Στην πΈνα” ✒️✒️
“ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ”
Γράφει η Άννα Σπανογιώργου
.
Το στέμμα..
Ποιος σου έδωσε το στέμμα που φόρας;
Πετράδια λάμπουν πάνω στο χρυσάφι. Σκαλισμένο από τον καλύτερο τεχνίτη, αιώνες πριν, τότε που το χέρι κοπίαζε να φτιάξει και ο ιδρώτας ξέπλενε το κάθε δημιούργημα. Χρυσός, που εξορύχτηκε από βουνά που πια δεν υπάρχουν. Πολύτιμες πέτρες που αγοράστηκαν στα παζάρια μιας μακρινής χώρας, με αντάλλαγμα μια μικρή περιουσία.
Περίμενε πολλά χρόνια τον εκλεκτό να φανεί. Κλεισμένο μέσα σε μια προθήκη, στην μέση της μεγάλης αίθουσας του παλατιού. Γυαλιστερό και περήφανο, με υπομονή, τους παρατηρούσε όλους γύρω του και αναρωτιόταν ποιος από όλους θα ήταν άξιος για να του κοσμήσει το κεφάλι, να του δώσει την δύναμή του. Οι χειμώνες πέθαιναν, η άνοιξη γεννιόταν και τα καλοκαιρία ξεθώριαζαν στα φθινοπωρινά πεσμένα φύλλα, ξανά και ξανά και ο κύκλος συνεχιζόταν, χωρίς κανείς να μπορεί να φανεί αντάξιός του.
Ώσπου μια μέρα φάνηκες εσύ. Είχαν περάσει απεριόριστοι άντρες από μπροστά του: οι γενναιότεροι, οι πιο ξακουστοί, χωρίς να το συγκινήσει ούτε η παλικαριά τους μηδέ η δύναμή τους. Όταν, όμως, πλησίασες εσύ το γυαλί που το προστάτευε ράγισε μονομιάς! Και με ένα σου βλέμμα έγινε κομμάτια και ο ήχος του σπασίματος αντήχησε στο κάστρο όμοιος με εκατό κανόνια. Όλοι τότε είπαν, άλλος δυνατά, άλλος ψιθυριστά και άλλος από μέσα του: «Ήρθε!»
Τους ξεγέλασες όλους, εμένα όμως δεν θα με ξεγελάσεις ποτέ! Πήρες το στέμμα και το ακούμπησες στο κεφάλι σου. Περήφανός πλησίασες στον θρόνο και η αφεντιά σου βούλιαξε στο κόκκινο βελούδο του μεγαλοπρεπούς καθίσματος. Γεμάτος αλαζονεία, με κοίταξες όπως κοιτάει το λιοντάρι τη μύγα…
Αρχικά, λυπήθηκα και ένα καυτό δάκρυ δραπέτευσε από τα μάτια μου και κυλώντας στο μάγουλό μου έβρεξε τα ξεραμένα μου χείλη. Εκείνα που φώναξαν τόσο δυνατά, εκείνα που έβγαλαν αυτή τη δυνατή κραυγή, που κουβαλούσε τόσο πόνο. Πώς να αντέξει το γυαλί της προθήκης όλη αυτή την οδύνη που βγήκε από τη ψυχή μου; Έσπασε! Και εσύ πίστεψες πως αυτό έγινε επειδή ήσουν ο ένας, ο καλύτερος, ο επίλεκτός. Όχι!
Συνέχισε να με κοιτάζεις έτσι.
Συνέχισε να με αγνοείς.
Μοναχά, σταμάτα να πιστεύεις ότι το στέμμα σου αξίζει.
Το στέμμα που φοράς στο έδωσα εγώ!
.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Αέναη μάχη- Η πτώση”
“ Ήταν απόγευμα πια και ο ήλιος έντυνε τον ουρανό με κόκκινα, κίτρινα και μοβ σατέν. Μισοκρυμμένος πίσω από τα βουνά, έμοιαζε κουρασμένος και έτοιμος να παραχωρήσει τη θέση του σε ένα ολόγιομο φεγγάρι, που είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται στην άλλη πλευρά του καθαρού ουρανού. Ο Έσπερος είχε ήδη κάνει τη λαμπερή του εμφάνιση και άλλα αστέρια θα ακολουθούσαν αργότερα, μόλις κρυβόταν ο φωτοδότης ήλιος. Μαγική η αίσθηση του σουρουπώματος, γαλήνεψε τη ματιά μου και με χάιδεψε απαλά, με χάδι γλυκό, χρωματιστό.
Στον δρόμο για την πόλη δε συνάντησα κανέναν. Όσο πλησίαζα, η γαλήνη και η ησυχία αντικαθιστούνταν σταδιακά από τον ήχο μουσικής, από φωνές και φασαρία. Στα πρώτα σπίτια δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, αν και η οδός Ειρήνης ήταν ο κεντρικός δρόμος της πόλης. Όσο προχωρούσα προς το κέντρο, για να πάω στην παλιά πόλη όπου θα συναντούσα τον Άρη, η φασαρία μεγάλωνε.
Μια γριούλα φάνηκε στην επομένη γωνία. Το βήμα της ήταν αργό και η καμπουριασμένη πλάτη της φανέρωνε τα πολλά της χρόνια, που τα στήριζε στο ξύλινο μπαστουνάκι της. Δεν άργησα να την πλησιάσω, μιας και βάδιζα πολύ πιο γρήγορα από εκείνη.
«Κοπέλα μου, τι κάνεις στους δρόμους; Τέτοια ώρα θα έπρεπε να βρίσκεσαι στη γιορτή! Αχ, ας είχα τα χρόνια σου και θα έβλεπες για πότε θα πήγαινα!» είπε γεμάτη νοσταλγία.
«Γιορτή; Έχει γιορτή;» ρώτησα σαστισμένη
«Η γιορτή του Αγίου Πέτρου! Μα, δεν είσαι από εδώ; Ξένη είσαι;» με ρώτησε.
«Όχι, από εδώ είμαι…» είπα και οι λέξεις μου έσβησαν.
Άρχισα να τρέχω πανικόβλητη και χώθηκα στο πρώτο στενό που βρήκα. Με σταμάτησε το αδιέξοδο που βρισκόταν στο τέλος του. Έβαλα τα κλάματα. Γονατίζοντας στον δρόμο έγινα ένα κουλουριασμένο, απροστάτευτο και εντελώς μπερδεμένο ον, που το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κλαίει γοερά. Και αυτό έκανα. Για πολλή ώρα. Όταν στέρεψε η δεξαμενή των δακρύων μου, άνοιξε η πηγή της σκέψης μου. Σκέψεις ξεπετάγονταν από κάθε μέρος του μυαλού μου. Τα μεγάλα ερωτηματικά είχαν γίνει μικροσκοπικά και έμεινε μόνο ένα, που στεκόταν εκεί αγέρωχο και με κοιτούσε: Που βρισκόμουν τόσους μήνες;»
.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: