράδυ που γύρισε ο Θάνος από την δουλειά του – είχε ήδη τελειώσει την Ιατρική και δούλευε σερβιτόρος σε μια καφετερία περιμένοντας να κάνει την ειδικότητα του – και κάθισαν με την μητέρα και την αδερφή του να φάνε όλοι μαζί στο τραπέζι.
Χειμώνας ήταν και πάλι, ο πατέρας τους είχε αρκετά χρόνια που είχε πεθάνει και η Αρχοντία είχε ήδη αρχίσει να κόβει τα αερίσματα στο σπίτι για να μην χάνει την ζέστη. Μάνα και γιος περίμεναν την Νιόβη να σερβίρει την ζεστή φακή όσο έτριβαν τα χέρια τους για να ζεσταθούνε και μόλις γέμισαν τα πιάτα με φαγητό και τα ποτήρια με νερό, μόλις μπήκε και το πιατάκι με τις ζουμερές ελιές στη μέση του τραπεζιού ο Θάνος τους ανακοίνωσε.
«Σκοπεύω να παντρευτώ!»
Κατά την ταπεινή μου γνώμη θα μπορούσε να κάνει ένα σωρό χειρότερες ανακοινώσεις, για παράδειγμα «Έχω μια θανατηφόρα ασθένεια» ή «Με κάλεσαν να πάω στον πόλεμο» 
ή ακόμα και « Αποφάσισα να εργαστώ για τους γιατρούς του κόσμου και φεύγω στη Ζιμπάμπουε – όχι, δεν σκοπεύω να ξαναγυρίσω» αλλά η Αρχοντία θεώρησε τη δήλωση του τόσο τραγική που στην αρχή άρχισε να βογκάει και να πιάνει την καρδιά της, μετά να κλαίει και να οδύρεται και τέλος λιποθύμησε.
«Ξεχνάς ότι είμαι γιατρός, μητέρα» ακούστηκε η ήρεμη φωνή του Θάνου και εγώ με τη Νιόβη στρέψαμε την προσοχή μας από την λιπόθυμη μητέρα τους, πάνω του. «Δεν έχεις λιποθυμήσει και σε μειώνει τέτοιου είδους συμπεριφορά» της είπε αυστηρά. 

20 λόγοι που ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου | All About Dog  | Σκύλος

Άναυδοι παρακολουθήσαμε την Αρχοντία να σηκώνεται με όση αξιοπρέπεια της είχε απομείνει από το πράσινο χαλί της τραπεζαρίας, να τινάζει τα ρούχα της και να κάθεται ξανά στην καρέκλα της.
«Και ποια είναι του λόγου της, η σουρλουλού;» τον ρώτησε σαν να μην είχε συμβεί καν το «λιποθυμικό» της επεισόδιο. 
«Την λένε Μπριγκίτε, είναι Γερμανίδα αρχαιολόγος και την γνώρισα το καλοκαίρι που μας πέρασε» είπε ήρεμα ο Θάνος απευθυνόμενος περισσότερο στην αδερφή του και σε μένα. Το βλέμμα του έλαμπε.
«Θεέ μου! Γιατί με βασανίζεις; Περίμενες να γεράσω για να με περιπαίξεις τα τελευταία χρόνια της ζωής μου;» φώναξε η Αρχοντία και έσφιξε και πάλι το στήθος της στο μέρος της καρδιάς. «Γερμανίδα σουρλουλού! Δεν με λυπάσαι αγόρι μου; Θέλεις να πεθάνω και εγώ και να μείνετε πεντάρφανα; Τι καμώματα είναι αυτά; Ο παππούς σου πολέμησε τους Γερμαναράδες στην κατοχή και εμείς θα τους βάλουμε στο σπίτι μας τώρα;»
Η Νιόβη σηκώθηκε και πάλι από την καρέκλα της ανήσυχη και πλησίασε την μητέρα της.
«Έλα μαμά, πιες λίγο νερό» της είπε και κοίταξε με τα μεγάλα γκρίζα μάτια της τον αδερφό της.
Η Νιόβη είχε την πιο μεγάλη καρδιά από όλους. Και το πιο καθαρό πρόσωπο. Στα μάτια και στην έκφραση της ζωγραφιζόταν η κάθε της σκέψη, το κάθε της συναίσθημα. Τώρα έβλεπα την χαρά για την ευτυχία του αδερφού της, μια μικρή μελαγχολία στην προοπτική της δικής της μοναξιάς αλλά η ανησυχία για την υγεία της μάνας της τα επισκίαζε όλα.

Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί. Η Αρχοντία ήταν μανούλα σε κάτι τέτοια και χειραγωγούσε τα παιδιά της με τις «καρδιακές κρίσεις» της και τα «λιποθυμικά επεισόδια» της εδώ και χρόνια. Ιδίως τη Νιόβη.
Ο Θάνος παρέμεινε εντελώς απαθής. Περίεργο. Πήρε μια μπουκιά ψωμί και βούτηξε στη φακή του και άρχισε να τρώει σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Τα μάτια του όμως… 
Υπήρχε ένας καταπιεσμένος θυμός, μια περίεργη λάμψη εκεί μέσα. Εγώ το είδα. Θα έπρεπε να το είχε δει και η Αρχοντία…
«Βέβαια…» ρουθούνισε περιφρονητικά. «Ο πασάκας έριξε τη βόμβα του και τώρα τρώει! Χωρίς να τον ενδιαφέρει για την καημένη τη μάνα του, που θα την αποτελειώσει με τα καμώματα του! Αφού μια Γερμαναρού σουρλουλού είναι το μόνο που μετράει για αυτόν πλέον!»
«Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζεται αυτό το άθλιο θεατρικό» απάντησε ο Θάνος σκουπίζοντας το στόμα του. «Έχω δει πολύ καλύτερα. Και θα σε παρακαλούσα να μην χρησιμοποιείς χαρακτηρισμούς, ιδίως για την μέλλουσα σύζυγο μου».
Μια παγωμάρα και έντονη εχθρότητα άρχισαν να επικρατούν στο κάποτε αγαπημένο μας σπίτι. Και η παγωμάρα δεν είχε καμία σχέση με τα κλειστά καλοριφέρ.

Αγαπαει ο σκυλος οπως ο ανθρωπος? | Socialsecurity.gr

Η Αρχοντία έδειχνε σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός. Σοκαρισμένη και εντελώς έκπληκτη. Ξαφνικά οι ώμοι της άρχισαν να τρέμουν και ξέσπασε σε γοερούς λυγμούς όσο η Νιόβη την χάιδευε προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Θα έπρεπε να το σταματήσει εκεί. Το ένιωθα, όλο μου το είναι διαμαρτυρόταν, κάτι πολύ κακό θα γινόταν απόψε. Έκανα να την πλησιάσω, να της δώσω να καταλάβει αλλά ήταν μάταιο.
«Μέσα στο σπίτι ΜΟΥ αγόρι μου, θα μιλάω όπως θέλω ΕΓΩ!» του φώναξε με όλη της τη δύναμη.
Δεν την είχα ξανακούσει να μιλάει έτσι, δεν ήξερα καν ότι είχε τόσο δυνατή φωνή. Τα μάτια της γυάλιζαν και έτρεμε σαν κομπρεσέρ και από τα χείλη της πετάχτηκαν σάλια που τα σκούπισε με το πίσω μέρος της παλάμης της. 
Η Νιόβη και εγώ πισωπατήσαμε και λουφάξαμε κοιτάζοντας γύρω μας έντρομοι. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιος καυγάς στο σπιτικό μας.
«Τότε και εγώ να σας αδειάζω τη γωνιά» είπε ο Θάνος. «Θα πάω κάπου που θα μπορώ και εγώ να λέω αυτό που θέλω και θα υπάρχει κάποιος που θα το σέβεται».
Σηκώθηκε ήρεμα, χάιδεψε απαλά το μάγουλο της Νιόβης όσο περνούσε δίπλα της και κάνοντας μεταβολή έφυγε από το σπίτι χωρίς να ρίξει ούτε δεύτερη ματιά στη μάνα του. 
Τότε η Αρχοντία, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της λιποθύμησε στα αλήθεια.

Πέρασαν δέκα χρόνια από εκείνη τη μέρα και ο Θάνος δεν ξαναπάτησε το πόδι του στο πατρικό του σπίτι. Μάθαμε από κοινούς γνωστούς ότι έφυγε στη Γερμανία, μαζί με την Μπριγκίτε. Παντρεύτηκαν, είχαν αποκτήσει και ένα κοριτσάκι που ήταν κοντά στα τρία τώρα. Είχε κάνει την ειδικότητα του σε Γερμανικό νοσοκομείο, πήρε μεταπτυχιακό και τώρα εργαζόταν σαν καρδιολόγος στο Μόναχο. Με τα χρόνια άρχισε να μας τηλεφωνεί, ιδίως όταν ήξερε ότι η Αρχοντία θα έλειπε από το σπίτι, και τα νέα του πλέον δεν
έρχονταν από τον ένα γνωστό και από τον άλλο.
«Η μάνα γέρασε, δεν θα ζήσει για πολύ ακόμα» άκουσα μια μέρα τη Νιόβη να του λέει στο τηλέφωνο. «Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να κάνετε πέρα τους εγωισμούς και τα πείσματα και να ξαναρθείς;»
Δεν ξέρω τι της απάντησε αλλά ήταν φανερό ότι δεν της άρεσε. Παρά την απογοήτευση της όμως, μετά από λίγες μέρες δοκίμασε ξανά.
«Αδερφέ μου αρκετά τιμώρησες τον εαυτό σου και εμάς μαζί για μία άστοχη κουβέντα. 
Η μάνα μετανιώνει κάθε μέρα για αυτά που σου είπε τότε. Μην μας στερείς την παρουσία σου και περισσότερο από όλα μην μας στερείς το παιδί σου. Είναι το μοναδικό της εγγόνι! Αμαρτία είναι να μην το έχει δει ποτέ της!»
Αυτή τη φορά μάλλον το είχε καταφέρει, τον είχε πείσει να επιστρέψει! Ήμουν τόσο χαρούμενος! Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από ευτυχία! Όταν το έμαθε η Αρχοντία έκλαψε από την χαρά της και μου ερχόταν να κλάψω μαζί της!

Από εκείνη τη μέρα επικρατούσε αναβρασμός στο σπίτι. Καθαρίστηκαν τα πάντα, μέχρι και το υπόγειο και η σοφίτα που την τελευταία φορά που την ανοίξαμε ζούσε ακόμα ο συγχωρεμένος ο κυρ Αναστάσης! Όλα έλαμπαν και μοσχομύριζαν… αν και τη συγκεκριμένη στιγμή μου είχε σπάσει τη μύτη το στιφάδο!
«Θα το φάει και θα πει και ένα τραγούδι!» δήλωσε η Αρχοντία τελικά. «Και αν δεν της αρέσει, στο λαιμό να της κάτσει της φράου! Θα μείνει και το παιδί χήρος και θα επιστρέψει κοντά μας!»
«Θεούλη μου, τι ακούνε τα αφτιά μου σήμερα; Δεν ντρέπεσαι καθόλου;» φώναξε αγανακτισμένη η Νιόβη στρώνοντας και τα μαχαιροπίρουνα. «Θα προσποιηθώ ότι δεν σε άκουσα μαμά. Θα πάω και θα φέρω τα λουλούδια και θα κάνω ότι αυτό το τελευταίο δεν βγήκε καν από το στοματάκι σου!»
Έφυγε στην κουζίνα σχεδόν τρέχοντας και επέστρεψε μετά από λίγα λεπτά κρατώντας  στα χέρια της ένα τεράστιο κρυστάλλινο βάζο, στολισμένο με μια περίτεχνη ανθοδέσμη.
Οι μαργαρίτες και οι κρίνοι είχαν συνδυαστεί με κατακόκκινα τριαντάφυλλα και ήταν το ομορφότερο μπουκέτο που είχα δει ποτέ μου. Μακάρι να με άφηναν να το πλησιάσω για λίγο για να το περιεργαστώ καλύτερα αλλά εκείνη την ώρα σταμάτησε ένα αμάξι έξω στην αυλή.
Η Νιόβη παράτησε το βάζο όπως όπως και άρχισαν να τρέχουν μαζί με την Αρχοντία στην πόρτα. Φυσικά έτρεξα μαζί τους και στάθηκα δίπλα τους καθώς κοκάλωναν και οι δύο κάτω από το κάσωμα.
Στην μικρή μας αυλή είχε σταματήσει ένα σκούρο οικογενειακό αυτοκίνητο – μην με ρωτήσετε τη μάρκα, ποτέ δεν τα καταφέρνω με αυτά. Ο Θάνος μας ήταν όπως ακριβώς τον θυμόμουν! Ψηλός, αδύνατος και όμορφος αν και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει λίγο και οι κρόταφοι του είχαν ασπρίσει. Δεν τον είχα ξαναδεί να φοράει κοστούμι και μου άρεσε πολύ.

Άνθρωπος και Σκύλος: μία μακρά διαδρομή... | Astrolife

Από την πόρτα του συνοδηγού βγήκε μια νεαρή μελαχρινή γυναίκα με ευγενικό χαμόγελο και σχιστά γαλάζια μάτια. Έστρωσε το κόκκινο πανωφόρι της και έδειχνε να μην νιώθει και πολύ άνετα καθώς κοίταζε νευρικά γύρω της αλλά σύντομα ο Θάνος βρέθηκε κοντά της κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι.
Φορούσε ένα χαριτωμένο ροζ φορεματάκι που φαινόταν κάτω από το άσπρο του παλτό.
Ήταν μικροκαμωμένο και ξανθό και θα πρέπει να κοιμόταν νωρίτερα γιατί τα μαλλάκια του είχαν κολλήσει στα κόκκινα του μαγουλάκια. Λες και καταλάβαινε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε εδώ, έσφιξε τα χέρια του στο κόκκινο παλτό της μαμάς του. 
Ένιωσα μια υγρασία να στάζει πάνω μου και είδα ότι οι δύο μου γυναίκες, η Αρχοντία και η Νιόβη έσφιγγαν τα χέρια τους κλαμένες. Αρκετά είχα περιμένει. Όρμηξα μπροστά και έπεσα με όλη μου τη δύναμη πάνω στον Θάνο. Μπορεί να είχα γεράσει αλλά η ψυχούλα μου το έλεγε ακόμα. Τα γαβγίσματα μου χάλασαν τον κόσμο.
«Καλωσήρθες στο σπίτι σου αγαπημένε φίλε μου!» του φώναζα με τον τρόπο μου και ήμουν σίγουρος ότι με καταλάβαινε. «Να μην μας φύγεις ποτέ ξανά!»
«Αγόρι μου! Γεράκο μου!» φώναξε ο Θάνος καθώς έσκυβε για να με αγκαλιάσει.

«Πόσο μου έλειψες καλέ μου Αζόρ!»

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:   Χρύσα Μίσκου

.…………………..

Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο

Βιβλίων Ορίζοντες

 

Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 26-01-2021

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 09-11-2018

Μεγακλής

Καφέ Γκρέκο: Το ιστορικότερο καφέ της Ρώμης ανήκε σ’ έναν Έλληνα

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο