10.5 C
Greece
26 Οκτωβρίου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΑ

“Η υπόσχεση μιας ανάστασης” γράφει η Ήρα Βλάχου    

Στην πΈνα”  ✒️✒️

“Η υπόσχεση μιας ανάστασης ”

Γράφει η Ήρα Βλάχου    

***

Η υπόσχεση μιας ανάστασης

Ξύπνησε με το κεφάλι της βαρύ. Έτσι ξυπνούσε. Οχτώ χρόνια τώρα. Τι μέρα ήταν; Ναι, ήταν σίγουρη, σήμερα είναι μια δύσκολη μέρα, το ούρλιαζε το ένστικτό της, το βαρύ σαν βράχος κεφάλι της, αλλά ποια μέρα είναι; Έβαλε την παλάμη του χεριού της στο μέτωπο κι έσμιξε τα φρύδια της κουρασμένα ενώ μισόκλεισε τα μάτια της.

Σήμερα είναι Μεγάλη Δευτέρα. Ξεκινάει η Εβδομάδα των Παθών. Των παθών της.
Μπήκε στη μικρή κουζίνα της, έβαλε στο στόμα της μια μπουκιά ψωμί χθεσινό και το μασούλησε με δυσκολία. Για σαράντα μέρες νήστευε το κρέας και όλα τα παράγωγά του.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα όμως, έφτανε στα άκρα: Ψωμί και νερό μόνο. Ούτε καφέ δεν έπινε. Κάθε απόλαυση κομμένη. Μέχρι να έρθει η Ανάσταση του Χριστού. Ίσως και η δική του. Κάθε τέτοια εποχή το περίμενε, το πίστευε, το προσευχόταν. Το φώναζε. 
“Μου χρωστάς μια ανάσταση, Ανέστη! Μου την χρωστάς! Μου την υποσχέθηκες”, μιλούσε προστακτικά στο εσωτερικό της μεγάλης κορνίζας που είχε στολισμένη στο κομό απέναντι από το κρεβάτι της. Και ο γεροδεμένος νεαρός άντρας με τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια και το λεπτό μουστάκι την κοιτούσε αμίλητος. Κι όσο έμενε σιωπηλός, τόσο εκείνη του φώναζε, “Αν τυχόν είσαι ζωντανός και τόσον καιρό δεν έχεις έρθει να με ανταμώσεις, μην τολμήσεις και πατήσεις τώρατο ποδάρι σου στο χωριό! Αλλά αν έχεις πεθάνει, να δώσεις μια κλοτσιά στην ταφόπλακά σου και να έρθεις να με βρεις! Μου το υποσχέθηκες, μου το χρωστάς! Μου χρωστάς μια ανάσταση!”

Η Μεγάλη Εβδομάδα του Γκάτσου – Αντικλείδι
Ντύθηκε το μαύρο της φόρεμα, έπιασε κότσο τα μαύρα της μαλλιά, φόρεσε την ποδιά της και βγήκε στην αυλή. Πήρε τον ασβέστη και το μεγάλο πινέλο από την αποθηκούλα και βάλθηκε, κατά το έθιμο, να ασβεστώνει τα τοιχάκια που οριοθετούσαν τον κήπο.
Το πινέλο άπλωνε το άσπρο χρώμα έτσι όπως πρόσταζε το δυνατό χέρι της, όταν η άκρη του αριστερού της ματιού εντόπισε δυο παλιές της φιλενάδες που περνούσαν με γοργά βήματα έξω από την αυλόπορτά της. Σιωπηλές, με τα κεφάλια τους να κοιτούν τη γη.
Στράβωσε το στόμα της χλευαστικά. Σε καμμία δεν άρεσε που ο Ανέστης τότε είχε διαλέξει εκείνη. Κυριακή των Βαϊων ήταν όταν αριβάρισε στο χωριό τους έχοντας μόνο ένα δισάκι στον ώμο του και γύρευε δουλειά.
“Έλα να δεις!” της είχαν φωνάξει οι φίλες της σαν μπήκαν τρεχάτες στο καφενείο του πατέρα της.
“Καλά, δεν βλέπετε ότι πνίγομαι στη δουλειά; Πώς να αφήσω μόνο του τον πατέρα μου;
Και τι να δω;”
“Τον ξένο που ήρθε στο χωριό!”
Δεν πήγε να τον δει. Τον είδε όμως λίγες μέρες αργότερα.. πού τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά; Ήταν οι μέρες αυτές που τα έκαναν τα παλιά να ζωντανεύουν και να στήνουν θανατερό χορό στο μυαλό της.
Τελείωσε και της γλάστρες. Κόκκινες, κατακόκκινες. Όλα θα τα έκανε όπως έπρεπε, όπως πρόσταζε το έθιμο. Μέχρι να ερχόταν η Ανάσταση του Χριστού. Ίσως και η δική του.

Αργά το απόγευμα, κατά τον γυρισμό της από την εκκλησία, πέρασε από το καφενείο του πατέρα της. Πέντε παππούδες ήταν όλοι κι όλοι οι θαμώνες, σκόρπια καθισμένοι στα ξύλινα τραπεζάκια. Στο μαγαζί αυτό, που άλλοτε έσφυζε από ζωή κι εκλεκτή πελατεία.
Μέχρι και ο πρόεδρος του χωριού, εδώ ερχόταν να πιεί τα ουζάκια του. Τώρα απέμειναν αυτοί οι μετρημένοι στα δάχτυλα υπέργηροι θαμώνες. Τι υπέργηροι δηλαδή, χούφταλα ήταν. Είχε ξεχάσει ο Άγιος Πέτρος να τους στείλει εισιτήριο για τον άλλο κόσμο. Τους γονείς της ήξερε μόνο να θυμηθεί και τους πήρε δυο χρόνια πριν. Σταυροκοπήθηκε για τις κακές σκέψεις που έκανε, ζήτησε συγχώρεση. Τι της έφταιγε ο Άγιος; Από τον καημό τους πήγαν οι άνθρωποι που έβλεπαν το μοναχοπαίδι τους να μαραζώνει κάθε που ερχόταν το Πάσχα και να ζητάει από την κορνίζα μιαν ανάσταση.
Πολύ καλά έκανε! Αφού εκείνος της είχε δώσει το λόγο του. Και να πέθαινε, θα ανασταινόταν και θα γύριζε να παντρευτούν. Της το χρωστούσε. Της χρωστούσε μιαν ανάσταση.   

Γιατί να εκκλησιαστεί κάποιος τη Μεγάλη Εβδομάδα; | VIMA Online

Στάθηκε λίγο, είδε στο εσωτερικό του μαγαζιού τον πρώτο της εξάδελφο να κάθεται στη θέση του αφεντικού. Ματιά δεν της χαράμισε εκείνος. Αυτή έφταιγε όμως που τον όρισε υπεύθυνο του μαγαζιού όταν πέθανε ο πατέρας της. Του υποσχέθηκε ένα καλό ποσοστό από τα κέρδη. Της υποχέθηκε ότι θα την βγάλει ασπροπρόσωπη, μα την κλέβει συστηματικά. Το ξέρει εκείνη, αλλά δεν διαμαρτύρεται. Θα τον τιμωρήσει ο Θεός όταν έρθει η ώρα.
Την Μεγάλη Τρίτη, αργά το μεσημέρι, ξάπλωσε εξουθενωμένη στο κρεβάτι της. Ήταν η μέρα που οι νοικοκυρές έκαναν γενική καθαριότητα στα σπίτια τους. Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Για λίγο θα ξάπλωνε, έπρεπε να ετοιμαστεί για την εκκλησία. Γύρισε αργά το κεφάλι της, τα μάτια της συνάντησαν τη φωτογραφία του Ανέστη. Βαριά τα βλέφαρά της, έκλεισαν την εικόνα του και την παρέσυραν σε βαθύ υπνό.

Το χάραμα ξύπνησε σαν από εφιάλτη και κατάλαβε ότι είχε χάσει τη λειτουργία. Πώς έγινε αυτό και γιατί; Έπρεπε να παρευρίσκεται, έπρεπε να γίνουν όλα όπως τότε, οχτώ χρόνια πριν… έπρεπε να γίνουν όλα όπως κάθε χρόνο. Για να έρθει η ανάσταση του Χριστού. Ίσως και η δική του.
Θλιμμένη, άλλαξε πλευρό. Ίσως τελικά ήταν καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. 

Σήμερα ο παπάς έψαλε το τροπάριο της Κασσιανής και την παραβολή των δέκα παρθένων. Με μισό μάτι την κοιτούσαν οι γυναίκες του χωριού κάθε τέτοια μέρα. Εκείνη για την οποία είχαν ακουστεί τα όσα για ο ποιόν της. Ότι ξεμοναχιαζόταν με τα αρσενικά τα βράδια στην ακροθαλασσιά, ότι το ανεπανόρθωτο είχε τελεσθεί. Για ποιο λόγο μία σαν κι αυτή να παρήσταται σεμνότιφα ακούγοντας μια τέτοια παραβολή. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι… Άλλωστε σε λίγες ώρες ξημέρωνε δύσκολη μέρα. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη όταν τον πρωτοσυνάντησε.

Γέμισε την σουπιέρα της συγχωρεμένης της μάνας της με αλεύρι, πήρε μαζί της, τρία κεριά που θα έκαιγαν στερεωμένα σε αυτό κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου και κίνησε για την εκκλησία.
“Να έρθεις να εξομολογηθείς, παιδί μου”, της μήνυσε ο παπάς του χωριού όταν τελέστηκε το Μεγάλο Ευχέλαιο, να έρθεις να εξομολογηθείς πριν μεταλάβεις. 
“Δεν θα μεταλάβω εγώ, παπα -Γιώργη”, του είπε εκείνη κουρασμένα, “Έχω μίσος και θυμό μέσα μου που δεν θα φύγουν ακόμα κι αν εξομολογηθώ. Ίσως όταν φτιάξουν τα πράγματα…”
“Ο Ανέστης δεν θα γυρίσει, παιδί μου, σίγουρα είναι νεκρός. Δεν θυμάσαι την καταστροφή… τόσα παλικάρια πνίγηκαν τότε. Γιατί να έχει σωθεί εκείνος…”
“Γιατί μού το υποσχέθηκε!” του αντιγύρισε ενοχλημένη “Ακόμα κι αν πέθαινε, θα ανασταινόταν!”
“Βλαστημάς, παιδί μου! Ταυτίζεις τον Ανέστη με τον Χριστό μας.”
“Ο Χριστός μας δίδαξε την αγάπη. Αυτή που μοιράστηκα εγώ με τον Ανέστη.
Βλαστήμια είναι η αγάπη; Η αγάπη νικάει τον θάνατο, παπα – Γιώργη. Αυτό θα έπρεπε να το διδάσκεις εσύ στους πιστούς.”

Τα έθιμα της Μ.Παρασκευής
Λίγο αργότερα στεκόταν έξω από το καφενείο του πατέρα της με τη σουπιέρα στα χέρια. Οι θαμώνες την κοιτούσαν, εκείνη κοιτούσε μόνο το άδειο τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού. Με αργά βήματα μπήκε μέσα, αφησε τη σουπιέρα με το αλεύρι πάνω στο τραπέζι κι εκείνη κάθησε στην καρέκλα. Στην ίδια καρέκλα που είχε καθήσει οχτώ χρόνια πριν όταν τον πρωτοσυνάντησε.

Είχε γυρίσει όπως τώρα από το Μεγάλο Ευχέλαιο μαζί με τη μάνα της, είδαν κόσμο στο μαγαζί και τότε εκείνη άφησε τη μάνα της να γυρίσει σπίτι κι έτρεξε μέσα να βοηθήσει τον πατέρα της. Αργά το βράδυ έμεινε μόνη να κλείσει το μαγαζί μόλις θα έκανε τη λάντζα. Ήταν εκείνη η ευλογημένη ώρα που ο Ανέστης μπήκε στο καφενείο. Κατάκοπος από την σκληρή δουλειά που έκανε σε κάτι κτήματα, την παρακάλεσε να του βάλει κάτι να πιεί. Σαν υπνοτισμένη από την αρρενωπή ομορφιά του, έστρωσε αυτό το τραπέζι -στο οποίο τώρα καθόταν και αναπολούσε- με σωρό από νηστίσημα καλούδια και μια κανάτα
κρασί. Γέμισε και μια λεκάνη με ζεστό νερό, να βάλει μέσα τα πρησμένα πόδια του ο όμορφος αυτός ξένος. Μέχρι το πρωί, τα είχαν αποφασίσει. Ο Ανέστης θα πήγαινε να την ζητήσει από τον πατέρα της.
“Έλα να σε πετάξει ο Δημητρός μέχρι το σπίτι σου, εξαδέλφη. Οχτώ χρόνια τώρα, κάθε Μεγάλη Τετάρτη έρχεσαι και θρονιάζεσαι σε αυτό το τραπέζι μέχρι το χάραμα. Αναγκάζομαι και σε κλειδώνω εδώ μέσα…”
Η ματιά της θέριεψε καθώς έπεσε πάνω στον Δημητρό. Έτσι όπως είχε τα χέρια της σταυρωμένα στα μπράτσα, έμπηξε τα νύχια της μέσα τους. Κάθε μπράτσο, πέντε αγριεμένες γρατζουνιές, τα ματωμένα νύχια γράπωσαν το τραπεζομάντηλο.

“Αυτός ο Ιούδας να μην ξαναπατήσει εδώ μέσα, γιατί θα του τα κόψω τα ποδάρια!”
φώναξε στον ξάδερφό της, ατενίζοντας όμως τον Δημητρό, ανταριασμένη, σαν τη θάλασσα που πήρε τότε τον αγαπημένο της. Ούτε που θυμόταν πώς βρέθηκε σπίτι της, ξαπλωμένη στον καναπέ. Ήταν κι αυτή η εξάντληση από την κακή σίτηση. Είχε ξημερώσει Μεγάλη Πέμπτη. Η μέρα της προδοσίας.
“Σήμερα είναι το μπάρκο του ‘Αη- Λια’. Αργά το βράδυ φεύγει. Έχει έλλειψη προσωπικού, αν πας, ο καπετάνιος θα σε πάρει γιατί είσαι μπρατσωμένος και πιάνουν τα χέρια σου”. Αυτά είχε πει τότε στον Ανέστη ο Δημητρός, όταν ο πρώτος του είπε ότι χρειαζόταν χρήματα. Ήταν κι αυτός ο πατέρας της, Θεός σχωρέσ’ τον, που έδωσε τελεσίγραφο στον αγαπημένο της: ‘Εγώ την κόρη μου σε εργάτη δεν τη δίνω!’
“Μη μπαρκάρεις”, τον εκλιπαρούσε πεσμένη στα γόνατα, “μη μπαρκάρεις κι έλα να κλεφτούμε να πάμε κάπου μακριά, μόνο οι δυο μας…”

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ- Μ. ΜΗΤΣΙΑΣ- Ν. ΞΥΛΟΥΡΗΣ - YouTube

Κουβέντα δεν άκουγε ο Ανέστης. Οικογένεια δεν είχε και ο λόγος ενός πατέρα ήταν γι’ αυτόν ιερός. Μεγάλη Πέμπτη. Αργά το βράδυ. Χαιρετούσε τον αγαπημένο της ρίχνοντας τα δάκρυά της στη θάλασσα του λιμανιού. Να τον συντροφεύουν. 
“Να προσέχεις, Ανέστη μου. Μην σε παραπλανήσει η θάλασσα, μην τη βλέπεις έτσι αέρινη και αγγελόμορφη, αντροπνίχτρα είναι, ξέρω τι σου λέω.”
“Να μη σκιάζεσαι εσύ, μάτια μου”, της είχε πει φιλώντας τα λευκά της χέρια, “τίποτα δεν παθαίνω εγώ. Αλλά ακόμα κι αν πεθάνω, θα αναστηθώ σαν το Χριστό για χάρη σου!”

Κι από τότε είχε να τον δει… Έβρεξε λίγο ψωμί, το ‘βαλε απρόθυμα στο στόμα της και πήρε να βάφει τα αβγά. Θυμήθηκε τότε μια ιστορία που είχε ακούσει, κοριτσάκι ακόμα, από την παπαδιά στην εκκλησία:
‘Αναστήθηκε ο Χριστός!” φώναζαν η Παναγία μας με τη Μαρία τη Μαγδαληνή σαν είδαν την πέτρα που τάφου που είχε μετακινηθεί.

“Μα τι λέτε;” ρώτησε όλο περιέργεια μια άλλη που περνούσε από εκεί. “Λέμε ότι αναστήθηκε ο Κύριος!”. “Αν πραγματικά ζωντάνεψε”, ξεκίνησε να λέει πάλι η δύσπιστη γυναίκα, “τότε τα αβγά στο καλάθι μου να
γίνουν κόκκινα!” Σαν από θαύμα τα αβγά κοκκίνησαν μεμιάς.

Ζωήρεψε το βλέμμα της. Έβαψε μισή καρτέλα αβγά, τα υπόλοιπα τα τοποθέτησε προσεκτικά σ’ ένα βαθύ πιάτο αφήνοντάς τα λευκά και κίνησε για την εκκλησία.
Την ημέρα της κορύφωσης του Θείου δράματος, δεν τη βαστούσαν τα πόδια της.
Θρηνούσε για τον Χριστό που πέθανε για να σώσει την ανθρωπότητα, θρηνούσε για τον Ανέστη που τέτοιαν ώρα, πριν οχτώ χρόνια, πάλευε με τα κύματα, θρηνούσε για τους συγχωριανούς της που, μόνο με ευλάβεια δεν ακολουθούσαν τον Επιτάφειο, παρά μόνο σχολίαζαν και χαχάνιζαν.

“Ντροπή σας!” ούρλιαξε με όση δύναμη της έδινε το ξερό ψωμί από το οποίο τρεφόταν αυτές τις άγιες μέρες “Τι κάνετε, μωρέ; Γιατί μιλάτε, γιατί γελάτε τέτοια μέρα; Χριστιανοί είστε εσείς που αγνοείτε την Περιφορά, που αγνοείτε τον λόγο που είμαστε εδώ;” 

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Άλλοι την κοίταξαν με περιφρόνυση, άλλοι με λύπηση, άλλοι με θυμό. Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά που διακόπηκε η περιφορά του Επιταφείου. Παραιτημένη, τους γύρισε την πλάτη και πήρε το δρόμο για το σπίτι της. Με βήματα αργά. Τόσο αργά, όσο η ανταριασμένη θάλασσα τότε, οχτώ χρόνια πριν, βύθιζε στα μέσα της τον Ανέστη. 
Με κόπο σηκώθηκε από το κρεβάτι της το ξημέρωμα του Μεγάλου Σαββάτου. Ήθελε να παρευρίσκεται στην Πρώτη Ανάσταση… αν την άφηνε ο παπα-Γιώργης μετά τα χθεσινά της καμώματα.

Στο τελείωμα του μικρού διαδρόμου του σπιτιού της, κάλυψε τα μάτια της για να τα προστατέψει από το δυνατό φως του ήλιου. Όταν συνήθισε κάπως, είδε ότι η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και όλο το χωριό μπροστά από την αυλή της, κοιτούσε στο εσωτερικό του σπιτιού και ψιθύριζε. Βρόντηξε την πόρτα κλείνοντάς τους απ’ έξω. Μα γιατί μαζεύτηκαν εκεί; Θα έπρεπε να είναι όλοι στην εκκλησία τέτοιαν ώρα. Ζαλιζόταν. Σήμερα έπρεπε οπωσδήποτε κάτι να φάει. Έτσι κι αλλιώς, εντός ολίγου θα γινόταν η Πρώτη Ανάσταση.
Προσπέρασε το σαλονάκι και μπήκε στην κουζίνα. Κοίταξε τα κόκκινα αβγά και δίπλα ακριβώς το βαθύ πιάτο, εκεί όπου είχε τοποθετήσει τα άβαφτα. Είχαν γίνει κόκκινα.

Σάστισε, έπνιξε έναν λυγμό κλείνοντας το στόμα με την μια της παλάμη και, αργά, επέστρεψε στο σαλόνι της.
“Γύρισα, Λαμπρινή μου.”
Ο Ανέστης της στεκόταν όρθιος, ολοζώντανος μπροστά της! Ταλαιπωρημένος, με βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο, αλλά ντυμένος επίσημα. Της ήρθε πάλι η ζάλη, αλλά κρατήθηκε, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να σωριαστεί. Ο Ανέστης την πλησίασε αργά και της έπιασε μαλακά τα χέρια.
‘Μην σωριαστείς’, έλεγε στον εαυτό της η Λαμπρινή, ‘όχι τώρα!’
“Το μοιραίο βράδυ χτύπησα το κεφάλι μου στην πλώρη του καραβιού”, ξεκίνησε να της λέει ο Ανέστης, “ξέχασα και τ’ όνομά μου. Απ’ ό,τι μου είπαν, ένα καράβι μάς περιμάζεψε, μας πήγε στη Γερμανία. Όταν επανήλθε η μνήμη μου, πώς να ερχόμουν κοντά σου αφού δεν είχα λεφτά ούτε για τα ναύλα μου; Δούλεψα όμως, καλή μου, δούλεψα πολύ.

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα
Μερόνυχτα δούλευα. Έχω φτιάξει εκεί ένα μαγαζάκι κι ένα σπίτι που μας χωράει και τους
δυο. Ήρθα να σε πάρω, Λαμπρινή μου. Σήμερα αναστήθηκα μαζί με τον Κύριό μας. Γιατί
νεκρός ήμουν χωρίς εσένα.”
Γονάτισε μπροστά της κι έβγαλε από την τσέπη του ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. Πήρε το
μουδιασμένο λευκό της χέρι και το κόσμημα αγκάλιασε το κρινοδάχτυλό της.
Με τις λίγες δυνάμεις που είχαν απομείνει στο σώμα της, η Λαμπρινή άνοιξε τα
παντζούρια όχι για να μπει ο ήλιος, αλλά για να ακτινοβολήσει στον κόσμο η αβάσταχτη
χαρά της, και μετά λούφαξε σαν απροστάτευτο πουλί στην αγκαλιά του Ανέστη της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Ήρα Βλάχου

.…………………..

Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο

Βιβλίων Ορίζοντες

Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 16-04-2019

Καλλιόπη Γιακουμή

Ο βρικόλακας της Μυκόνου: Μια απίθανη ιστορία του 1700 και άλλοι 9 μεταφυσικοί θρύλοι της παλιάς Ευρώπης

Καλλιόπη Γιακουμή

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ: Η εμβληματική λατινοαμερικάνα συγγραφέας που έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα

Αφήστε Ένα Σχόλιο