Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» του Κάρολου Ντίκενς αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία του Βρετανού συγγραφέα, το οποίο συνέβαλε σημαντικά στην καθιέρωση του εορτασμού των Χριστουγέννων στη Δύση από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αφορμή για τη συγγραφή του μυθιστορήματος ήταν η επίσκεψη του Ντίκενς στις γειτονιές του βιομηχανικού Μάντσεστερ, όπου οι εργάτες ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Ο άνθρωπος όμως που ανακάλυψε τα Χριστούγεννα και έκανε γνωστά μέσα από τα βιβλία του τα κοινωνικά προβλήματα της Βικτωριανής Αγγλίας ήταν μία πολύ παράξενη προσωπικότητα.Πίστευε στα φαντάσματα, είχε κατοικίδια κοράκια τα οποία ταρίχευσε, και έδινε στα παιδιά του περίεργα παρατσούκλια.
Αναγκάστηκε να δουλέψει από τα 12 για να επιβιώσει…
Γεννημένος στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας, ο Ντίκενς ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζιν και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς. Τα παιδικά χρόνια του Ντίκενς ήταν χαρούμενα. Ο πατέρας του εργαζόταν στο Βρετανικό Ναυτικό και ο Κάρολος ήταν από τα λίγα παιδιά της εποχής εκείνης που φοιτούσε σε ιδιωτικό σχολείο. Στα 12 όμως, η τύχη του άλλαξε. Τα χρέη του πατέρα του ήταν τεράστια και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης αποπληρωμής τους, όλη η οικογένεια εκτός από τον Κάρολο και τη μεγαλύτερη αδερφή του, Φάνυ, στάλθηκαν στη φυλακή «Marshalsea».
Ο Ντίκενς παράτησε το σχολείο, μετακόμισε στο Λονδίνο και για να επιβιώσει έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο βερνικιών κοντά στον ποταμό Τάμεση, κερδίζοντας έξι σελίνια την εβδομάδα. Όταν ο πατέρας του βγήκε από τη φυλακή, δεν θέλησε να πάρει τον γιο του πίσω στο σπίτι. Έτσι, ο Ντίκενς πέρασε τα εφηβικά του χρόνια μόνος και φτωχός. Μάλιστα στα βιβλία του, που όλα περιείχαν βιογραφικά στοιχεία είχε αναφέρει μέσα από τον χαρακτήρα του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ ότι «δεν είχα καμία καθοδήγηση, καμία συμβουλή, καμία υποστήριξη, καμιά παρηγοριά από κανέναν, από όσο μπορώ να ανακαλέσω στο μυαλό μου».
Δεν το έβαλε κάτω και στα 15 του εργάστηκε στο δικηγορικό γραφείο «Ellis and Backmore». Αντί όμως να ακολουθήσει τη δικηγορία, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη λογοτεχνία αλλά και στη στενογραφία. Η ικανότητα αυτή του έδωσε την ευκαιρία να εργαστεί ως ρεπόρτερ, αρχικά καλύπτοντας τις βρετανικές εκλογές για την λονδρέζικη εφημερίδα «Morning Chronicle».
Αν και δεν κατάφερε να σπουδάσει, δούλεψε πολλά χρόνια σαν δημοσιογράφος και έγραψε πολλές νουβέλες. Κατάφερε να ξεφύγει από τη φτώχεια και τις κακουχίες και έγινε ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής. Ακόμη και η βασίλισσα Βικτώρια, δήλωσε λάτρης των βιβλίων του Ντίκενς, που περιέγραψε με ακρίβεια και συναισθηματισμό τα βάσανα των περιθωριακών και πάμφτωχων κατοίκων της Αγγλίας. Μέχρι τον θανάτου του, από εγκεφαλικό στις 9 Ιουνίου του 1870, ο Ντίκενς είχε γράψει πάνω από 15 μυθιστορήματα, τα περισσότερα εμπνευσμένα από τις πικρές παιδικές του αναμνήσεις, έμεινε γνωστός για το χιούμορ και το συνδυασμό ρεαλιστικών και ρομαντικών καταστάσεων, παντρεύτηκε και χώρισε, απέκτησε 10 παιδιά και ταξίδεψε δύο φορές στην Αμερική.
Οι «παραξενιές» του συγγραφέα..
Τα έργα του Ντίκενς πρωτοεμφανίστηκαν το 1833 σε εφημερίδες της Αγγλίας. Αρχικά, ο συγγραφέας υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Μποζ». Μέχρι τον θάνατό του, στις 9 Ιουνίου 1870, ο Ντίκενς μέσα από τα βιβλία του κατάφερε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών, γνωστοποιώντας ενοχλητικές αλήθειες της Βικτωριανής Αγγλίας και το πρόβλημα του βρετανικού κοινωνικού και ταξικού συστήματος. Πίσω όμως από τις λέξεις, ο Ντίκενς ήταν ένας πολύ ιδιόρρυθμος χαρακτήρας.
Χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί, φημολογείται ότι ο Ντίκενς σε νεαρή ηλικία έπασχε από επιληψία. Οι χαρακτήρες Μονκς και Γκάστερ από τον Όλιβερ Τουίστ» και το «Bllack House» αντίστοιχα έπασχαν από επιληπτικές κρίσεις. Κάποιες συνήθειες που ακολουθούσε ο Ντίκενς στην προσωπική του ζωή με σχεδόν «τελετουργικές» διαδικασίες σε συνδυασμό με τον εμμονικό τρόπο που αντιμετώπιζε τη δουλειά, οδήγησε μεταγενέστερους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι έπασχε από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Είχε μανία με την καθαριότητα και την τάξη. Κάθε πρωί έπαιρνε έναν καθρέφτη και χτένιζε τα μαλλιά του πάνω από 100 φορές. Στη συνέχεια, πήγαινε στα δωμάτια των παιδιών του και επιθεωρούσε αν ήταν καθαρά. Σε περίπτωση που το κρεβάτι δεν ήταν στρωμένο σωστά ή κάποιο παιχνίδι δεν ήταν στη θέση του, τους άφηνε σημείωμα με οδηγίες! Πάντα στα ταξίδια του, περνούσε ώρες με το να τοποθετεί «σωστά» τα έπιπλα σε δωμάτια ξενοδοχείου στα οποία διανυκτέρευσε. Οποιοδήποτε αντικείμενο το άγγιζε 3 φορές, για να του φέρει τύχη, ενώ ανεξάρτητα πού κοιμόταν, φρόντιζε πάντα το κεφάλι του να «κοιτά» τον βορρά, καθώς έτσι πίστευε ότι θα βελτιωνόταν η συγγραφική του ικανότητα.
Ταριχευμένα κατοικίδια και περίεργα παρατσούκλια..
Ο Κάρολος Ντίκενς αγαπούσε πολύ τα ζώα, και είχε στην κατοχή του ένα κοράκι που το είχε ονομάσει Γκριπ. Μάλιστα, ο Γκριπ ήταν και χαρακτήρας του βιβλίου του «Barnaby Rudge». Το 1841, το κοράκι του πέθανε όταν έφαγε ρινίσματα μολύβδου. Ο Ντίκενς το αντικατέστησε με άλλο κοράκι, το οποίο επίσης ονόμασε Γκριπ. Φημολογείται ότι ο δεύτερος Γκριπ ήταν η αφορμή πίσω από το ποίημα «Το Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Όταν και το δεύτερο κοράκι πέθανε, ο Ντίκενς το ταρίχευσε και το τοποθέτησε σε μία ξύλινη βάση στο γραφείο του.
Πέρα από την αγάπη του για τα πουλιά, ο Ντίκενς είχε για κατοικίδιο και μία γάτα, τον Μπομπ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ντίκενς έλεγε συχνά στα αγαπημένα του πρόσωπα «Τι καλύτερο από το να σε αγαπά μία γάτα;» Το 1862, όταν η γάτα του Ντίκενς πέθανε, ο συγγραφέας ως φόρο τιμής, έφτιαξε έναν χαρτοκόπτη από φίλντισι που στην κορυφή του είχε ένα κοφτερό νύχι από την πατούσα του Μπομπ και στη βάση του είχε χαραγμένο τη φράση “C.D στην μνήμη του Μπομπ, 1862”.
Απέκτησε 10 παιδιά…
Ο Ντίκενς είχε τη συνήθεια να δίνει περίεργα παρατσούκλια στα παιδιά του. Το καλύτερο όμως το άφησε για την αγαπημένη του κόρη που την φώναζε «Κουτί του Εωσφόρου», καθώς ήταν ένα πολύ ατίθασο παιδί που συχνά εκνεύριζε τον Ντίκενς.
«Λέσχη Φαντασμάτων»
Ο Ντίκενς, παρά το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο, πίστευε στον κόσμο των πνευμάτων. Μαζί με άλλους συγγραφείς της Βικτωριανής εποχής, όπως Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, ήταν μέλος της «Λέσχης Φαντασμάτων», μιας ομάδας που είχε ως στόχο την επίλυση υπερφυσικών μυστηρίων και φαινομένων. Μάλιστα, στα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», βασικός χαρακτήρας είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων που επισκέπτεται τον μίζερο και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ.
Ο Ντίκενς πίστευε επίσης στον υπνωτισμό και τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Πολύ συχνά, υπνώτιζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Τα έργα του Ντίκενς επηρέασαν μεταγενέστερους συγγραφείς και μέχρι σήμερα, μετά από σχεδόν δύο αιώνες συναρπάζουν τους αναγνώστες και τους θεατές καθώς αρκετά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Μαζί με τις «Μεγάλες Προσδοκίες», την πρωτοκαθεδρία στην κινηματογραφική μεταφορά των βιβλίων του Ντίκενς έχουν «Τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», τα οποία έχουν αποδοθεί με διαφορετικές προσεγγίσεις από πολλούς σκηνοθέτες.
«Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα»
Το 1843 ο Κάρολος Ντίκενς ταξίδεψε στο Μάντσεστερ. Η κοινωνική αδικία και η αδιαφορία της κυβέρνησης για τις λιγότερο προνομιούχες περιοχές της Αγγλίας εξόργισε τον Ντίκενς και σε μια παθιασμένη ομιλία του στις 5 Οκτώβρη του ίδιου έτους, προέτρεψε τους εργάτες του Μάντσεστερ να ενωθούν και να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους, που επιδεικτικά η κυβέρνηση αγνοούσε.
Η τριήμερη διαμονή του στις εργοστασιακές συνοικίες του Μάντσεστερ μαζί με τις αναμνήσεις που είχε ο Ντίκενς από την παιδική του ηλικία, έγιναν η βάση για να γράψει το βιβλίο «A Christmas Carol» (Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα ή αλλιώς Χριστουγεννιάτικη Ιστορία). Ο Ντίκενς πίστευε πως η κοινωνική αδικία και η κακομεταχείριση των παιδιών που προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, θα γίνονταν γνωστές μέσα από το βιβλίο του. Η ελπίδα του ήταν να κινητοποιήσει το κράτος και τους πολίτες και να βοηθηθούν όσοι είχαν προβλήματα επιβίωσης. Η ιστορία του μίζερου και πικρόχολου Εμπενίζερ Σκρουτζ που τσιγκουνευόταν και θησαύριζε εις βάρος των φτωχών ανθρώπων συγκίνησε τους αναγνώστες. Τις πρώτες πέντε μέρες κυκλοφορίας, το βιβλίο πούλησε πάνω από 6.000 αντίτυπα και αυτόματα μετατράπηκε σε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Τον Εμπενίζερ επισκέπτονται ο νεκρός συνεργάτης του, Τζέικομπ Μάρλει, και τα φαντάσματα του Παρελθόντος, του Παρόντος και του Μέλλοντος . Ο τσιγκούνης γέρος καταφέρνει να βρει το Πνεύμα των Χριστουγέννων, μετανιώνει για την άσχημη συμπεριφορά του, εξιλεώνεται και μοιράζεται τις εορταστικές μέρες με τον εργαζόμενο της επιχείρησής του που μέχρι πρότινος ταλαιπωρούσε και εκμεταλλευόταν.
Η καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων στον Δυτικό Πολιτισμό Τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα του Ντίκενς αναζωπύρωσαν τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Αγγλία. Όσο ο Ντίκενς έγραφε την νουβέλα, περιπλανιόταν για πολλές ώρες στις χριστουγεννιάτικες αγορές της Αγγλίας, αλλά και στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου. Με την πένα του κατάφερε να μεταφέρει το κλίμα των εορτών και σταδιακά να επαναφέρει στις μνήμες των ανθρώπων τη χαρά και τον ενθουσιασμό των Χριστουγέννων. Το εξώφυλλο του βιβλίου «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» Την εποχή που εκδόθηκε το μυθιστόρημα του Ντίκενς, τα Χριστούγεννα δεν γιορτάζονταν παραδοσιακά. Τον 16ο αιώνα και με την Αγγλική Μεταρρύθμιση, ο εορτασμός των Χριστουγέννων διατηρήθηκε αλλά η ισχυρή πουριτανική και Καλβινιστική νοοτροπία υποστήριξε ότι μόνο αυτά που ήταν γραμμένα στην Αγία Γραφή θεωρούνταν χριστιανικές γιορτές. Έτσι επέτρεπε να γιορτάζεται μόνο η Μεγάλη Παρασκευή. Τα Χριστούγεννα ήταν αποτέλεσμα του 4ου αιώνα όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος αντικατέστησε την παγανιστική εορτή της γέννησης του Ήλιου, με τη γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου. Τελικά, μετά την αποκατάσταση του Αγγλικανισμού στην Βρετανία και την παρέμβαση του Καρόλου ΙΙ, τέλη του 17ου αιώνα, τα Χριστούγεννα αποκαταστάθηκαν. Ο Ντίκενς γράφοντας για στολισμένους δρόμους και χριστουγεννιάτικα δέντρα για γκι και δεντρολίβανα, βοήθησε στην καθιέρωση του εορταστικού κλίματος….
……
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου: Καλλιόπη Γιακουμή