Στην πΈνα” ✒️✒️
Καρλότα (1840-1927)…Μια δυστυχισμένη γυναίκα
Φίλες και φίλοι,
Εγκαινιάζοντας την καινούργια χρονιά και κάτω από την επήρεια πρόσφατων απουσιών προσφιλών μου προσώπων, θα σας διηγηθώ τη ζωή μιας γυναίκας που μόνο επιφανειακά, στα μάτια των πολλών και αδιαφόρων, υπήρξε ευτυχισμένη. Είναι, βλέπετε, πάμπολοι εκείνοι που θεωρούν τον πλούτο και τα αξιώματα πανάκεια και σαφείς προϋποθέσεις μιας ευτυχισμένης ζωής.
Η Σαρλότ (ή Καρλότα στα Ισπανικά) ήταν η μόνη κόρη του Λεοπόλδου Α΄, βασιλιά του Βελγίου, αδελφή του Λεοπόλδου Β΄, του γνωστού αιματοβαμμένου τέρατος και βασιλιά, δεύτερη εξαδέλφη και σύζυγος του Αρχιδούκα της Αυστρίας Μαξιμιλιανού Α΄, του μικρότερου αδελφού του Αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ(συζύγου της Ελίζαμπεθ, γνωστής ως Σίσσυ). Ήταν επίσης πρώτη εξαδέλφη της Βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας και του Φερδινάνδου της Πορτογαλίας.
Η αγαπημένη της γιαγιά, από την πλευρά της μητέρας της ήταν η Μαρία Αμαλία των Δυο Σικελιών, βασίλισσα της Γαλλίας και ανιψιά της Μαρίας Αντουανέττας. Εγγονή και γιαγιά ήταν συνδεδεμένες με ισχυρούς και στενούς δεσμούς, διατηρώντας πυκνή αλληλογραφία, κάθε φορά που η ζωή τις απομάκρυνε.
Στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών έχασε τη μητέρα της από φυματίωση και δόθηκε στην οικογενειακή φίλη Κόμισσα του Χάλστε να την μεγαλώσει. Αν και πολύ μικρή, η Σαρλότ είχε το δικό της σπίτι, αλλά λίγες εβδομάδες κάθε χρόνο διέμενε στο Κλαιρμόν με την αγαπημένη της γιαγιά και τους λοιπούς συγγενείς της νεκρής μητέρας της.
Μεγαλώνοντας, η Σαρλότ έγινε ιδιαίτερα όμορφη και φανερά εύθραυστη. Στα δεκαεπτά της παντρεύτηκε τον Μαξιμιλιανό και άφησε το πατρικό παλάτι, διαμένοντας πλέον στην Ιταλία, ως Αρχιδούκισσα και σύζυγος του κυβερνήτη των αυστριακών επαρχιών της Λομβαρδίας και της Βενετίας, στο παλάτι Μιραμάρε της Τεργέστης. Η θέση αυτή ήταν άνευ σημασίας, αφού στην ουσία κάτοχος της εξουσίας ήταν ο Αυτοκράτορας και αδελφός του Μαξιμιλιανού.
Στην αυτοκρατορική Αυλή της Βιέννης ήταν αρεστή, έχοντας κερδίσει την εύνοια της ισχυρής πεθεράς της Σοφίας, η οποία θεωρούσε την Σαρλότ ως τέλειο παράδειγμα συζύγου, σε αντίθεση με την άλλη νύφη της, την Αυτοκράτειρα Ελίζαμπεθ(Σίσσυ). Οι σχέσεις των δυο νεαρών γυναικών ήταν πάντα τεταμένες, όχι μόνο για τη διαφορά συμπεριφοράς της πεθεράς τους, αλλά και για την στενή φιλία μεταξύ της Ελίζαμπεθ και του Μαξιμιλιανού, που προκαλούσε κύματα ζήλειας στην ερωτευμένη Σαρλότ. Ας μη λησμονούμε ότι η Ελίζαμπεθ ήταν πασίγνωστη για την ομορφιά και τη γοητεία της.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ναπολέων Γ΄της Γαλλίας παρενέβη δραστικά στο Μεξικό και χρειάσθηκε ένα ανδρείκελο για τον θρόνο της νεοϋποταγμένης χώρας. Το βρήκε στο πρόσωπο του Μαξιμιλιανού, ο οποίος δεν άκουσε τη συμβουλή του αδελφού του και δέχτηκε την πρόταση.Το ζευγάρι άφησε την Ευρώπη για να ταξιδέψει στον Νέο Κόσμο, να στεφθεί το 1864 στην Κατεντράλ Μετροπολιτάνα και να «κυβερνήσει» στο μακρινό και εξωτικό Μεξικό μένοντας στο νεοκλασικό Κάστρο Τσαπουλτεπέκ.
Θεωρώντας ότι είναι στείροι, υιοθέτησαν δύο αγόρια, τα εγγόνια του πρώην βασιλιά του Μεξικού: τον Αυγουστίν ντε Ιτουρμπίδε ι Γκριν και τον εξάδελφό του Σαλβαδόρ ντε Ιτουρμπίδε ι Μαρσάν, χωρίς να σκοπεύουν να τους καταστήσουν διαδόχους του θρόνου του Μεξικού.
Το αυτοκρατορικό όνειρο είχε ελάχιστη διάρκεια. Μήνες μετά τη στέψη τους, ο Ναπολέων εγκατέλειψε τον Μαξιμιλιανό στην τύχη του, αποσύροντας σταδιακά τα στρατεύματά του από το Μεξικό και βλάπτοντας σοβαρά την νεοϊδρυμένη μοναρχία. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ενεπλάκησαν και οι Αμερικανοί, εμποδίζοντας το έργο των Γάλλων.
Η Σαρλότ, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τον θρόνο του συζύγου της, γύρισε στην Ευρώπη το 1866 για να ζητήσει βοήθεια, τόσο στη Γαλλία όσο και στη Βιέννη, φθάνοντας ως τον Πάπα στη Ρώμη. Δεν κατάφερε το παραμικρό και η παράνοια, μαζί με έναν νευρικό κλονισμό εμφανίστηκαν για να μαυρίσουν τη ζωή της. Την διακατείχε η πεποίθηση ότι θα την δηλητηρίαζαν και αρνιόταν να φάει και να πιει, φτάνοντας στο σημείο να χρησιμοποιεί μια γάτα για δοκιμαστή, ενώ βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη.
Μαθαίνοντας αυτά τα νέα, ο Λεοπόλδος Β΄σοκαρίστηκε και έστειλε τον αδελφό του κόμη της Φλάνδρας να συναντήσει την αδελφή τους. Εκείνος τη συμβούλεψε να επιστρέψει στο αγαπημένο της Μιραμάρε, πράγμα που έγινε. Ο Λεοπόλδος Β΄δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Έστειλε τον δόκτορα Ρίντελ, διευθυντή του Ασύλου της Βιέννης στο Μιραμάρε να την εξετάσει και κατόπιν να επιστρέψει και να τον ενημερώσει πλήρως. Όσα άκουσε τον ανησύχησαν βαθιά και έστειλε τον βαρώνο Αύγουστο Γκοφινέ να παραλάβει την Σαρλότ, να την συνοδέψει ως το Βέλγιο και να την εγκαταστήσει στο Μέϊσε, στο παλάτι Μπουσού.
Στο μεταξύ, επαναστάτησαν οι Μεξικανοί, επικράτησαν και εκτέλεσαν τον Μαξιμιλιανό στις 19 Ιουνίου 1867. Το γεγονός κρατήθηκε μυστικό από την Σαρλότ, μιας και η συναισθηματική της αστάθεια δεν επέτρεπε να διαχειριστεί ένα τέτοιο νέο, όπως υποστήριζε η ιατρική ομάδα που είχε συγκεντρωθεί κοντά της…
Η νεαρή χήρα και πλούσια κληρονόμος οδηγήθηκε στο παλάτι Μπουσού, σύμφωνα με την επιθυμία του βασιλιά αδελφού της, αφήνοντας τη γεύση της πίκρας στην πλευρά του εκλιπόντος συζύγου της, εφ’ όσον έχαναν τα προνόμια του Μιραμάρε και αναγκάζονταν να πληρώσουν προικώα στον πονηρό Λεοπόλδο, ο οποίος μεταμορφώθηκε σε άγγελο καλοσύνης, φροντίζοντας ως κόρη οφθαλμού την πολύτιμη Σαρλότ.
Με τον καιρό, η παράνοια έφθινε και η Αρχιδούκισσα δέχτηκε τον θάνατο του συζύγου της- ίσως με κάποια φαρμακευτική βοήθεια, παλεύοντας με τις ψυχώσεις και τις μονομανές της. Έζησε στο Μπουσού ως την τελευταία της πνοή, περιτριγυρισμένη από υπάρχοντα που είχαν αποκτηθεί τον καιρό της ευτυχίας της, αναπολώντας εκείνες τις ακριβές, μικρής διάρκειας στιγμές και χαϊδεύοντας τα αντικείμενα, σαν να ήταν πρόσωπα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: