Στην πΈνα”
“Το νυφικό καιρών αλλοτινών”
Γράφει η Άνα Ζάχαρη
***
Καθόντουσαν οι τρεις τους απολαμβάνοντας τα λικεράκια τους μετά το φαγητό, στο όμορφο καθιστικό μπροστά στο αναμμένο τζάκι.
Ο Παντελής, τελικά, αντί για διαμέρισμα είχε καταλήξει σε μια χαριτωμένη μεζονέτα στο λόφο του Στρέφη, που όταν την παρουσίασε στη γυναίκα του, θέλοντας να της κάνει έκπληξη, η Τούλα, πρώτα έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού κι έπειτα έπεσε στην αγκαλιά του φιλώντας τον με λατρεία.
«Πολύ ωραίο το σπίτι Παντελή μου!» Περιέφερε το βλέμμα του ο Ιάκωβος. «Να’ στε καλά να το χαρείτε.» Ύψωσε το ποτήρι του στο ζευγάρι. «Κόστισε πολλά;»
«Μπα, όχι ιδιαίτερα. Εδώ μένανε μια γιαγιά με τον εγγονό της κι όταν η γιαγιά πέθανε, ο εγγονός βιαζόταν να το πουλήσει γιατί θα έφευγε για το εξωτερικό, όπου βρήκε δουλειά.»
«Η γιαγιά εδώ μέσα πέθανε; Κάνατε κανένα αγιασμό ή θα έχουμε τίποτα…εκπλήξεις;» Έκλεισε το μάτι ο Ιάκωβος στην Τούλα.
«Έλα βρε Ιάκωβε τώρα. Πας να μου βάλεις ιδέες;»
«Τι είναι βρε παιδιά;» Έσκυψε γεμάτος ενδιαφέρον ο Παντελής. «Τι λέτε; Πείτε μου κι εμένα.»
«Να τα πει η Τούλα που τα λέει ωραία.»
«Αφού σε τρώει να τα πεις εσύ! Άντε, πες τα!»
«Πριν, λοιπόν, κάμποσα χρόνια….» Ξεκίνησε ο Ιάκωβος την ιστορία.
«Πάρε καλύτερα τα πράγματα από την αρχή.» Τον συμβούλεψε η Τούλα.
***
Η “Belle Époque” στεγάστηκε αρχικά σ’ έναν ημιυπόγειο χώρο στο Κολωνάκι και λίγο αργότερα σ’ ένα νεοκλασικό όμορφο σπίτι στην Πλάκα, κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, γνωστό σ’ όλους σαν Φανάρι του Διογένη, με θέα στη μικρή πλατεία. Ύστερα από κάποια χρόνια ο Ιάκωβος θα επέστρεφε τον οίκο στη <γενέτειρά> του, πίσω στο Κολωνάκι, σ’ ένα πιο μοντέρνο χώρο, ευάερο, σχεδόν δίπλα στο σπίτι του.
Τότε που ο Χάρης ο Χρυσοχέρης (ιδρυτής του οίκου και μέντορας του Ιάκωβου) είχε δει το νεοκλασικό και τελικά αγοράσει, ήταν μισοερειπωμένο σε κακή κατάσταση και αρκετοί είχαν προσπαθήσει να τον αποτρέψουν από μια τέτοια αγορά.
Εκείνος όμως είχε δει τις δυνατότητες του σπιτιού, όσο και του περιβάλλοντος χώρου, το πήρε, το ανακαίνισε και πλέον, βαμμένο σε ένα απαλό γκρι-μπλε με τις κορνίζες παραθύρων και πόρτας λευκές και την επωνυμία του οίκου με ασημένια καλλιγραφικά γράμματα, ήταν ένα από τα πολυφωτογραφημένα κτήρια της περιοχής.
Το σπίτι ήταν τριώροφο, αλλά ενώ και οι τρεις του όροφοι ήταν πλήρως ανακαινισμένοι, τόσο ο Χρυσοχέρης όσο και ο Ιάκωβος, χρησιμοποιούσαν μόνο τους δύο. Επανειλημμένα η Τούλα είχε γκρινιάξει στον Ιάκωβο για τη χρήση και του τελευταίου ορόφου, αλλά εκείνος την αντιμετώπιζε πάντα με βαρεμάρα.
«Τι θες ρε Τούλα; Μια χαρά είμαστε με τους δύο. Τι να τον κάνουμε και τον τρίτο; Για να ανεβοκατεβαίνουμε σαν τους τρελούς;»
Ήτανε λίγοι μήνες πριν παρθεί η μεγάλη απόφαση για την επιστροφή του οίκου στο Κολωνάκι, κάτι που η Τούλα ακόμα δεν γνώριζε, όπως κι ο ίδιος ο Ιάκωβος ως που να κατασταλάξει η ιδέα μέσα του, όταν πήγε να τον βρει, αποφασισμένη να μην του αφήσει περιθώρια.
«Τουλάχιστον ας μεταφέρουμε εκεί την αποθήκη.» Επέμεινε η Τούλα για μια ακόμα φορά. «Στο τυφλό πίσω δωμάτιο, που στοιβάζονται οι σάκοι με τα κουρέλια, μπορεί να δημιουργηθεί το δεύτερο ατελιέ, που ξέρεις πόσο ανάγκη το έχουμε.»
Ο Ιάκωβος αναστέναξε εκ βάθους και την κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη βαρεμάρα.
Αμάν πια αυτή η Τούλα. Έτσι και της έμπαινε κάτι στο κεφάλι, άντε να της το βγάλεις. Από την άλλη, δεν είχε και άδικο. Όλος εκείνος ο χώρος του τρίτου ορόφου ήταν πραγματικά κρίμα να μένει αχρησιμοποίητος.
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.» Της είπε στο τέλος και την έδιωξε με μια κίνηση του χεριού.
Οι <σάκοι με τα κουρέλια> μόνο κουρέλια δεν ήταν. Ήταν δείγματα υφασμάτων και ρετάλια, μικρά κομμάτια υφάσματος που είχαν μείνει από τα τόπια και τα οποία κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν με διάφορους τρόπους δημιουργώντας μια ζώνη ή ένα ξεχωριστό γιακά…αν βέβαια κατάφερναν να τα βρουν μεσ’ στο σωρό.
Η Τούλα καταχαρούμενη, μαζί με δύο από τις βοηθούς, ξεχώριζε τα υφάσματα και τα πέρναγε σε ειδικές κρεμάστρες στις ράμπες που είχαν στηθεί στο χώρο, όταν ένοιωσε ένα ρεύμα κρύου αέρα να την χτυπάει στην πλάτη και κοίταξε απορημένη τα κλειστά παράθυρα.
«Έχει ανοίξει κανείς το παράθυρο του διαδρόμου; Για πήγαινε δες βρε Μάντω και κλεισ’ το, το ρημάδι! Μου ‘φαγε την πλάτη!»
Μετά από λίγες μέρες η άλλη βοηθός τη Τούλας, η Μάρθα, που την είχε στείλει να της βρει κάποιο από τα τακτοποιημένα πια και στοιχισμένα κατά είδος κομμάτια υφάσματος, κατέβηκε και έτρεμε σαν το φύλλο.
«Τι είναι Μαρθούλα; Τι έπαθες;» Τη ρώτησε ανήσυχη.
«Εγώ κυρία Τούλα εκεί πάνω δεν ξανανεβαίνω.»
«Γιατί κορίτσι μου, τι έγινε;»
«Καθόταν εκεί στο παράθυρο κι απ’ τα μάτια της….αχ, κυρία Τούλα….απ’ τα μάτια της κυλούσε αίμα σαν….σαν δάκρυ.» Κατάφερε στο τέλος να πει με τα δόντια της να κροταλίζουν κι έβαλε τα κλάματα.
«Τι λες παιδάκι μου;» Την έπιασε η Τούλα από τους ώμους και την ταρακούνησε. «Ποια καθόταν; Τι αίμα; Τι βλακείες λες;» Την άφησε και την τράβηξε από το χέρι. «Έλα μαζί μου! Πάμε μαζί επάνω, να δεις πως όλα τούτα δεν ήταν παρά της φαντασίας σου! Έλα, γιατί αν δεν έρθεις θα πω στον κύριο Ιάκωβο να σε διώξει!» Την απείλησε, καθώς η μικρή αντιστεκόταν. «Δεν έχω καμιά όρεξη για υστερίες!» Συμπλήρωσε, σίγουρη πως όλες αυτές οι μπούρδες δεν ήταν παρά δικαιολογίες της μικρής, τρέχα γύρευε για ποιο λόγο.
Ανέβηκαν, με την Τούλα να τραβάει σταθερά τη Μάρθα που ανέβαινε ξωπίσω της ρουφώντας τη μύτη της. Με το που έφτασαν, η μεν Μάρθα ξεφεύγοντας από τη λαβή της Τούλας έγινε καπνός, αφήνοντας μια στριγκλιά και κατέβηκε κουτρουβαλώντας τη σκάλα, η δε Τούλα απέμεινε πετρωμένη να χάσκει, παρατηρώντας την άυλη μορφή με το λευκό μακρύ φόρεμα και το πέπλο, που στεκόταν στο παράθυρο και μετά από λίγο εξαφανίστηκε, αφήνοντας στη θέση της ένα παγερό ρεύμα αέρα. Από το ένα της μάτι, όπως είχε πει κι η Μάρθα, κυλούσε μια σταγόνα αίμα σαν δάκρυ.
«Δεν το πιστεύω! Απλά, δεν το πιστεύω!» Έλεγε και ξανάλεγε. Η Τούλα κρατούσε το μέτωπό της και κατέβαζε το κονιάκ που της είχε δώσει ο Ιάκωβος, σα να ‘ταν νερό.
«Είσαι σίγουρη γι αυτό που είδες;» Τη ρώτησε σιγανά.
«Απόλυτα.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Είχε ρωτήσει και τη Μάντω, αν τότε το παράθυρο του διαδρόμου ήταν ανοιχτό.
«Όχι κυρία Τούλα.» Της είχε απαντήσει το κορίτσι.
«Και γιατί δεν μου το είπες;»
«Τι να σας πω;» Την είχε κοιτάξει χαζά. Η Μάντω δε φημιζόταν για την εξυπνάδα της κι η Τούλα την είχε αφήσει χωρίς να δώσει συνέχεια.
«Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό;» Ρώτησε πάλι ο Ιάκωβος δειλά.
«Τι λες να σημαίνει βρε Ιάκωβε; Πως στον τρίτο κυκλοφορεί ένα φάντασμα, ίσως;»
«Βρε Τούλα, κάτσε να το δούμε με τη λογική….»
«Ποια λογική, Ιάκωβε; Αυτή τη στιγμή η λογική έχει φύγει από την πίσω πόρτα!»
Ανάβλεψε στενεύοντας τα μάτια. «Για πες μου κάτι, εσύ….Τόσα χρόνια που σε έτρωγα να χρησιμοποιήσουμε τον τρίτο, γιατί έλεγες πάντα όχι; Ήξερες κάτι και μου το έκρυβες;»
«Όχι βέβαια! Ξέρεις πόσο τα φοβάμαι τα παραφυσικά. Έτσι και το ‘ξερα, θα σε είχα πάρει και θα είχαμε φύγει σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη! Τώρα να μου πεις τι κάνουμε; Πρέπει να βουλώσουμε και το στόμα της μικρής, της Μάρθας, πριν ξεφουρνίσει τίποτα σε καμιά πελάτισσα και γίνουν όλες μαύρος καπνός! Μαζί μ’ αυτές κι εγώ, μη σου πω! Κι αυτή, η….το φάντασμα, τέλος πάντων, ποια λες να είναι άραγε και γιατί αποφάσισε να μας κατσικωθεί εδώ μέσα;»
«Κάτι απορίες που έχεις ώρες-ώρες βρε Ιάκωβε! Αυτό είναι το πρόβλημά μας; Και τελικά, δεν μου απάντησες. Τον τρίτο, γιατί αρνιόσουν να τον χρησιμοποιήσουμε;»
«Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Έτσι είχε κάνει ο Χάρης, από τότε που το αγόρασε και το ανακαίνισε, έτσι έκανα κι εγώ, αφού δε μας ήταν και απαραίτητος. Κάποτε τον είχα ρωτήσει γιατί κι αυτός απλά με είχε κοιτάξει –το θυμάσαι εκείνο το βλέμμα που έριχνε και καταλάβαινες πως όπου να ‘ναι σε παίρνει ο διάολος και σε σηκώνει – και δε μου απάντησε ποτέ.» Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε την Τούλα με αμφιβολία. «Λες να ήξερε;»
«Δε νομίζω πως θα μάθουμε ποτέ, εκτός κι αν αρχίσει κι αυτός να περιφέρεται εδώ μέσα ως φάντασμα κι από οίκος…νυφικών, άντε υψηλής ραπτικής, γίνουμε οίκος…φαντασμάτων!»
«Μπρρρ! Α, να χαθείς, τρελή, με ανατρίχιασες!»
Τελικά κάλεσαν έναν παπά να πει ευχές και επικλήσεις προς εκδίωξη του φαντάσματος και να ρίξει κι έναν εξορκισμό.
Μετά από τρεις μέρες, όπως τους είχε πει ο παπάς, ο Ιάκωβος με την Τούλα ανέβηκαν γεμάτοι επιφύλαξη για να βρεθούν αντιμέτωποι, όχι μόνο με το φάντασμα, αλλά και μπροστά σ’ ένα πανέμορφο νυφικό σε στυλ εποχής, φτιαγμένο από παλιά δαντέλα, που ο Ιάκωβος είχε δει κι είχε πάθει να εξασφαλίσει, πληρώνοντας ένα σκασμό λεφτά, το οποίο…περιίπτατο στο δωμάτιο. Το ρούχο κουνιόταν πέρα-δώθε κι όπως ο Ιάκωβος με την Τούλα πηδούσαν για να το πιάσουν, το παράθυρο άνοιξε με κρότο και το πανάκριβο νυφικό πέταξε προς τα κει, καταλήγοντας στο οδόστρωμα όπου και τσαλαπατήθηκε από διερχόμενο φορτηγό.
«Αααμάν! Τι θα πω τώρα στη Ζερβουδάκη;» Τράβηξε τα μαλλιά του ο Ιάκωβος σε πλήρη απελπισία και καθώς ο θυμός για την καταστροφή παραμέρισε προσωρινά κάθε είδος φόβου, έριξε δυό… μούντζες προς το φάντασμα.
«Να! Να, πανηλίθια! Αυτό βρήκες μωρή να καταστρέψεις;» Για να ξανάρθει ο φόβος άμεσα, καθώς η άυλη φιγούρα ξεκόλλησε από το παράθυρο κι άρχισε να τον πλησιάζει κάνοντάς τον να φύγει τρέχοντας με την ψυχή στα δόντια, σκούζοντας “Παναγία μου!”, το μαλλί όρθιο και την Τούλα κολλημένη πίσω του να τον σπρώχνει πανικόβλητη.
«Α, πα, πα! Δεν πάει άλλο! Ή αυτή θα φύγει ή εμείς θα φύγουμε.» Έκανε αέρα με το χέρι προσπαθώντας να συνέλθει απ’ την τρομάρα, πεσμένος αυτός στη μια πολυθρόνα του γραφείου κι η Τούλα στο ίδιο χάλι, στην άλλη. «Και πώς να ξεσηκωθούμε τώρα και να πάμε αλλού.» Συνέχισε το παραμιλητό. «Αχ, Θεέ μου, τι θα κάνουμε;»
«Κάτσε βρε Ιάκωβε,» του απάντησε ξεψυχισμένα η Τούλα, «κάτσε να σκεφτούμε με λίγη ηρεμία. Αυτή, γιατί να είναι εδώ;» Επανέλαβε την ερώτηση που της είχε θέσει ο ίδιος κι εκείνη τον είχε αποπάρει.
«Είδες; Στα λόγια μου έρχεσαι!»
«Και κάτι ακόμα: γιατί να καταστρέψει το συγκεκριμένο νυφικό κι όχι κάποιο άλλο;» «Γιατί είναι στρίγκλα και κάκω!»
«Σταμάτα να λες αηδίες! Πόσο παλιά είναι η δαντέλα που αγόρασες για το νυφικό;»
«Ου, παμπάλαια! Αλλά εκείνα τα νήματα ήτανε βλέπεις αθάνατα! Και τις πέτρες σήκωσα για να τη βρω, αφού αυτή ήταν η παραγγελία της Ζερβουδάκη –που κακό χρόνο να ‘χει, σε τι μπελάδες μας έβαλε- κι αυτή με καθοδήγησε να πάω στις Βρυξέλλες, όπου πράγματι βρήκα ένα και μοναδικό τόπι από κάποιο εργοστάσιο που πια έχει κλείσει. Κατουρημένες ποδιές φίλησα ο άνθρωπος!» Αποτελείωσε σκασμένος.
«Τώρα, εμένα, μπορεί και να μου φάνηκε, αλλά αυτό που φορούσε αυτή, για το φάντασμα λέω, μου έμοιαζε σαν νυφικό – ξέρεις τώρα πόσο κόβει εμένα το μάτι μου σ’ αυτά – και μάλιστα από δαντέλα ίδια με του νυφικού της Ζερβουδάκη.»
«Τίποτα! Τίποτα! Πρέπει να μάθουμε ποια είναι και τι σκατά γυρεύει εδώ μέσα.»
«Βρε λες να ήταν εδώ το σπίτι της;» Πέταξε την ιδέα δειλά η Τούλα.
«Μμμ….αυτό κάτι θα εξηγούσε. Ας αμοληθούμε λοιπόν σε…κυνήγι φαντασμάτων, μπας και γλιτώσουμε!»
«Και πού να πάμε; Παπά φέραμε, εξορκισμούς κάναμε, τι άλλο να κάνουμε δηλαδή;»
«Για στάσου βρε Τούλα. Ο Χάρης είχε ένα ημερολόγιο όπου έγραφε διάφορα, για τους έρωτές του κυρίως….τέτοια και άλλες…γεροντικές μαλακίες. Το είχα ανοίξει μια φορά τότε που πέθανε, είδα τι έγραφε και είπα να τον αφήσω τον άνθρωπο ήσυχο.
Κάπου εδώ το έχω καταχωνιάσει. Μπορεί να αναφέρει κάτι σχετικά, αν, λέμε τώρα, κάτι είχε δει ή κάτι είχε ακούσει και γι αυτό δεν ήθελε να χρησιμοποιήσουμε τον όροφο.»
***
1910
Ο εύελπις περνούσε και ξαναπερνούσε με τη στολή του καμαρωτός μπροστά από το σπίτι των Μαυρόχειρων στην πλατεία Λυσικράτους, προσμένοντας να δει τη μορφή της Μαρίας Μαυρόχειρα να τον κοιτάει από το παράθυρο του δωματίου της στον τρίτο όροφο. Το παράθυρο άνοιξε κι ένα κίτρινο τριαντάφυλλο προσγειώθηκε στα πόδια του. Το σήκωσε, το έφερε στα χείλη και κουνώντας το θριαμβευτικά σ’ αποχαιρετισμό, που η Μαρία ανταπέδωσε, αποχώρησε.
Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε κάμποσες φορές, τα κίτρινα τριαντάφυλλα τα ακολούθησαν τα μυστικά νυχτερινά ραντεβού πίσω από το Φανάρι, μαζί και τα κρυφά φιλιά, ώσπου ήρθε η ώρα η καλή.
Το προξενιό που έστειλε ο εύελπις στους Μαυρόχειρες προχώρησε, η στιγμή του γάμου άρχισε να πλησιάζει και το νυφικό, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από πολύτιμη δαντέλα Βρυξελλών, κρεμόταν στο δωμάτιο της Μαρίας, που αποφάσισε να το φορέσει ακόμα μία φορά πριν το γάμο, αδυνατώντας να κοιμηθεί, αδυνατώντας να συγκρατήσει τη χαρά της. Μια χαρά που σκέφτηκε να τη μοιραστεί με τη μικρότερη αδερφή της, Αμαλία. Μπήκε στο δωμάτιο της αδερφής της φουριόζα κι έμεινε άλαλη και δίχως ανάσα από το θέαμα. Ο μέλλων σύζυγος κι η αδερφή κυλιόνταν στο κρεβάτι της τελευταίας, χωρίς να πάρουν είδηση τη Μαρία που στεκόταν ακίνητη σαν άγαλμα στην πόρτα με το χέρι στην καρδιά. Μόνο όταν άκουσαν την πόρτα που βρόντηξε πίσω της, κατάλαβαν και σηκώθηκαν άρον-άρον.
Η Μαρία Μαυρόχειρα σε έξαλλη κατάσταση, παραλογισμένη, έβγαλε τη μακριά βελόνα που συγκρατούσε το πέπλο στα μαλλιά της και την έμπηξε στο μάτι της, σαν έτσι να μπορούσε να ξεριζώσει την εικόνα που είχε δει. Τη βρήκαν ντυμένη όπως ήταν με τα νυφικά κι απ’ το μάτι της κυλούσε μια σταγόνα αίμα σαν δάκρυ.
Το σπίτι των Μαυρόχειρων μαύρισε από δύο θανάτους στη σειρά, αφού και η μικρότερη κόρη της οικογένειας, λίγο μετά το θάνατο της αδερφής της, αυτοκτόνησε κι αυτή καταπίνοντας δηλητήριο, ενώ κι ένα τρίτο περιστατικό προστέθηκε στα δύο προηγούμενα. Ο αρραβωνιαστικός της Μαρίας βρέθηκε κρεμασμένος, με τον Κώδικα Τιμής των Ευελπίδων τσαλακωμένο και ριγμένο μπροστά του.
Ο τρόπος με τον οποίο πέθαναν αποσιωπήθηκε, τέτοια όμως μυστικά είναι σχεδόν αδύνατον να παραμείνουν μυστικά και σιγά-σιγά κι από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε. Τα δωμάτια των κοριτσιών σφραγίστηκαν και οι γονείς κλείστηκαν στο σπίτι εκείνο, δυό τραγικές φιγούρες, που έχασαν κάθε επαφή με τον έξω κόσμο, έως που στο τέλος πέθαναν κι αυτοί. Το σπίτι άρχισε σιγά-σιγά να ερειπώνεται και οι άνθρωποι απέφευγαν να περνούν από εκεί, ιδίως τις νύχτες, αφού πολλοί έλεγαν πως έβλεπαν κάποια μορφή στο παράθυρο του τρίτου ορόφου, ενώ άλλοι έλεγαν πως άκουγαν ανατριχιαστικές κραυγές να έρχονται από μέσα κι άλλοι να λένε πως είχαν δει ακόμα και φώτα να κινούνται. Το σπίτι, όπως ήταν φυσικό, χαρακτηρίστηκε στοιχειωμένο και κανείς πια δεν το πλησίαζε. Τα χρόνια πέρασαν, οι μνήμες κρύφτηκαν στο νου κάποιων γεροντότερων και κάποτε το αγόρασε ο Χάρης ο Χρυσοχέρης ο πασίγνωστος μόδιστρος, κάνοντάς το έδρα του οίκου του.
Είχε τελειώσει η ανακαίνιση κι ο Χρυσοχέρης θέλησε να περιηγηθεί στους χώρους, όπως ήταν άδειοι, πριν τοποθετηθούν τα έπιπλα και τα λοιπά αντικείμενα.
Ένοιωσε ένα κύμα κρύου αέρα να έρχεται από τον τρίτο και ανέβηκε μήπως κάποιος από τους εργάτες είχε αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό….και τότε την είδε.
Έφυγε κακήν-κακώς από κει μέσα και αρχικά σκέφτηκε να το πουλήσει. Βρισκόταν όμως σε πολύ καλή θέση και μετά την ανακαίνιση έδειχνε τόσο όμορφο, που δεν του πήγαινε η καρδιά να το δώσει. Προσπάθησε όμως να μάθει την ιστορία που έκρυβε ετούτο το σπίτι και ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, έμαθε.
Πήγε για άλλη μια φορά μόνος του και στάθηκε στην πόρτα κοιτάζοντάς την.
«Λυπάμαι για ό,τι σε βρήκε.» Της ψιθύρισε. «Ας είναι….Εσύ κι εγώ θα ζήσουμε μαζί εδώ μέσα και κανένας από τους δυό μας δε θα ενοχλήσει ποτέ τον άλλο. Σύμφωνοι;»
Και σαν το φάντασμά της να συμφώνησε, κανένας από τους δυό δεν ενοχλήθηκε ούτε από την παρουσία των ζωντανών, ούτε από την παρουσία της πεθαμένης, ώσπου η Τούλα…εισέβαλε στον χώρο της.
***
«Πω-πω! Ούτε που θα το φανταζόμουν! Και τώρα τι θα κάνουμε;»
«Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Από τη μια θα ήθελα να φύγω τρέχοντας….από την άλλη, ο Χάρης είχε δίκιο. Το σπίτι βρίσκεται σε πολύ καλή θέση για να ξεσηκωθούμε και να τρέχουμε…. άσε που δε θα ξαναβρούμε τέτοιο ωραίο χώρο. Αν και υπάρχει μια ιδέα για μετακόμιση, που στριφογυρνάει καιρό τώρα στο κεφάλι μου, ακόμα και πριν την εμφάνιση αυτηνής…. της…. Αχ, δεν ξέρω, πραγματικά, δεν ξέρω.»
Η Τούλα τον κοίταξε σκεφτική.
«Βρε Ιάκωβε, ξέρεις τι σκέφτομαι συνέχεια με το που διαβάσαμε την ιστορία της στο ημερολόγιο του Χρυσοχέρη; Να….αυτή η κοπέλα δεν βρήκε ποτέ ανάπαυση κι εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να την κυνηγάμε με…εξορκισμούς. Ίσως απλά να θέλει κάποιος να ενδιαφερθεί γι αυτήν. Ίσως και να …βαρέθηκε τόσα χρόνια φάντασμα και να περιμένει κάποιος ν’ ασχοληθεί μαζί της. Λέω εγώ τώρα…. Μήπως αν κάναμε κανένα τρισάγιο στον τάφο της;»
«Γιατί, ξέρεις εσύ πού είναι ο τάφος;» Την κοίταξε ειρωνικά. «Να με τρελάνεις θέλεις Τούλα;»
«Όχι βέβαια! Απλώς σκεφτόμουν πως αυτές οι οικογένειες είχαν συνήθως οικογενειακούς στο Πρώτο. Θα μπορούσαμε να ρίξουμε μια ματιά.»
Βρήκανε τον τάφο εκεί που τους είχαν υποδείξει από το Γραφείο του νεκροταφείου. Τα γράμματα είχαν προ πολλού ξεθωριάσει, ακόμα, ωστόσο, κάπως διακρίνονταν.
<Μαρία Μαυρόχειρα 1888 – 1910>
Στάθηκαν, ακούγοντας τον πατέρα Ευστάθιο να αναπέμπει τη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών κι ένα δάκρυ τους ξέφυγε για το κορίτσι εκείνο που έδωσε στη ζωή του τέτοιο αποτρόπαιο τέλος. Ήταν μόλις εικοσιδύο ετών.
Επάνω στην επιγραφή ακούμπησαν ένα μπουκέτο νυφικό, εκείνο το μπουκέτο που τόσο πρόσμενε και δεν πήρε ποτέ.
Όταν επέστρεψαν στον οίκο και ανέβηκαν επάνω, η άυλη μορφή είχε χαθεί και μόνο λίγα πέταλα από κίτρινο τριαντάφυλλο είχαν μείνει σκόρπια στο πάτωμα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, σα να τα είχε παρασύρει εκεί ο αέρας, να αφήνουν ένα απαλό, αδιόρατο άρωμα.
Για τον Χρήστο, ένα πράγμα θα ήθελα να πω: πως είμαι ευτυχής που είμαι φίλη του κι εκείνος φίλος μου. Θα πω όμως και κάτι άλλο. Αυτός ο άνθρωπος, σχεδιαστής, συγγραφέας, μόδιστρος και ένα σωρό άλλες ιδιότητες, εκτός από μεγάλη καρδιά, είναι κυριολεκτικά ο <άνθρωπος ορχήστρα>, με τις ιδέες να του έρχονται απανωτά και μόλις του έρθει μία, αρχίζει και τρέχει ξωπίσω της, μέχρι να την πραγματοποιήσει.
Σε τούτη την ιδέα που είχε για το <οίκο νυφικών>, όταν μου το πρότεινε, δέχτηκα να τον ακολουθήσω κι εγώ, όπως και η Εύη με τη Θεώνη.
Χρήστο μου, εύχομαι το αποτέλεσμα να είναι τόσο καλό, όσο το φαντάστηκες.
Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, παρά μόνο…<καλά στέφανα> σε κάθε ενδιαφερόμενη και ενδιαφερόμενο.
Με τις υγείες μας!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Άνα Ζάχαρη
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή