“ΓΕΝΙΕΣ”
Γράφει ο Βαγγέλης Μαργιωρής
Γενιές…
Η πόρτα πίσω του έκλεισε με θόρυβο, χωρίζοντας τους δύο κόσμους.
Από τη μία αυτός και το μέλλον που τον περίμενε.
Από την άλλη εκείνοι και τα 19 χρόνια που είχε ζήσει μαζί τους.
Δεν ακούγονταν τώρα οι φωνές τους. Του είχαν πει, αν φύγεις να μην έρθεις ξανά. Αν κλείσεις τώρα τη πόρτα, δεν θα σου ανοίξουμε ποτέ. Κι εκείνος την έκλεισε. Έπρεπε να το κάνει. Κι εκείνοι έπρεπε να μείνουν μόνοι να κοιτάζουν το ξύλο της. Να προσπαθούν να σκεφτούν τι είχε μόλις συμβεί. Να προσπαθούν να καταλάβουν, πότε και πόσο είχε μεγαλώσει το χάσμα. Αυτό, το χάσμα των γενεών! Αυτή η απόσταση που δεν υπάρχει, μα δημιουργείται, μέρα με τη μέρα. Λέξη με τη λέξη. Ιδέα με την ιδέα. Πότε αλήθεια ήταν που, είχε σταματήσει να τους πιστεύει; Κάποτε, αυτός το θυμόταν καλά, ήταν οι δύο μοναδικοί του Θεοί. Αυτοί το φως, αυτοί η αλήθεια, αυτοί η γνώση. Πότε ήταν που τα είχε μάθει όλα; Που είχε σταματήσει να τους ακούει; Δεν ήταν πάντα έτσι, αυτοί το ήξεραν. Εκεί, γύρω στα δώδεκα, εκεί ήταν που το παιδί τους, πλέον τα ήξερε όλα. Ή που νόμιζε ότι τα ήξερε. Τότε ήταν που φτιάχτηκε η ρωγμή. Ή τότε τουλάχιστον, θυμόνταν και οι δυο τους ότι είχε φτιαχτεί. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
Το χάσμα μεγάλωνε. Το παιδί τους ήξερε όλο και περισσότερα για τον κόσμο -αλήθεια από ποιόν τα μάθαινε- κι εκείνοι όλο και πιο λίγα. Μα δεν ήταν έτσι! Τον κόσμο αυτοί τον ήξεραν καλά, καλύτερα από τον καθένα, έτσι του έλεγαν κι αυτός θύμωνε. Αυτός θύμωνε όταν τους άκουγε να μιλάνε με τόση σιγουριά για πράγματα που αγνοούσαν. Αυτοί θύμωναν όταν τους αμφισβητούσε. Εμπειρία ζωής, έτσι το έλεγαν. Κι έπρεπε να του τη διδάξουν. Να του την επιβάλλουν. Με το ζόρι φυσικά. Το καλύτερο όπλο που διαθέτει η εμπειρία, σκεφτόταν αυτός, είναι η βία κι ο εξαναγκασμός. Το παλιό παραμένει με την κεκτημένη βία και το νέο αντιμάχεται με την κεκτημένη ορμή. Την γνώριζαν την ορμή του. Τους παρέσυρε όποτε ξεχυνόταν ανεξέλεγκτη από το στόμα του. Ιδέες καινούργιες, αδοκίμαστες και μισότυφλες κι όμως αυτός εκεί, να επιμένει για την ορθότητά τους. Δίχως να τους ακούει αυτούς. Αυτούς που μέσα από τόσες δυσκολίες κι αναποδιές, μέσα από τόσες ατυχίες και παλινωδίες, είχαν βρει το σωστό. Είχαν βρει το δίκιο! Κι αυτός αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν, σε ένα κόσμο τόσα άδικα φτιαγμένο, να γνωρίζουν οι γονείς του, οτιδήποτε για το δίκιο. Τα μάτια τους κοιτούσαν τη πόρτα.
Αυτός είχε φύγει, αφήνοντάς τους με το δίκιο τους μετέωρο, δίχως μέλλον.
Ήταν λάθος όλο αυτό και το ήξεραν. Δεν έπρεπε να επιβάλλουν, έπρεπε να στηρίζουν. Έσκαβαν κι αυτοί τόσα χρόνια το χάσμα. Κι από τα δικά τους χέρια είχε μεγαλώσει. Η πλάτη του στραμμένη προς τη πόρτα κι αυτός ατένιζε με τρόμο το μέλλον. Ήταν εκεί για εκείνον, τρομακτικό και γοητευτικό. Τον περίμενε δίχως να του αφήνει καμιά ελπίδα για έλεος. Αν ήθελε αυτός να ανακαλύψει τις δικές του αλήθειες, το δικό του δίκιο, θα γινόταν με πόνο. Όμοια όπως τα είχαν ανακαλύψει όλοι πριν από αυτόν. Η πόρτα άνοιξε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Πάλευαν να μικρύνουν το χάσμα.
Ήξεραν όλοι ότι, αν το άφηναν να ανοίξει λίγο ακόμα, θα τους κατάπινε όλους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
Please follow and like us: