3.2 C
Greece
25 Οκτωβρίου, 2024
ΑΡΘΡΑ ΑΡΘΡΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ-ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΡΓΟ ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ

ΑΝΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ: Έλληνας! σου λέει ο άλλος. Δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας, δε λέω. Πήραμε δρόμο στραβό σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο. Μα δεν είμαστε και ντιπ για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε. Θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα.

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας
(Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.
Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα “Ο ζητιάνος”, και η συλλογή διηγημάτων “Λόγια της πλώρης”, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.
Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας — έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση — το 1920, με το βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Kρητική Eπανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.
Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρio του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνε.

Η ζωή του

Πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, και είχε συνολικά έντεκα αδέρφια από τα οποία επέζησαν μόνο τα οχτώ (τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια). Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών. Στην Πάτρα, πόλη με σημαντική πνευματική κίνηση, ο Καρκαβίτσας γνώρισε τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέθηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.Η νεότητα

Το 1883 τελειώνοντας το γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περισσότερο λόγω της ανάγκης του για ένα σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα παρά λόγω έφεσης προς αυτήν την επιστήμη.
Το σπίτι του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα Λεχαινά Ηλείας
Το σπίτι του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα Λεχαινά Ηλείας
Εξάλλου εκείνα τα χρόνια, σφοδρά ερωτευμένος με μια συντοπίτισσά του, τη Γιούλη, έπρεπε να έχει ένα επάγγελμα που θα εξασφάλιζε τη ζωή της Γιούλης για να μπορέσει να την παντρευτεί.
 Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στην Αθήνα, εισχώρησε στον πνευματικό κόσμο της εποχής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο. Από το 1885 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και νουβέλες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και άρθρα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και λαογραφικά κείμενα».
Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Τότε άρχισε και τη συνεργασία του με τα περιοδικά Εβδομάς του Καμπούρογλου, Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χιώτη και την Εστία, πολυπόθητος στόχος κάθε νέου συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1886 όταν βρισκόταν στα Λεχαινά αρρώστησε από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγιείας του, που συχνά στο εξής του δημιουργούσε προβλήματα.
Το φθινόπωρο του 1887 επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο και έγραψε άρθρα για το Αρχειοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου που δημοσιεύτηκαν στη Νέα εφημερίδα. Το 1888 έμαθε ότι η αγαπημένη του Γιούλη τελικά παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο Αθηναίο, και από τότε δεν ξαναερωτεύτηκε ούτε και παντρεύτηκε ποτέ του.
Το καλοκαίρι του 1888 επισκέφθηκε τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα. Επισκέφθηκε και τη γνωστή κωμόπολη Χρυσό, όπου αρρώστησε και πάλι από πνευμονία, ενώ παράλληλα συνέλεγε λαογραφικό υλικό για τα μετέπειτα διηγήματά του.
Τα Χριστούγεννα του 1888 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή με «Λίαν Καλώς». Συνέχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε περισσότερα τώρα περιοδικά, όπως στο Ημερολόγιο του Σκόκου και στο Ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά», καθώς και σε εφημερίδες, όπως στην Ακρόπολη, την Καθημερινή και την Εφημερίδα.

Η μέση ηλικία

Στις αρχές του 1889 προσλήφθηκε ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα με μισθό 100 δρχ. (σημαντικός μισθός εκείνη την εποχή) και παρέδωσε πολλά άρθρα λαογραφικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά. Όμως η κατάταξη στο στρατό, από τον οποίο είχε ήδη πάρει αναβολή το 1889 τον ανάγκασε να ακυρώσει αυτές τις δραστηριότητες. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, στη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης. Από εκείνη την περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι θα επισκεφτεί πολλές φορές τα Κράβαρα, και θα μαζέψει το υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, στο Ζητιάνο. Μάλιστα, τις πρώτες εντυπώσεις του από το φαινόμενο της ζητιανιάς τις δημοσίευσε αμέσως στην Εφημερίδα προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις από τους απανταχού Κραβαρίτες, που θυμωμένοι κάποιοι τον κάλεσαν σε μονομαχία, ενώ κάποιοι άλλοι έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στην εφημερίδα του.
Τον Ιούνιο του 1891 μετατέθηκε στη Λάρισα. Η ζωή εκεί θα του προμηθεύσει και το υπόλοιπο υλικό για το Ζητιάνο του. Το 1891 τελείωσε τη θητεία του, και άρχισε περιοδεία στην Πελοπόννησο. Από εκεί έγραψε για το περιοδικό Εστία τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας.
Τον Οκτώβριο του 1891 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο Αθηνά της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας. Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο Σ’ Ανατολή και Δύση και στη συνέχεια τροφοδότησαν την συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης.
Το καλοκαίρι του 1895 και έχοντας ήδη φύγει από τη θαλασσινή ζωή, επισκέφθηκε ξανά την ορεινή Ναυπακτία και τα Κράβαρα ενόσω διατελούσε ιατρός στην κοινότητα Άμπλιανη Ευρυτανίας. Εκεί τελείωσε τον Ζητιάνο του και άρχισε τον Αρματωλό.
Τον Αύγουστο του 1896 κατατάχθηκε στο Στρατό ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός, αφού πρώτα είχε δημοσιεύσει τον Ζητιάνο του, σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία. Το Ιανουάριο 1897 έφυγε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για την Κρήτη, για να βοηθήσει στην Επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκεί, και κατόπιν ακολούθησε το εκστρατευτικό σώμα και στη Θεσσαλία. Την αμέσως επόμενη χρονιά κέρδισε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας, με το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα».
Η υγεία του εξακολούθησε να μην είναι καλή, ενώ άρχισαν να τον ταλαιπωρούν και ρευματισμοί. Σιγά-σιγά, η λογοτεχνική του παραγωγή στέρευε, για να σταματήσει τελείως το 1910. Ασχολούνταν περισσότερο με την πολιτική και την επιβολή της δημοτικής γλώσσας. Αρθρογραφούσε στον Νουμά, που ήταν το όργανο των δημοτικιστών, στην Ακρόπολη και στον Χρόνο, καταφερόμενος εναντίον του Διληγιάννη και άλλων που τους θεωρούσε εμπόδιο στη προκοπή του έθνους.
Το 1908 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας του Νικολάου Πολίτη. Το 1909 ξαναπήγε με τη στρατολογική επιτροπή στη Θεσσαλία, και σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Σκιάθο, συνάντησε τον Παπαδιαμάντη. Το 1910 συμμετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, το Λορέντζο Μαβίλη και άλλους που αγωνίζονταν για την αναμόρφωση της Παιδείας πάνω σε καινούριες βάσεις. Το 1911, μαζί με άλλους συγγραφείς, τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού για τη λογοτεχνική του προσφορά.
Ενεργό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδί και ταυτόχρονα το κίνημα των δημοτικιστών εναντίον των «προγονόπληκτων», ως ενεργό μέλος της Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας που αγωνίζονταν για την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις δημόσιες πλευρές της ζωής του έθνους.
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–1913. Το 1916 αντέδρασε στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό φυλακίστηκε για λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη και μετά τέθηκε αυτεπάγγελτα σε αποστρατεία. Κατόπιν περιορίστηκε πρώτα στην πατρίδα του, τα Λεχαινά και έπειτα στη Γέρα στη Μυτιλήνη.

H ωριμότητα και το τέλος

Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς.
Το 1920 επανήλθε στο στράτευμα με το βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Το 1920 ανέλαβε &mdash τελευταία του δουλειά — τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, εργάσθηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα Διηγήματα των παλικαριών μας και τα Διηγήματα του γυλιού».
Φωτογραφία, του 1900, με τη στολή του υπιάτρου
Φωτογραφία, του 1900, με τη στολή του υπιάτρου
Πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, με την πικρή γεύση της Μικρασιατικής καταστροφής, που αποτέλεσε το τέλος των ονείρων όχι μόνο του Καρκαβίτσα αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων. Άφησε τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του και τα χειρόγραφά του στο Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Αρχείων του Κράτους.

Η προσωπικότητά του

Την πιο χαρακτηριστική περιγραφή της προσωπικότητας του Καρκαβίτσα, την έχει δώσει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος έχει γράψει τα εξής: «Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη [1888], ὁ Καρκαβίτσας ἦτο μόλις εἰκοσαετής, ἀδέξιος εἰς τὰς κινήσεις καὶ μᾶλλον ἄκομψος ἢ ἀπέριττος εἰς τὴν ἐνδυμασίαν, τύπος σχεδὸν κοινὸς νεαροῦ ἐπαρχιώτου ποὺ πρωτοέρχεται εἰς τὰς Ἀθήνας νὰ σπουδάσῃ, μὲ τὴν μαγκουρίτσαν του, μὲ τὸ μουστακάκι του, μὲ ἀνήσυχα μαῦρα μάτια, ὄχι πολὺ εὔμορφα, μὲ κάποιαν ἔκφρασιν πονηρίας εἰς τὴν φυσιογνωμίαν ἐκείνην, τὴν προδίδουσαν τὴν μοραΐτικη καταγωγήν, καὶ μὲ ὡραῖο πλατὺ μέτωπον, τὸ μόνον ἴσως φωτεινόν χαρακτηριστικόν, τὸ μαρτυροῦν ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος ἦτο κάποιος. Καὶ ἦτο ἤδη ὁ συγγραφεὺς τοῦ Ἀφωρεσμένου […] Δὲν θαυμάζω μόνον τὸν Καρκαβίτσαν ὡς συγγραφέα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγαπῶ ὡς ἄνθρωπον. Εἶναι καλός. Οὔτε θὰ ἔβρισκα ἄλλη λέξιν διὰ νὰ τὸν χαρακτηρίσω, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ μεταχειριζόμεθα τόσο συχνά καὶ διὰ τόσο πολλούς. Ἁπλοῦς, ἀφελῆς, ἴσιος, δὲν ἔχει οὔτε ταπεινὰ πάθη, οὔτε γελοίους ἐγωισμούς, οὔτε μίση προσωπικὰ καὶ ἀνόητα, οὔτε κἂν τὰς ἀδυναμίας, τὰς στρυφνότητας, τὰς ἰδιοτροπίας ἐκείνας τὰς παιδικάς, ποὺ μερικοὺς ἄλλους “μεγάλους ἄνδρας” τοὺς κάμνουν ἀνυπόφορους. Ποτὲ δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἔργα του, ποτὲ δὲν προβάλλει ἀπαιτητικὸν καὶ καταθλιπτικὸν τὸ ἐγώ του. Κάποτε εἶχα γράψει μὲ πολὺν ἐνθουσιασμὸν διὰ τὰ Λόγια τῆς Πλώρης του. Τελευταίως εἶχα ἐπικρίνει τὸνἈρχαιολόγον του. Ὁ Καρκαβίτσας μὲ εὐχαρίστησε μὲ τὴν ἴδιαν γαλήνην καὶ διὰ τὰς δύο κριτικάς, ἐνῶ ἄλλος διὰ τὴν δευτέραν ἠμποροῦσε νὰ μοῦ θυμώσῃ. Μοῦ ἀρέσει ὁ χαρακτήρ του ὁ ἄκαμπτος, ὁ ἀνένδοτος, ἐκεῖ ποὺ πρέπει, καὶ ὁ μαλακός, ὁ ἐνδοτικότατος, πάλιν ἐκεῖ ποὺ πρέπει. Μοῦ ἀρέσει ἡ ζωή του ἡ ἥσυχη, ἡ ἀθόρυβη, ἡ μοναχική, ἡ ἐλεύθερη καὶ ἡ ἀμέριμνη. Μοῦ ἀρέσει ἡ μουρμούρα του, ὅταν παραπονῆται διὰ τὴν κατάστασιν καὶ τὰ βάζῃ μὲ ὅλους, πρῶτα πρῶτα μὲ τὸν “ἄθλιον” ἑαυτόν του. Μοῦ ἀρέσει ἡ φαιδρότης του, ὅταν ακούῃ ἢ διηγῆται ἀστεῖα, ὅταν πειράζῃ μὲ ἀμίμητην τέχνην τοὺς πειραζομένους, καὶ ὅταν ἀνακαινίζεται εἰς ἕνα θαυμάσιον γέλιο ἀπὸ τὴν καρδιά του, ποὺ εἶναι νομίζεις ἡ μεγαλυτέρα εὐτυχία τῆς ζωῆς του. Μοῦ ἀρέσει ἡ μελαγχολία του, ἡ κατήφεια καὶ ἡ βουβαμάρα ποὺ τὸν πιάνει καμμιὰ φορὰ μεταξὺ φίλων εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ Ζαχαράτου ἢ εἰς τὸ σαλόνι τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ δὲν ἠξεύρεις ἂν εἶναι θυμός, ἂν εἶναι νύστα ἢ ἂν εἶναι ρέμβη δημιουργίας κανενὸς ἀριστουργήματος.»

Το έργο του

Γλώσσα

Ο Καρκαβίτσας άρχισε να γράφει στην καθαρεύουσα αλλά από τη δεκαετία του 1890 και μετά την εγκατέλειψε για τη δημοτική, που συγκινούσε όλο και περισσότερα πνεύματα την εποχή εκείνη. Γράφει για την καθαρεύουσα, το 1892: «Της ρίχνεις χρυσάφι και σου βγάζει κάρβουνο· της ρίχνεις φωτιά και σου βγάζει στάχτη· της ρίχνεις αίμα και σου βγάζει λαχανόζουμο.» Ωστόσο δεν θα επικροτήσει ούτε τις ακρότητες της γλώσσας του Ψυχάρη, υποστηρίζοντας σε πολλά άρθρα του ότι ήταν μια γλώσσα το ίδιο εργαστηριακή και επινοημένη όσο σχεδόν και η γλώσσα των καθαρευουσιάνων.
« «Αρχάγγελο» το λεν, έχει φιγούρα δέλφινα… έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο. Πρόφθασε να ορθοπλωρίσει και κείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι’ αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ’ αδέλφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κ’ έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά. (από το διήγημα «Ναυάγια», Λόγια της πλώρης) »
Η δημοτική του Καρκαβίτσα όμως είναι μια γλώσσα όλο δύναμη και παραστατικότητα που αντλεί το λεξιλόγιο και το συντακτικό της κατευθείαν από τη λαϊκή ψυχή. Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, η δημοτική του Καρκαβίτσα στο σύνολό της και στο δέσιμό της, στην αφήγηση όσο και στο διάλογο είναι ένα από τα δυο τρία υποδειγματικά κείμενα πεζού λόγου στη δημοτική.[13] Μάλιστα, επεξεργάστηκε στη δημοτική πολλά διηγήματα που τα είχε πρωτογράψει στην καθαρεύουσα.
Κατά τον Αντώνη Καραντώνη, «ο Καρκαβίτσας στάθηκε ο νευρώδης και ρεαλιστής ραψωδός της υπαίθριας ζωής του ελληνικού λαού. Του Καρκαβίτσα η γλώσσα, λαϊκή, τραχιά, παραστατική, μυρίζει θυμάρι και βροντά σα νερό που κατρακυλάει από τα βράχια.»

Θεματολογία

Σύμφωνα με τον Νίκο Παππά, ο Καρκαβίτσας είναι συγγραφέας με κοινωνικό περιεχόμενο. Ολόκληρη η νεοελληνική κριτική τον καταγράφει σαν ένα περιγραφικό στυλίστα, που έδωσε σπουδαίες εικόνες από την ελληνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για μια ενσυνείδητη συγγραφική διείσδυση στα κακώς κείμενα της ελληνικής ζωής και της κοινωνίας γενικότερα, και τα οποία καυτηριάζει και σατυρίζει κριτικά, ή τα προβάλλει με προστατευτική συμπάθεια προς όλους εκείνους, που μοχθούν δίχως ανταμοιβή, φθείρονται δίχως αναγνώριση και σπαράσσονται από τον αγώνα τους προς τα στοιχεία της φύσης και προς τις κοινωνικές αντιξοότητες. Ο Καρκαβίτσας είναι μια φωνή ανθρωπιστική, ένας ουμανιστής χωρίς ιδεολογικές περιχαρακώσεις και πάντα κοντά στον άνθρωπο του λαού.
Ο Αλέξης Ζήρας, βιογραφώντας τον Καρκαβίτσα, σημειώνει ότι «άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων».
Κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, «στο αφηγηματικό του έργο ο Καρκαβίτσας κινείται γύρω από τη ζωή των ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, από τη μια, και της θάλασσας από την άλλη, και — ηθογραφικός κατά βάση — συνδυάζει συνήθως το ρεαλισμό με τη ποίηση. Με ύφος στέρεο και ρωμαλέο σε ότι έγραψε στη δημοτική που το φτερώνει στις καλές του στιγμές μια πηγαία περιγραφική διάθεση, συνθέτει ζωντανές εικόνες των χωριών και της σκληρής ζωής των θαλασσινών. Ρητορικός, γεμάτος επίθετα, και σχήματα λόγου παρουσιάζει την ελληνική επαρχία της εποχής του, ψυχογραφώντας τους ξωμάχους και τους ναυτικούς ή ζωντανεύει ιστορίες από τους ελληνικούς αγώνες. Μα, πίσω από τις διηγήσεις του, υπάρχει πάντα η ιδέα της δημιουργίας ενός νεοελληνικού μύθου και μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας.»
Πιο επικριτικός απέναντι στον Καρκαβίτσα στάθηκε ο Άλκης Θρύλος: «Ο Καρκαβίτσας για την αντίληψή μου, δεν αδικήθηκε από την εποχή του, […] τουναντίον αναδείχτηκε από την εποχή του. Το χαμηλότατο επίπεδό της επέτρεψε να ξεχωρίσουν και συγγραφείς απλά ευσυνείδητοι, προπάντων όταν υπηρετούσαν τον δημοτικιστικό αγώνα που παραμένει η μεγαλύτερη τιμή τους […] κανένα σχεδόν διήγημά του δεν προκαλεί γόνιμη του συνέχεια μέσα στην ψυχή του αναγνώστη, κανένα σχεδόν διήγημά του δεν έχει προέκταση. Κανένα διήγημά του δεν παρουσιάζει ανθρώπους ολοκληρωμένους […] δε διέπλασε κανένα χαρακτήρα. Όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζει είναι μονοκόμματα, ρηχά και συμβατικά.»

Eκδόσεις των έργων του

Σκίτσο του συγγραφέα φιλοτεχνημένο από τον Γεώργιο Ροϊλό, Χριστούγεννα 1898.
Σκίτσο του συγγραφέα φιλοτεχνημένο από τον Γεώργιο Ροϊλό, Χριστούγεννα 1898.
  • Διηγήματα: Α΄ έκδοση σε βιβλίο το 1892 από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη**«Ο Σπαθόγιαννος»: γράφτηκε το 1887 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά, σε τέσσερις συνέχειες στην εφημερίδα Καθημερινή.
    • «Νέοι θεοί»: πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Οκτώβριο του 1889.
    • «Ο αφορεσμένος»: γραμμένο το 1887 και δημοσιεύτηκε σε δέκα συνέχειες στην εφημερίδα Καθημερινή, τον Ιανουάριο του 1888.
    • «Η φλογέρα του»: γραμμένο το 1888, πρωτοδημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Ιανουάριο του 1889.
    • «Γιάννος και Μάρω»: πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Απρίλιο του 1887.
    • «Ημέραι της γριάς»: πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εβδομάς τον Μάιο του 1886.
  • Λόγια της πλώρης: Α΄ έκδοση το 1899 από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη.
    • «Η θάλασσα»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εθνική Αγωγή, σε δυο συνέχειες, στις 15 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 1899.
    • «Οι σφουγγαράδες»: γράφτηκε το 1898 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, την Πρωτοχρονιά του 1899.
    • «Ο βιοπαλαιστής»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιέυτηκε στο περιοδικό Τέχνη τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
    • «Πειράγματα»: πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης την Πρωτοχρονιά του 1898.
    • «Η καπετάνισσα»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άστυ τα Χριστούγεννα του 1898.
    • «Κακότυχος»: γράφτηκε το 1898, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Ναυάγια»: γράφτηκε το 1899 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία στις 2 Μαρτίου του ίδιου έτους.
    • «Η δικαιοσύνη της θάλασσας»: γράφτηκε το 1894 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία την ίδια χρονιά.
    • «Τελώνια»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία σε δύο συνέχειες στις 31 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 1899.
    • «Γέρακας»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Οι κουρσάροι»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Θείον όραμα»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Το γιούσουρι»: γράφτηκε το 1894, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Κακοσημαδιά»: γράφτηκε το 1894, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Εστία το 1895.
    • «Ο εκδικητής»: δημοσιεύτηκε το 1897 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο.
    • «Οι φρεγάδες»: γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Εστία.
    • «Η γοργόνα»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Ο κάτω κόσμος»: γράφτηκε το 1893 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Εστία, με τίτλο «Η τέντα των ναυτικών».
    • «Το βασιλόπουλο»: γράφτηκε το 1894, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Κάβο Μαλιάς»: πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1893 με τίτλο «Τα εφτά φουσάτα».
  • Η Λυγερή: Νουβέλα γραμμένη το 1889. πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία σε 21 συνέχειες. Κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1896 από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη.
  • Ο ζητιάνος: Το έργο γράφτηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία από τις 9 Απριλίου 1896 έως τις 8 Ιουνίου 1898. Σε βιβλίο πρωτοδημοσιεύτηκε από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ- Καργαδούρη το 1897, ενώ η δεύτερη έκδοση έγινε το 1920 από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», με διαφορετικούς τίτλους κεφαλαίων.
  • Παλιές αγάπες: Α΄ έκδοση από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ- Καργαδούρη, το 1900.
    • «Η θυσία»: πρωτοδημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1896 στην εφημερίδα Εστία.
    • «Κρυφός καημός»: γράφτηκε το 1885 και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο περιοδικό Εβδομάς με τίτλο «Ο Χρύσανθος».
    • «Η πατρίδα»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα το 1893.
    • «Ο αποσπασματάρχης»: γράφτηκε στα 1891 και δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1892 ως ταξιδιωτική αφήγηση στο περιοδικό Εστία με τον τίτλο «Ο γάμος της Ασήμως». Στο βιβλίο, το διήγημα μπήκε ξαναδουλεμένο από το συγγραφέα και σε μορφή διηγήματος.
    • «Ηρώων τέκνα»: γράφτηκε το 1896 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία τον ίδιο χρόνο σε 6 συνέχειες.
    • «Τα τυφλοπόντικα»: πρωτοδημοσιεύτηκε με τη μορφή ταξιδιωτικής αφήγησης κα με τον τίτλο «Ο Κερατζής» στο περιοδικό Εστία τον Μάιο του 1892.
    • «Η μητρυιά»: πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10 Απριλίου 1888 στο περιοδικό Εστία με τίτλο «Θανάσης Βρυσώτης».
    • «Τα δυο σκέλεθρα»: γράφτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Λεχαινά, τον Αύγουστο του 1885 και δημοσιεύτηκε στις 25 του ίδιου μήνα στο περιοδικό “Εβδομάς”.
    • «Η Σμυρνιά»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1894 στο Ημερολόγιο Νέα Ελλάς.
    • «Το πάλεμα»: γράφτηκε το 1896, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Ο εβυθός»: γράφτηκε στα Λεχαινά τον Ιούλιο του 1885 και πρωτοδημοσιεύτηκε τον ίδιο μήνα στο περιοδικό Εβδομάς
    • «Η κακή αδερφή»: πρωτοδημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1885 στο περιοδικό Εβδομάς με το τίτλο «Η Κίσσα».
    • «Η μάνα»: γράφτηκε το 1889 και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1890 στο περιοδικό Εστία.
    • «Η γυναίκα»: γράφτηκε το 1891 και πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του ίδιου έτους στην εφημερίδα Το Άστυ.
    • «Θεός αθάνατος»: γράφτκε το 1896 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ την Πρωτοχρονιά του 1897.
  • Ο αρχαιολόγος: Γράφτηκε το 1903. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου είναι άγνωστη και αμφισβητήσιμη. Η δεύτερη έκδοση έγινε από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη το 1904 περιλάμβανε, εκτός από την ομώνυμη νουβέλα, και τέσσερα ακόμα διηγήματα του συγγραφέα: «Πόθος και πόνος», «Το κόνισμα», «Το στοιχειό του σπιτιού της», και «Στις δόξες».
  • Ο αρματολός: Ημιτελές μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας έγραψε μόνο την εισαγωγή ή την αρχή, την οποία δημοσίευσε στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Ιανουάριο του 1906, με το τίτλο «Ο Έξαρχος». Ωστόσο συνέχεια δεν υπήρξε, είτε γιατί ο συγγραφέας δεν το ολοκλήρωσε είτε γιατί δεν θέλησε να προχωρήσει στη δημοσίευσή του[18].
  • Διηγήματα για τα παλικάρια μας: Πέντε διηγήματα γραμμένα στην καθαρεύουσα, με τους διαλόγους στη δημοτική. Α΄ έκδοση από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη το 1922.
    • «Η Χρυσαυγή»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες το 1886 στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα.
    • «Καπετάν Βέργας»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1885 στο περιοδικό Εβδομάς τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
    • «Ο τυφλός μοναχός γράφτηκε και δημοσιεύτηκε και αυτό το 1885 στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα.
    • «Ο λοχίας της κούτρας»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1886, σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εβδομάς.
    • «Η Ασήμω»: πρόκειται για το πρώτο διήγημα του συγγραφέα. Γράφτηκε στα Λεχαινά το 1884 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1885.
  • Διηγήματα του γυλιού: Δεκατέσσερα διηγήματα από τα οποία τα δεκατρία ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα. Ο Καρκαβίτσας τα ξαναεπεξεργάστηκε, στη δομή, στους τίτλους και στη γλώσσα, πριν τα κυκλοφορήσει ξανά σε βιβλίο. Α΄ έκδοση «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη το 1922.
    • «Ο Τζακ»: γράφτηκε στην καθαρεύουσα το 1889 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, με τον τίτλο «Ο αντεροβγάλτης».
    • «Ο κλεφτοκοτάς»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα το 1889.
    • «Το σύγνεφο»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ το 1887.
    • «Το μαγεμένο κουτί»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα το 1889, με τίτλο «Νυκτερινή διασκέδασις».
    • «Ο κουρδοκέφαλος»: γράφτηκε το 1900 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινουπόλεως το 1901.
    • «Ευέλπιδες»: πρωτοδημοσιεύτηκε το 1889.
    • «Πάσχα στα πέλαγα»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1898.
    • «Άρης φιλάνθρωπος»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1900, με τίτλο «Άρης ακίνδυνος».
    • «Το ζούδιο»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1885.
    • «Φραγκαβίλλα»: γράφτηκε στην καθαρεύουσα και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα τον Μάιο του 1885, με τίτλο «Αι δύο αδερφαί».
    • «Το τάμμα»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1887.
    • «Οι καλικάντζαροι»: γράφτηκε το 1888 και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1889 στο περιοδικό Ημερολόγιον του Σκόκου.
    • «Ακαμάτης άγιος»: δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
    • «Εύα»: γράφτηκε το 1896 κατευθείαν στη δημοτική γλώσσα, με τίτλο «Το ψυλλομάζωμα».
  • Θεσσαλονίκη, 2004, Θεσσαλονίκη, Ιανός

Εκπαιδευτικά βιβλία

  • Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού, εκδόσεις Ιωάννη Ν. Σιδέρη, 1918.
  • Η πατρίδα μας. Αρχαία και νέα εποχή. Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, εκδόσεις Δ. Δημητράκου, 1919.
  • Διγενής Ακρίτας. Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού, εκδόσεις Δ. Δημητράκου 1920.
  • Διηγήματα πραγματογνωστικά, με τη συνεργασία του Επ. Παπαμιχαήλ, «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη, 1920.

Εκδόσεις απάντων

  • Άπαντα, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 4 τόμοι. Αθήνα 1973.
  • Άπαντα, εκδόσεις Καπόπουλος, 4 τόμοι. Αθήνα 1973.
  • Τα Άπαντα. Εκδομένα, σκόρπια, ανέκδοτα. Εκδόσεις Χρ. Γιοβάνη, 5 τόμοι. Αθήνα 1973.

Πηγές

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα. Εκδόσεις Καπόπουλος, Αθήνα 1973.

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικό του Ήλιου, τόμος 10, λήμμα «Αντρέας Καρκαβίτσας».

Εγκυκλοπαίδεια Δομή, ζ΄ τόμος, λήμμα «Ανδρέας Καρκαβίτσας»1981

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

“ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΝΗ”, γράφει η Κατερίνα Κοφινά

Καλλιόπη Γιακουμή

“ΤΟΡ 10” – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019

Καλλιόπη Γιακουμή

Τα ακραία και επίπονα μυστικά ομορφιάς των γυναικών στο παρελθόν…

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο