Στην πΈνα”
“Το…χωριάτικο νυφικό ”
Γράφει η Άνα Ζάχαρη
***
Αν τον Ιάκωβο, τα βαλς τον κάλμαραν, η <Γρανάδα> και μάλιστα τραγουδισμένη από τον αγαπημένο του τενόρο Πλάσιντο Ντομίνγκο, τον απογείωνε. Ιδιαίτερα όταν τον έπιανε ο οίστρος, ετοιμάζοντας μια ακόμα μεγαλειώδη κολεξιόν.
Ο οίκος βέβαια, φημιζόταν για την ειδίκευσή του στα νυφικά, αλλά και οι τουαλέτες που θα συνόδευαν κάθε κοσμικό γεγονός, ήταν εξ ίσου ιδιαίτερες, ώστε να μην υπάρχει κομψευόμενη, όχι μόνο Αθηναία, αλλά γενικότερα Ελληνίδα, που να μην έχει προσπέσει κυριολεκτικά στο <δεξί του χέρι>, δηλαδή την Τούλα, για να αποκτήσει ένα από τα δημιουργήματά του. Η κυρία (και επισήμως πλέον, όχι μόνο λόγω ηλικίας) Επισκοπάκη, τέως Σαράφη, ήταν ένα είδος ποντίφηκα στον οίκο. Μια γέφυρα ανάμεσα στον Ιάκωβο και τον κόσμο.
Μόνο οι πολύ παλιές πελάτισσες, αυτές που τον είχαν στηρίξει από τα πρώτα του βήματα, καθώς κι όσες πρότειναν προσωπικά, μόνο αυτές δεν είχαν ανάγκη να προσπέσουν. Κάποιες μάλιστα –οι εκλεκτότερες- είχαν και άμεση πρόσβαση στη νέα κολεξιόν, ώστε να καπαρώσουν από πριν κάποιο από τα μοντέλα, δεδομένου πως η κάθε δημιουργία ήταν μοναδική και δεν επαναλαμβανόταν.
Η Σμαράγδα Αντωνοπούλου, μια από τις παλιές, απροσδιορίστου ηλικίας και από εκείνες που επέμεναν να κρατάνε τους τύπους παρά τα τόσα χρόνια συνεργασίας, μπήκε στο γραφείο της Τούλας.
«Καλημέρα κυρία Σαράφη.»
«Επισκοπάκη πλέον.» Την διόρθωσε ευγενικά, ενώ της έτεινε το χέρι. «Καλημέρα και σε σας, κυρία Αντωνοπούλου. Παρακαλώ, καθίστε.»
Μπορεί οι καινούργιες ταυτότητες να μην ανέφεραν καν το όνομα συζύγου, της Τούλας όμως της άρεσε να συστήνεται με το επίθετο του νεοαποκτηθέντος και προσφιλέστατου συζύγου.
Η άλλη την κοίταξε ξαφνιασμένη, αν και αμέσως μετά… <ανανοήθηκε>.
«Μα, βέβαια! Πληροφορήθηκα τα περί του γάμου σας! Να ζήσετε.» Ευχήθηκε τυπικά. «Και το νυφικό, φαντάζομαι, δημιουργία του κυρίου Χατζηελευθερίου;»
«Ακριβώς. Λοιπόν; Τι μπορούμε να κάνουμε για σας κυρία Αντωνοπούλου; Πρόκειται μήπως για ήδη κλεισμένο ραντεβού;» Τη ρώτησε, χαμογελώντας πάντα ευγενικά.
Η Τούλα απέφευγε τα μου, τα σου και τις πολλές οικειότητες, αφού ήξερε πως δεν ήταν του γούστου της κυρίας που καθόταν μπροστά της. Γνώριζε πολύ καλά τις συνήθειες, τις ιδιοτροπίες, τα προτερήματα και τα ψεγάδια της κάθε πελάτισσας και φρόντιζε να συμπεριφέρεται αναλόγως.
Ο μήνας του μέλιτος για την Τούλα, είχε περάσει μεσ’ στη χαρά. Πέρασε και τους άλλους τέσσερις μήνες μαθαίνοντας κομματάκι-κομματάκι την Κρήτη, βλέποντας τις ατέλειωτες ομορφιές της και γνωρίζοντας τους ανθρώπους της. Άρχισε σιγά-σιγά να γνωρίζει και το σπιτικό της. Μόνο που…δεν ήταν ακριβώς δικό της, παρά τα όσα κάνανε όλοι, ο Παντελής, τα παιδιά, η πεθερά της, για να νοιώθει καλά και άνετα. Η σφραγίδα της πεθαμένης πρώην συζύγου και μάνας των παιδιών βρισκόταν παντού, από τα κεντητά στα τραπέζια μέχρι τα κουζινικά. Κι όχι πως ήταν άσχημα ή δεύτερα. Αντίθετα, τα μεν κεντητά έδειχναν ένα γούστο εξαιρετικό, τα δε κουζινικά, από τα χάλκινα σκεύη που αστραφτοκοπούσαν κρεμασμένα από μία δοκό καπνισμένου ξύλου – δεδομένου πως η κουζίνα ήταν σε στυλ ρουστίκ- ως τα χρηστικά εργαλεία, ήταν σχεδόν σαν καινούργια. Απλά, δεν ήταν δικά της.
Ήθελε να φτιάξει καφέ και το χέρι της πήγαινε να ανοίξει ένα ντουλάπι στο οποίο φύλαγε τον καφέ στο σπίτι της, αντί για εκείνο, που σε τούτο το σπίτι βρισκόταν πραγματικά το κουτί του καφέ. Τα ίδια και με άλλες μικροσυνήθειες της καθημερινότητας. Ο Παντελής, που την είχε πάρει χαμπάρι, την είχε προτρέψει και μια και δυό φορές να βολέψει τα πράγματα του νοικοκυριού όπως της άρεσε, ακόμα και να πάρουν καινούργια της είχε προτείνει, η Τούλα όμως για κάποιο λόγο, που ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε, δεν έλεγε ν’ ασχοληθεί.
Το τέλος του τέταρτου μήνα τη βρήκε να κάθεται αφηρημένη, κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο, στο μικρό γραφειάκι που χρησιμοποιούσαν για να φυλάνε τους λογαριασμούς, με τα νύχια της να χτυπούν ρυθμικά την ξύλινη επιφάνεια του επίπλου. Ετούτο το έπιπλο, έμοιαζε να ήταν το μοναδικό μέσα σ’ εκείνο το σπίτι που το ένοιωσε σα δικό της κι αμέσως πήγε και χώθηκε πίσω του στην ασορτί πολυθρόνα του. Επόμενο, αφού ήταν το μόνο που της θύμιζε τα είκοσι από τα σαράντα χρόνια της ζωής της, καθώς φάνταζε σα δίδυμο αδερφάκι του δικού της κομψού γραφείου στον οίκο υψηλής ραπτικής, όπου εργαζόταν μέχρι πριν από αυτούς τους λίγους μήνες. Μια εργασία που τη γέμιζε χαρά και πληρότητα και είχε αρχίσει κιόλας να της λείπει, όπως και ο Ιάκωβος, παρά τα σχεδόν καθημερινά τηλεφωνήματα. Αυτά σκεφτόταν και κοίταζε αφηρημένη τον τοίχο.
Έτσι τη βρήκε ο άντρας της και χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του, μια και είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που εμπόδιζε τη γυναίκα του να αισθανθεί το σπίτι του, σπίτι της. Καλός άντρας, τα ζύγισε από δω, τα είδε από κει και πήρε τις αποφάσεις του. Πήγε κοντά της, την αγκάλιασε από τους ώμους, απίθωσε κι ένα φιλί στα μαλλιά της και της το ξεφούρνισε κάνοντάς την να λάμψει ολόκληρη.
«Λοιπόν, ξέρεις τι σκέφτηκα;» Η Τούλα τον κοίταξε ερωτηματικά. «Σκέφτηκα να πάμε να μείνουμε στην Αθήνα. Λίγο πριν σε γνωρίσω συζήταγα ήδη με κάποιον μεσίτη να μου βρει ένα διαμέρισμα εκεί, ώστε να μη μπλέκω στα πόδια του Νικολάκη και τση κοπελιάς του. Όχι πως δε θα μου λείψει ο τόπος μου και το σπίτι μας εδώ, καταλαβαίνω όμως πως κι εσένα σου λείπει η Αθήνα – έχει κι αυτή τσ’ ομορφιές της, π’ ανάθεμά τη- πως σου λείπει η δουλειά σου, μη σου πω και ο…Ιάκωβος! Λοιπόν, τι λες;»
Η Τούλα μόνο που δεν όρμησε να τον φιλήσει, αλλά εκείνος τη σταμάτησε.
«Μ’ έναν όρο. Κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο θα το κάνομε το ταξιδάκι κατά δω. Σύμφωνοι;»
Η Τούλα συγκατένευσε τρισευτυχισμένη κι έτρεξε να προφτάσει τηλεφωνικώς τα νέα στον Ιάκωβο που αναστέναξε με ανακούφιση. Η βοηθός του, το <δεξί του χέρι>, του έλειπε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε να ομολογήσει και ώρες-ώρες καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που της είχε γνωρίσει τον Παντελή, αν και αμέσως μετά τα έπαιρνε όλα πίσω. Την Τούλα την αγαπούσε και ήθελε να είναι καλά κι ευτυχισμένη, αλλά…. να μην την έχει κι αυτός λίγο; Η δουλειά, με την Τούλα, κυλούσε ρολόι. Απ’ όταν εκείνη έλειψε άρχισαν οι αναποδιές, εξ ου και η ανακούφιση που ένοιωσε με τα καλά τα νέα.
Όσο έλειψε η Τούλα, τη δουλειά της την είχε πάρει η Μάρθα, ως η παλαιότερη από τις μοδίστρες και τα ραντεβού τα έκλειναν πια στη ρεσεψιόν, γι αυτό και τούτη η τελευταία ερώτηση προς την Αντωνοπούλου, αν επρόκειτο για κλεισμένο ραντεβού, μέχρι να ενημερώσει πάλι την ατζέντα της.
«Όχι, κυρία Επισκοπάκη.» Έδωσε η πελάτισσα την απάντηση στην ερώτηση που της είχε τεθεί. «Σήμερα θα κλείσουμε το ραντεβού και, παρεμπιπτόντως, δε θα “κάνετε” μόνο για μένα, αλλά κυρίως για τη νύφη μου.»Το βλέμμα της Τούλας εκδήλωσε ενδιαφέρον. «Μάλιστα.» Συνέχισε η άλλη. «Ο γιος μου αποφάσισε επιτέλους να νοικοκυρευτεί.» Για πρώτη φορά η κυρία Αντωνοπούλου, άφησε κατά μέρος τις τυπικότητες κι άρχισε τις εκμυστηρεύσεις. «Είμαι ξέρετε, πολύ χαρούμενη. Εγκατέλειψε όλες εκείνες τις….πώς τις λένε κοινώς τώρα πια, τις…μοντέλες, με τις οποίες κυκλοφορούσε….Εμένα έτρεμε το φυλλοκάρδι μου μη μου κουβαλήσει καμιά τέτοια για νύφη, ευτυχώς όμως τελικά διάλεξε ένα κορίτσι από τα μέρη μας. Καλή, σεμνή και νοικοκυρεμένη, που όμως δεν έχει ιδέα του κόσμου τον οποίο συναναστρεφόμαστε. Αποφάσισα λοιπόν, να την πάρω από το χέρι και να της τα δείξω όλα με εκκίνηση τα ρούχα και όχι μόνο το νυφικό. Θέλω άρα μια ολόκληρη κολεξιόν ραμμένη επάνω της!»
Οι Αντωνόπουλοι είχανε τα πολλά λεφτά τους από επιχειρήσεις. Κατάγονταν από ένα χωριό της Ηλείας και ο παππούς Αντωνόπουλος ξεκίνησε με ένα μύλο. Ο γιος του σκέφτηκε να τυποποιήσει το αλεύρι, βάζοντας και τη φίρμα του και πια οι <μύλοι Αντωνοπούλου> ήταν από τα πρώτα άλευρα σε κυκλοφορία, ενώ είχαν επεκταθεί και στα παράγωγα, ψωμί σε φέτες, φρυγανιές κλπ, καταλαμβάνοντας τη μια κορυφή μετά την άλλη.
Όταν τ’ άκουσε ο Ιάκωβος, που του τα είπε η Τούλα, πρώτα κόντεψε να του ‘ρθει νταμπλάς και μετά έγινε πυρ και μανία.
«Τι λες μωρή Τούλα, που θα κάτσω να ράψω το…χωριατάκι!» Ξέσπασε στο τέλος, αφού πρώτα …έστειλε δέκα διαόλους να πάρουν την Αντωνοπούλου κι όλο της το σόι.
Η Τούλα του χάιδεψε τον ώμο.
«Έλα Ιάκωβέ μου, πιες το τσαγάκι σου και ηρέμησε. Σκέψου μόνο τα λεφτά που θα εισπράξουμε με τόσο ρουχομάνι. Και….μην ξεχνιέσαι, είναι και η εποχή της κρίσης και οι μισές πελάτισσες έχουν να φανούν κάτι αιώνες, οπότε….»
Ο Ιάκωβος, σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της, της έριξε μισή ματιά και έσφιξε τα χείλη.
«Τέλος πάντων….Και πότε θα εμφανιστεί αυτή η…Αστέρω;»
«Μμμ….για να δω.» Συμβουλεύτηκε η Τούλα την ατζέντα της. «Αύριο κατά τις δέκα θα είναι εδώ.»
«Με το που θ’ ανοίξουμε δηλαδή. Εμ, βέβαια! Με το καλημέρα σας, αφού πρωί-πρωί τα αρμέγουν τα γίδια! Ξέρει αυτή!» Ειρωνεύτηκε ο Ιάκωβος.
Ήταν λίγο πριν τις δέκα κι ο Ιάκωβος πηγαινοερχόταν στο γραφείο της Τούλας μουρμουρίζοντας.
«Άκου κει, για τη χωριάτα ολόκληρη κολεξιόν! Σε ποιόν να το πω και να μην πέσει ανάσκελα να με μουντζώνει και με τα τέσσερα!»
Δεν πρόφτασε να αποσώσει την κουβέντα του όταν μια νεαρή γυναίκα φάνηκε να κατευθύνεται από τη ρεσεψιόν. Λίγο πιο πάνω από το μέτριο, με ωραίο παράστημα, ερχόταν με ανοιχτό σίγουρο βήμα. Φορούσε ένα απλό μπλε σακάκι, λευκό πουκάμισο, μπλε υφασμάτινο παντελόνι και ίσια κλειστά παπούτσια. Τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω χαμηλά στον αυχένα και οι μπογιές έλειπαν από το καθαρό σταρένιο δέρμα της, επιτρέποντας να διακρίνονται οι μικρές φακίδες γύρω απ’ τη λεπτή της μύτη, ενώ και τα μάτια της στο χρώμα του φουντουκιού δεν είχαν ανάγκη το τόνισμα που δίνουν η μάσκαρα και το ρίμελ.
«Η κυρία;» Ρώτησε χαμογελαστά ο Ιάκωβος, που του είχε κάνει εντύπωση το όλο παρουσιαστικό της κοπέλας, που απέπνεε έναν αδιόρατο δυναμισμό.
«Λώρα Χωρέμη.» Έτεινε εκείνη το χέρι. Ένα χέρι με δυνατή λαβή, κοντοκομμένα νύχια, δροσερό και στεγνό. «Είμαι η νύφη της κυρίας Αντωνοπούλου. Έχουμε εδώ ραντεβού στις δέκα, αλλά εγώ έφτασα λίγο νωρίτερα. Ελπίζω να έρθει στην ώρα της, πρέπει δυστυχώς να γυρίσω άμεσα στο χωριό, το πρόγραμμά μου παραείναι σφιχτό για να λείψω.»
Ο Ιάκωβος, κοίταξε από πάνω ως κάτω τη…<χωριάτα> προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξη που του προκάλεσε η εμφάνισή της και ο τρόπος της.
«Κι εγώ ελπίζω να μη σας καθυστερήσουμε πολύ. Τούλα, τι θα προσφέρουμε στη δεσποινίδα;»
«Ευχαριστώ πολύ για το <δεσποινίς>». Χαμογέλασε ελαφρά εκείνη. «Χρόνια έχω να το ακούσω. Στη δουλειά μου βλέπετε είμαι πάντα και υποχρεωτικά <κυρία>, τουλάχιστον ανάμεσα στους συναδέλφους, για όλους τους άλλους είμαι απλά η….»
Ο Ιάκωβος έπεφτε για άλλη μια φορά απ’ τα σύννεφα, ενώ η Τούλα σκάλιζε τα χαρτιά στο γραφείο της για να μη φανεί το γέλιο που της ανέβαινε.
«Μα….τι δουλειά κάνετε;»Τη διέκοψε.
«Γιατρός, αυτό ετοιμαζόμουν να σας πω, πως για όλους τους άλλους, είμαι απλά η γιατρίνα τους κι αυτή τη στιγμή εργάζομαι στο Αγροτικό Ιατρείο, έχοντας ασθενείς όχι μόνο τους κατοίκους της γύρω περιοχής, αλλά και από τα άλλα χωριά. Γι αυτό, καταλαβαίνετε….»
Λίγο ακόμα και η Τούλα θα άρχιζε να χαχανίζει αδιάντροπα. Ο Ιάκωβος ήταν πια μεσ’ στις γλύκες, έχοντας λειώσει σαν ξυλάκι παγωτό κάτω από τον ήλιο. Πλέον αντιμετώπιζε με καινούργιο σεβασμό τη νέα γυναίκα.
«Ελάτε παρακαλώ από δω. Πάμε στο γραφείο μου να συζητήσουμε σχετικά με το τι θα σας άρεσε. Έλα κι εσύ Τούλα και….» κοντοστάθηκε «πες να φέρουν στη δεσποινίδα Χωρέμη….τι προτιμάτε; Καφέ, τσάι; Α, και όταν έρθει η κυρία Αντωνοπούλου να τη συνοδέψουν και εκείνη στο γραφείο μου.»
Η Λώρα Χωρέμη, δέχτηκε τελικά έναν σκέτο ελληνικό και μέχρι να έρθει έγειρε μπροστά από την καρέκλα όπου είχε προτιμήσει να κάτσει, αγνοώντας τις βαθιές πολυθρόνες, έδεσε τα χέρια πάνω στο γραφείο και κοίταξε κατάματα τον Ιάκωβο με το ξύπνιο βλέμμα της.
« Αν κατάλαβα καλά,» ξεκίνησε «ζητάτε κάτι σαν μικρό…. βιογραφικό, ιδίως από τις νύφες που θα ντύσετε. Οπότε, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.» Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε. «Τότε που γνώρισα τον Αλέξανδρο –είχε έρθει στο ιατρείο με ένα μικροτραυματισμό στο πόδι- αρχικά, τον…αντιπάθησα! Ήξερα ποιος ήταν από τα κουτσομπολιά τα οποία οι ασθενείς δε μπορούν να μην ανταλλάξουν μεταξύ τους, με τα οποία φυσικά τροφοδοτούν κι εμένα! Η οικογένειά του στο χωριό έχει μετατρέψει το παλιό τους σπίτι σε πύργο και όλοι τους φέρονται λες κι είναι τίποτα άρχοντες του παλιού καιρού! Είχα διαβάσει και σ’ ένα από τα περιοδικά που υπάρχουν στο χώρο αναμονής για τα κατορθώματα του πλουσιόπαιδου που κυκλοφορούσε αγκαλιά με τα πάσης φύσεως μοντέλα –σημείο του καιρού κι αυτό- και η γνώμη μου γι αυτόν δεν ήταν κι από τις καλύτερες. Αργότερα έμαθα πως κι εκείνος ένοιωσε το ίδιο για μένα. Με αντιπάθησε, γιατί, όπως είπε, τον αντιμετώπισα με υπεροψία –και δεν ήταν ψέματα.
Μετά όμως συναντηθήκαμε κι άλλες φορές λόγω του τραυματισμού του κι αρχίσαμε να συζητάμε. Αρχικά περί ανέμων και υδάτων, λίγο αργότερα οι συζητήσεις πήραν πιο σοβαρή τροπή, μέχρι που ανακάλυψα πως κάτω από την επιφάνεια κρυβόταν ένας άντρας διαφορετικός, έξυπνος, μορφωμένος και ευθύς. Ήρθε και ξαναήρθε από τότε κάμποσες φορές και κατέληξα να τον ερωτευτώ. Κι αυτός εμένα. Έτσι αποφασίσαμε τελικά να δέσουμε τις ζωές μας κι έτσι φτάσαμε ως εδώ, αφού μ’ ένα γάμο δεν παντρεύεσαι μόνο αυτόν που αγαπάς, αλλά κι όλο του το σόι. Η κυρία Σμαράγδα, η πεθερά μου θέλω να πω, θεωρεί πως το ντύσιμό μου και το γούστο μου γενικότερα, παραείναι απλό, αλλά και τι να φορέσει μιά επαρχιακή γιατρός; Να βάλω τις τουαλέτες και να σεργιανίζω στα λιθόστρωτα; Άλλωστε, είμαι (τόνισε τη λέξη) απλός άνθρωπος, όλοι είμαστε στα χωριά, αλλά ξέρουμε και πώς να σταθούμε και πώς να φερθούμε κι ας φαινόμαστε….κάπως στους μεγαλοπολίτες! Αντιλαμβάνομαι ωστόσο, πως αυτοί οι άνθρωποι, οι μέλλοντες συγγενείς μου, έχουν κι αυτοί τον κοινωνικό τους περίγυρο και δεν εννοώ να τους ντροπιάσω, ούτε και να τους κάνω να αισθανθούν άσχημα. Για τούτο και δέχτηκα να έρθω. Το μόνο που θα ήθελα να σας παρακαλέσω είναι αυτά τα περίφημα ρούχα να είναι όσο το δυνατόν πιο απλά, το ίδιο και το νυφικό. Πληροφορήθηκα για τη μαεστρία σας κύριε Χατζηελευθερίου….»
«Ιάκωβος, παρακαλώ.»
«….Ιάκωβε κι εγώ είμαι η Λώρα.» Ανταπέδωσε.
«Δε χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο, Λώρα. Σε είδα και από αυτό που είδα και από αυτά που άκουσα, κατάλαβα με τι άνθρωπο έχω να κάνω. Μην ανησυχείς και τα ρούχα δε θα φορέσουν εσένα, εσύ θα τα φορέσεις και, πίστεψέ με, θα σου ταιριάζουν γάντι!»
Το νυφικό ήταν το πρώτο που ήταν κιόλας έτοιμο. Απλό, όπως το είχε ζητήσει η Λώρα, από βαρύ μετάξι, που έπεφτε χυτό στο σώμα, χωρίς να διαγράφει, με τους ώμους να φαίνονται, μακριά στενά μανίκια και μια…ιακωβίστικη πινελιά. Την είχε ρωτήσει ποια λουλούδια της άρεσαν, άρα και από τι θα ήταν φτιαγμένο το γαμήλιο μπουκέτο κι εκείνη είχε απαντήσει άμεσα μ’ ένα όμορφο χαμόγελο να φωτίζει τα φουντουκιά της μάτια.
«Ο λωτός! Το λουλούδι του ήλιου, της δημιουργίας και της αναγέννησης. Το λουλούδι των θεών!»
Κατά μήκος λοιπόν του φορέματος, ξεκινώντας από τον δεξί ώμο, διά μέσου του στήθους και καταλήγοντας στο αριστερό γόνατο, την τελευταία στιγμή θα στερεωνόταν μια γιρλάντα φτιαγμένη από μικρά φυσικά άνθη λωτού με κέντρο σκούρο ροζ-μωβ, που όσο πήγαινε λεύκαινε. Χωρίς πέπλο, ένα ίδιο στεφάνι θα περιέζωνε το μέτωπό της.
Η <Γρανάδα> με τον Πλάσιντο Ντομίνγκο παιάνιζε σε υψηλή ένταση, ενώ ο Ιάκωβος με μάτια που λάμπανε από δημιουργικό οίστρο, σχεδίαζε και τσαλάκωνε, σχεδίαζε και τσαλάκωνε, μέχρι να καταφέρει να αποδώσει το σχέδιο που δημιουργούσε το μυαλό του για τη Λώρα, το “χωριατάκι του”, όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά πια, έχοντας αλλάξει(;) γνώμη για την επαρχία και τους κατοίκους της, όπως έλεγε με στόμφο στην Τούλα, που όμως κράταγε και μία πισινή.
«Σιγά μην άλλαξες!» Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της στη δήλωση που της έκανε. «Ας μην ήτανε γιατρίνα και καλοβαλμένη και θα σου ‘λεγα εγώ….»
«Είπες τίποτα; Τι μιλάς μέσα από τα δόντια σου χριστιανή μου και δε σε καταλαβαίνει άνθρωπος;» Συγχύστηκε ο Ιάκωβος με τα μουρμουρητά της Τούλας.
«Τίποτα δεν είπα Ιάκωβέ μου, τίποτα, μόνο ότι έτσι είναι, όπως τα λες.» Του χαμογέλασε με γλύκα περισσή, κουνώντας το κεφάλι καθώς εκείνος απομακρυνόταν, με το χαμόγελο όμως στη θέση του να φωτίζει μάτια και πρόσωπο για τον φίλο, συνεργάτη και πλέον κουμπάρο.
***
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Άνα Ζάχαρη
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Βιβλίων Ορίζοντες
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή