“ΟΧΙ, ΔΕ ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ (NON, JE REGRETTE RIEN)”
Όχι, δε μετανιώνω για τίποτα (Non, je ne
regrette rien)
Ο Λούις γεννήθηκε μαζί με τον μαρτυρικό εικοστό
αιώνα, στις 4 Αυγούστου του 1901, σε μια φτωχογειτονιά της Νέας Ορλεάνης. Ο
Πατέρας του τον εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία και το μαύρο
αγοράκι μεγάλωσε στη σκληρή πραγματικότητα του ρατσιστικού Νότου των Ηνωμένων
Πολιτειών, σε μια βίαια γειτονιά που ονομαζόταν ¨the Battlefield¨(το
πεδίο μάχης). Εξαιτίας της εγκληματικής του συμπεριφοράς, κατέληξε πολλές φορές
στο αναμορφωτήριο, ένα ίδρυμα όπου το φαγητό ήταν λιγοστό και τα χτυπήματα
πολλά.
19 Δεκεμβρίου του 1915, σ’ ένα πεζοδρόμιο του Παρισίου, κάτω από μια λάμπα υγραερίου.
H Μητέρα της την παράτησε μετά τη γέννα και το
κοριτσάκι μεγάλωσε σ’ έναν οίκο ανοχής που διατηρούσε η γιαγιά της στην
Νορμανδία. Εξ αιτίας της επιπλοκής μιας ασθένειας, η Εντίθ έχασε την όραση της
στην ηλικία των τριών και μέχρι τα επτά της χρόνια. Δεν χρειαζόταν όμως τα
μάτια της για ν’ ακούσει τα παζάρια της πληρωμένης αγάπης.
πόρνη που είχε ερωτευθεί και που θέλησε ν’ αποκαταστήσει. Μαζί υιοθετήσανε ένα
αγοράκι, τον Κλάρενς που έπασχε από νοητική υστέρηση, εξαιτίας ενός τραύματος
στο κεφάλι που υπέστη σε μικρή ηλικία και ο Λούις τον φρόντισε για όλη του τη
ζωή. Παντρεύτηκε άλλες τρεις φορές όμως, ενώ αγαπούσε πολύ τα παιδιά, δεν
κατάφερε ποτέ ν΄ αποκτήσει ένα δικό του.
κόρη, τη Μαρσέλ, η οποία όμως πέθανε σε ηλικία δυο ετών από μηνιγγίτιδα. Η
Εντίθ αναγκάστηκε να “πλαγιάσει” μ’ έναν άγνωστο άνδρα για να πληρώσει την
κηδεία του παιδιού της. Αν και στη ζωή της γνώρισε πολλούς άνδρες, δεν θέλησε
ούτε έκανε άλλο παιδί.
Χρόνια αργότερα, μετά τον δεύτερο μεγάλο
πόλεμο, το 1946 η Εντίθ ερμήνευσε για πρώτη φορά ένα τραγούδι του οποίου είχε
γράψει η ίδια λόγια και μελωδία, και η κραυγή ευτυχίας της, γέμισε τον ουρανό
του Παρισιού. Το τραγούδι αυτό, το γνωρίζουμε όλοι, λέγεται ¨La vie en Rose¨. Είναι ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής και του
έρωτα.
κι αυτός το ¨La vie en Rose¨ της Εντίθ, και ο μπάσος ήχος
της φωνής του ακούστηκε από κάθε ραδιόφωνο της Νέας Ορλεάνης.
πάντα ορφανή, το 1967 ενώ το Βιετνάμ φλεγόταν, ο Λούις τραγούδησε ένα κομμάτι
που επίσης γνωρίζουμε όλοι, το ¨What a wonderful world¨. Κι ενώ ερμήνευε με τον
μοναδικό του τρόπο, αυτόν τον ύμνο στην ομορφιά του κόσμου, δεν είναι απίθανο η σκέψη του Λούις να πήγε
στο μικρό “σπουργίτη”, την Εντίθ, που είχε φύγει απ’ αυτόν τον όμορφο κόσμο
τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
αγοριού των γκέτο του Νότου και του λεπτοκαμωμένου κοριτσιού των πεζοδρομίων
του Βορά, δεν υπήρξαν άλλοι. Ωστόσο άνθρωποι που μεγάλωσαν σαν αυτούς, ξεχασμένοι
από την εύνοια της μοίρας, δυστυχώς υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί. Τα ανεπανάληπτα
μουσικά τους χαρίσματα επέτρεψαν στον Λούις και στην Εντίθ να γίνουν σπουδαίοι
καλλιτέχνες. Δεν είναι όμως αυτά που τους έκαναν να ξεχωρίζουν σαν
προσωπικότητες, δεν είναι αυτά που τους έχρισαν πρεσβευτές της αγάπης για τη
ζωή και για τον κόσμο. Όλοι έχουμε συγκινηθεί ακούγοντας τους, όλοι έχουμε
ρίξει δάκρυα λύπης και δάκρυα χαράς. Μας έχουν αγγίξει βαθιά μέσα μας, με την
ανθρωπιά που μας μεταφέρει κάθε βιμπράτο της φωνής, κάθε ξέσπασμα της
τρομπέτας. Την μυστική πηγή αυτής της ανθρωπιάς θα την ανακαλύψετε κοιτάζοντας απλά
μια φωτογραφία τους. Θα δείτε αμέσως ένα αφοπλιστικό χαμόγελο, μια σπάνια λάμψη
στα μάτια, θα δείτε το φως. Πίσω από τα πρόσωπα τους, χαραγμένα από τους
αντίθετους ανέμους μιας ολόκληρης ζωής, θα ανακαλύψετε ένα παιδικό βλέμμα που φαίνεται
να μαγεύεται από την αξεπέραστη ομορφιά της ζωής.
κόσμου στο πετσί τους. Δεν την άφησαν όμως να ξεβάψει το χρώμα της καρδιάς
τους. Κατάφεραν να κρατήσουν μέσα τους την αθωότητα που ο καθένας μας φέρνει
μαζί του σ’ αυτή τη γη. Όσο κι αν μεγάλωσαν, συνέχισαν να “βλέπουν τους
αγγέλους” που ζουν ανάμεσα μας.
τον κόσμο με το βλέμμα του παιδιού που όλοι κρύβουμε μέσα μας, τότε ίσως μας
προκαλέσει το δέος που νιώσαμε όταν ανοίξαμε τα μάτια μας για πρώτη φορά. Και
ίσως, όπως η Εντίθ στη δύση της ζωής της, μια μέρα πούμε κι εμείς: “ non, Je ne regrette rien” (όχι, δε
μετανιώνω για τίποτα).