“Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ”
“Η ζωή εν τάφω “
Δημοσιεύτηκε αρχικά: 1924
Συγγραφέας: Στρατής Μυριβήλης
Είδος: Μυθοπλασία
Συγγραφέας: Στρατής Μυριβήλης
Είδος: Μυθοπλασία
γράφει ο Νίκος Βιτωλιώτης
“Η ζωή εν τάφω”
Η ελληνική λογοτεχνία των αρχών του 20ου αιώνα, έχει να επιδείξει πολλούς και αξιόλογους δημιουργούς. Ένας από αυτούς, ο οποίος κατατάσσεται από τους ειδικούς στη λεγόμενη Γενιά του ’30, είναι ο Στράτης Μυριβήλης. Ο Μυριβήλης, γεννήθηκε στην υπό οθωμανική κατοχή Λέσβο το 1890, όπου τελείωσε και το σχολείο. Το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, πολέμησε και τραυματίστηκε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Πολέμησε και πάλι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ πήρε μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε το 1922 και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε ως εκδότης, δημοσιογράφος και μυθιστορηματογράφος. Το 1932, μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες, κυρίως ως χρονογράφος και διηγηματογράφος. Το 1938 διορίσθηκε στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Πέθανε στην Αθήνα, το 1969.
Το έργο του Μυριβήλη, εκτός από τα δημοσιογραφικά του κείμενα, περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Τα τρία γνωστότερα μυθιστορήματά του, τα οποία συνιστούν κατά κάποιον τρόπο μια χαλαρή τριλογία, είναι Η ζωή εν τάφω, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια και Η Παναγιά Γοργόνα. Το πρώτο εξ αυτών, βασίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες, ως στρατιώτη, στο ελληνοσερβικό μέτωπο, το 1917. Κατά την προσωπική μου άποψη, πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα αφηγήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αποσπάσματα του οποίου είχαμε οι περισσότεροι την ευκαιρία να διαβάσουμε στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου και του Λυκείου. Η ζωή εν τάφω, που πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα της Λέσβου Καμπάνα, μεταξύ του 1923 και του 1924, εκδόθηκε σχεδόν αμέσως με τη μορφή μυθιστορήματος και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, έχει δε αναγνωριστεί διεθνώς, ως κορυφαίο αντιπολεμικό έργο.
Αυτό ακριβώς είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της Ζωής εν τάφω: αυτό που προβάλλεται από τον Μυριβήλη, δεν είναι η ηρωική διάσταση του πολέμου, ο οποίος, χωρίς να φτάνει σε ακραίους μελοδραματισμούς, τονίζει την ανθρώπινη πλευρά του, μέσα από τα μάτια ενός απλού εθελοντή, που βρέθηκε στο μέτωπο, για να πολεμήσει για τα ιδανικά του. Το βιβλίο έχει τη μορφή του λεγόμενου επιστολικού μυθιστορήματος, γεγονός που του προσδίδει μέγιστη αληθοφάνεια: ο Μυριβήλης στον πρόλογό του, δηλώνει ρητά, ότι αυτό που δημοσιεύει είναι η αλληλογραφία ενός μυτιληνιού λοχία του πεζικού, του Αντώνη Κωστούλα με την αγαπημένη του. Τα γράμματα αυτά, περιήλθαν στην κατοχή του όταν ο Κωστούλας σκοτώθηκε και εκείνος ανέλαβε να επιστρέψει στους ανθρώπους του τα προσωπικά του αντικείμενα.
Τα πρώτα γράμματα του Κωστούλα περιγράφουν την αναχώρησή του από το νησί και την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη και από εκεί, την προώθησή του, μαζί με την υπόλοιπη μονάδα του, στο μέτωπο, υπό τις διαταγές των αγγλογαλλικών στρατευμάτων, που είχαν ήδη αποβιβασθεί, κατόπιν συμφωνίας με την κυβέρνηση Βενιζέλου. Σταδιακά, η όποια χαλαρή διάθεση που μπορεί να υπάρχει σε μια ομάδα νέων ανθρώπων και δη κοντοχωριανών, αντικαθίσταται από μια ανησυχία και τελικά μετατρέπεται στον καθημερινό φόβο και τον αγώνα για επιβίωση, μέσα στα χαρακώματα που ομοιάζουν με τάφους. Απέναντι, οι στρατιώτες των κεντρικών αυτοκρατοριών και οι σύμμαχοί τους, χωμένοι και αυτοί στα χαρακώματα και στο ενδιάμεσο, τα τρομερά συρματοπλέγματα. Και πάνω από όλα, τα δηλητηριώδη αέρια, που εκτοξεύονται εκατέρωθεν, που σου καίνε τους πνεύμονες και τα μάτια και που αν δεν σε σκοτώσουν, σου αφήνουν κουσούρια για το υπόλοιπο της ζωής σου.
Λόγω της φρίκης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως για τον άμαχο πληθυσμό όλων των αντιμαχομένων πλευρών, οι περισσότεροι σύγχρονοί μας τείνουν είτε να ξεχνούν, είτε να παραβλέπουν τη φρίκη του προηγούμενου πολέμου, που ακόμα στο εξωτερικό ονομάζεται ευρέως Ο Μεγάλος Πόλεμος. Αυτός, σε πολλές εκφάνσεις του ήταν πολύ χειρότερος από τον επόμενο, περισσότερο για τους στρατιώτες που πολέμησαν στα πολλά μέτωπα, θαμμένοι ζωντανοί στα χαρακώματα, τροφή για τα εχθρικά μυδραλιοβόλα, όταν επιχειρούσαν συχνά-πυκνά τις λεγόμενες αντεπιθέσεις. Αυτή τη φρίκη, από την πλευρά του απλού στρατιώτη, περιγράφει ο Μυριβήλης, όπως την έζησε ο ίδιος. Η Ζωή εν τάφω, είναι ένα ρεαλιστικό, ωμό ανάγνωσμα, που χαρακτηρίζεται από τις αποκαλυπτικές σκηνές, την αμεσότητα της γραφής και της ζωντάνιας των διαλόγων. Η Ζωή εν τάφω, είναι τελικά, μεταξύ άλλων, ένας ύμνος στον άνθρωπο, στην αγάπη του για τη ζωή, στα όνειρά του που δεν ξεθωριάζουν και στις ελπίδες που δεν παύει να τρέφει, ακόμα και μέσα στο κλειστοφοβικό σκηνικό των χαρακωμάτων, όπου η επιβίωση είναι το πρώτο ζητούμενο.
Ο συγκλονιστικός και ανθρώπινος λόγος του Μυριβήλη κορυφώνεται κατά τη γνώμη μου σε δύο σημεία: στη σκηνή με την παπαρούνα αλλά και στο τέλος. Ο ίδιος, γλύτωσε από τον θάνατο, επιβίωσε και ξαναπολέμησε λίγα χρόνια αργότερα, όμως, πολλοί σύντροφοί του δεν γύρισαν ποτέ και αυτό ίσως του δημιουργούσε ένα είδος τύψεων. Για τον λόγο ίσως τούτο, ο συγγραφέας «θυσιάζει» στη θέση του τον ήρωά του, τον Αντώνη Κωστούλα, ο οποίος βρίσκει άδοξο θάνατο, εξισορροπώντας κατά κάποιον τρόπο το ισοζύγιο ζωής-θανάτου, δικαιολογώντας (αλήθεια, σε ποιόν;) τη δική του επιβίωση. Τελικά, γύρισε ποτέ ο ίδιος από το μέτωπο;
Η ζωή εν τάφω είναι ένα βασικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα, που όλοι πρέπει κάποια στιγμή να διαβάσουν. Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Μυριβήλης, θα κέρδιζε τη λογοτεχνική αθανασία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένα άλλο, εξίσου διάσημο μυθιστόρημα, το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο του Γερμανου Ε. Μ. Ρέμαρκ, διεκδίκησε την πρωτοτυπία, όμως το έργο του Μυριβήλη εκδόθηκε πρώτο και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Το έργο του Μυριβήλη, εκτός από τα δημοσιογραφικά του κείμενα, περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Τα τρία γνωστότερα μυθιστορήματά του, τα οποία συνιστούν κατά κάποιον τρόπο μια χαλαρή τριλογία, είναι Η ζωή εν τάφω, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια και Η Παναγιά Γοργόνα. Το πρώτο εξ αυτών, βασίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες, ως στρατιώτη, στο ελληνοσερβικό μέτωπο, το 1917. Κατά την προσωπική μου άποψη, πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα αφηγήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αποσπάσματα του οποίου είχαμε οι περισσότεροι την ευκαιρία να διαβάσουμε στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου και του Λυκείου. Η ζωή εν τάφω, που πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα της Λέσβου Καμπάνα, μεταξύ του 1923 και του 1924, εκδόθηκε σχεδόν αμέσως με τη μορφή μυθιστορήματος και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, έχει δε αναγνωριστεί διεθνώς, ως κορυφαίο αντιπολεμικό έργο.
Αυτό ακριβώς είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της Ζωής εν τάφω: αυτό που προβάλλεται από τον Μυριβήλη, δεν είναι η ηρωική διάσταση του πολέμου, ο οποίος, χωρίς να φτάνει σε ακραίους μελοδραματισμούς, τονίζει την ανθρώπινη πλευρά του, μέσα από τα μάτια ενός απλού εθελοντή, που βρέθηκε στο μέτωπο, για να πολεμήσει για τα ιδανικά του. Το βιβλίο έχει τη μορφή του λεγόμενου επιστολικού μυθιστορήματος, γεγονός που του προσδίδει μέγιστη αληθοφάνεια: ο Μυριβήλης στον πρόλογό του, δηλώνει ρητά, ότι αυτό που δημοσιεύει είναι η αλληλογραφία ενός μυτιληνιού λοχία του πεζικού, του Αντώνη Κωστούλα με την αγαπημένη του. Τα γράμματα αυτά, περιήλθαν στην κατοχή του όταν ο Κωστούλας σκοτώθηκε και εκείνος ανέλαβε να επιστρέψει στους ανθρώπους του τα προσωπικά του αντικείμενα.
Τα πρώτα γράμματα του Κωστούλα περιγράφουν την αναχώρησή του από το νησί και την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη και από εκεί, την προώθησή του, μαζί με την υπόλοιπη μονάδα του, στο μέτωπο, υπό τις διαταγές των αγγλογαλλικών στρατευμάτων, που είχαν ήδη αποβιβασθεί, κατόπιν συμφωνίας με την κυβέρνηση Βενιζέλου. Σταδιακά, η όποια χαλαρή διάθεση που μπορεί να υπάρχει σε μια ομάδα νέων ανθρώπων και δη κοντοχωριανών, αντικαθίσταται από μια ανησυχία και τελικά μετατρέπεται στον καθημερινό φόβο και τον αγώνα για επιβίωση, μέσα στα χαρακώματα που ομοιάζουν με τάφους. Απέναντι, οι στρατιώτες των κεντρικών αυτοκρατοριών και οι σύμμαχοί τους, χωμένοι και αυτοί στα χαρακώματα και στο ενδιάμεσο, τα τρομερά συρματοπλέγματα. Και πάνω από όλα, τα δηλητηριώδη αέρια, που εκτοξεύονται εκατέρωθεν, που σου καίνε τους πνεύμονες και τα μάτια και που αν δεν σε σκοτώσουν, σου αφήνουν κουσούρια για το υπόλοιπο της ζωής σου.
Λόγω της φρίκης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως για τον άμαχο πληθυσμό όλων των αντιμαχομένων πλευρών, οι περισσότεροι σύγχρονοί μας τείνουν είτε να ξεχνούν, είτε να παραβλέπουν τη φρίκη του προηγούμενου πολέμου, που ακόμα στο εξωτερικό ονομάζεται ευρέως Ο Μεγάλος Πόλεμος. Αυτός, σε πολλές εκφάνσεις του ήταν πολύ χειρότερος από τον επόμενο, περισσότερο για τους στρατιώτες που πολέμησαν στα πολλά μέτωπα, θαμμένοι ζωντανοί στα χαρακώματα, τροφή για τα εχθρικά μυδραλιοβόλα, όταν επιχειρούσαν συχνά-πυκνά τις λεγόμενες αντεπιθέσεις. Αυτή τη φρίκη, από την πλευρά του απλού στρατιώτη, περιγράφει ο Μυριβήλης, όπως την έζησε ο ίδιος. Η Ζωή εν τάφω, είναι ένα ρεαλιστικό, ωμό ανάγνωσμα, που χαρακτηρίζεται από τις αποκαλυπτικές σκηνές, την αμεσότητα της γραφής και της ζωντάνιας των διαλόγων. Η Ζωή εν τάφω, είναι τελικά, μεταξύ άλλων, ένας ύμνος στον άνθρωπο, στην αγάπη του για τη ζωή, στα όνειρά του που δεν ξεθωριάζουν και στις ελπίδες που δεν παύει να τρέφει, ακόμα και μέσα στο κλειστοφοβικό σκηνικό των χαρακωμάτων, όπου η επιβίωση είναι το πρώτο ζητούμενο.
Ο συγκλονιστικός και ανθρώπινος λόγος του Μυριβήλη κορυφώνεται κατά τη γνώμη μου σε δύο σημεία: στη σκηνή με την παπαρούνα αλλά και στο τέλος. Ο ίδιος, γλύτωσε από τον θάνατο, επιβίωσε και ξαναπολέμησε λίγα χρόνια αργότερα, όμως, πολλοί σύντροφοί του δεν γύρισαν ποτέ και αυτό ίσως του δημιουργούσε ένα είδος τύψεων. Για τον λόγο ίσως τούτο, ο συγγραφέας «θυσιάζει» στη θέση του τον ήρωά του, τον Αντώνη Κωστούλα, ο οποίος βρίσκει άδοξο θάνατο, εξισορροπώντας κατά κάποιον τρόπο το ισοζύγιο ζωής-θανάτου, δικαιολογώντας (αλήθεια, σε ποιόν;) τη δική του επιβίωση. Τελικά, γύρισε ποτέ ο ίδιος από το μέτωπο;
Η ζωή εν τάφω είναι ένα βασικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα, που όλοι πρέπει κάποια στιγμή να διαβάσουν. Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Μυριβήλης, θα κέρδιζε τη λογοτεχνική αθανασία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένα άλλο, εξίσου διάσημο μυθιστόρημα, το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο του Γερμανου Ε. Μ. Ρέμαρκ, διεκδίκησε την πρωτοτυπία, όμως το έργο του Μυριβήλη εκδόθηκε πρώτο και αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν.
Please follow and like us: