Το Κοκκινόσπιτο της Σύρου, η αιματοβαμμένη οικογένεια, η κατάρα και η Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, που διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Σύρο, είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως άσεμνη και ο δημιουργός του ως εισηγητής του ωμού σεξουαλισμού στην ελληνική λογοτεχνία.
Η άποψη αυτή έχει αρχίσει να εγκαταλείπεται τα τελευταία χρόνια. Γιατί, κι αν ακόμα ο συγγραφέας θεωρηθεί σεξουαλικά ελευθέριος, ποιος είναι εκείνος που θέτει όρια στη λογοτεχνία; Εξάλλου πόσο σεξουαλικά ελευθέριος ήταν ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής στον «Οιδίποδα Τύραννο». Πόσο θα σόκαρε το κοινό του 5ου π.Χ. αιώνα η έστω εν αγνοία του σχέση του Οιδίποδα με τη μητέρα του, την Ιοκάστη;
Ολα τα στοιχεία που παραθέτει τόσο απλόχερα ο Καραγάτσης για τη μεταπολεμική Σύρο είναι ταυτισμένα με τις πηγές της εποχής. Το γεγονός αυτό θέτει σε νέα τροχιά την έρευνα γύρω από τις συνθήκες συγγραφής του έργου. Θέτει, δηλαδή, το ζήτημα της επίσκεψης ή της διαμονής του Καραγάτση στη Σύρο.
Πώς αλλιώς, όμως, εξηγείται η αναφορά στη «Λέσχη Ελλάς», στη μικρότερη λέσχη που λειτουργούσε τότε στο Επισκοπείο, στον εξέχοντα ρόλο των προσφύγων, στο εμπόριο που αποτελούσε πραγματική ανάσα ζωής για τον τόπο, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό;
Πώς αλλιώς εξηγείται η «ηρεμία» με την οποία σκιαγραφεί το νησί; Και προφανώς είναι σε θέση να διαχωρίσει τον Αγιο Νικόλαο τον «Πλούσιο» στην Ερμούπολη από τον Αγιο Νικόλαο τον «Φτωχό» στην Ανω Σύρο.
Ομοίως πώς αλλιώς εξηγείται η ακρίβεια γύρω από την «ιδιαιτερότητα» του Επισκοπείου; Μας πληροφορεί ότι παρέχει διπλή θέα στους κατοίκους του, οι οποίοι μπορούν να θαυμάσουν από τη μία τη θάλασσα και από την άλλη το βουνό.
Μύθοι και παραδόσεις του νησιού
Το σπίτι των Ρεΐζηδων στο Επισκοπείο, στο συριανό «Κολωνάκι», προκύπτει από την περιγραφή ότι ήταν ένα διώροφο αρχοντικό, που προέδιδε την οικονομική επιφάνεια της εφοπλιστικής οικογένειας (βλ. Μεγάλη Χίμαιρα, σ. 61,62). Το απόσπασμα αυτό ενέπνευσε τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος συμπεριέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός» (1962) ένα σχετικό ποίημα.
Το κόκκινο σπίτι, το στοιχειωμένο, καταραμένο, αιματοβαμμένο και αμαρτωλό σπίτι της διήγησης σώζεται ώς τις μέρες μας, ερειπωμένο μεν, διατηρώντας όλο του το μεγαλείο δε.
Επειδή η ονομασία «κοκκινόσπιτο» δεν υπάρχει πουθενά στο μυθιστόρημα, λέγεται ότι δόθηκε από τους Συριανούς για να δηλώσουν το γεγονός ότι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα των Ρεΐζηδων. Ζωσμένο με θρύλους, μύθους και παραδόσεις, το αντιμετωπίζουμε ως άντρο δαιμόνιων πνευμάτων. Παλιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι ακούγονταν τα βράδια οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας, τα γέλια του μικρού κοριτσιού. Οι πιο προληπτικοί πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και μικρότερα αντικείμενά του, βρήκε τραγικό θάνατο ή θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Οι πιο ρεαλιστές υποστηρίζουν ότι όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Κάτοικος του Επισκοπείου θυμάται ότι ο χώρος ήταν τόπος συνάντησης χαρτοπαιχτών και παράνομων ζευγαριών και ότι ένας κύριος με ελαφρά νοητική στέρηση -πρέπει όμως να είχε πολύ χιούμορ- διασκεδάζοντας με τον φόβο των κατοίκων, τοποθετούσε στο κεφάλι του τα βράδια μια μεγάλη κολοκύθα και παίζοντας με το φως από τα κεριά, που κρατούσε και τη σκιά, τρομοκρατούσε τους περαστικούς.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΡΕΪΖΗΔΩΝ
Σύμφωνα με κατοίκους του νησιού, η ιστορία που αφηγείται στο βιβλίο του ο Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα, ίσως να είναι αληθινή και να στηρίχθηκε σε κάποια από τα αληθινά γεγονότα που στοίχειωσαν το Κόκκινο Σπίτι
Όπως αναφέρει ο θρύλος μια νεαρή Γαλλίδα που ονομάζεται Μαρίνα Μπαρέ και μεγαλώνει σε μια πόλη της Γαλλίας περνά δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς η μητέρα της για να μπορέσει να τους συντηρήσει μετά το θάνατο του πατέρα της, γίνεται πόρνη. Η συναίσθηση όλου αυτού της προκαλεί παιδικά τραύματα που την ακολουθούν στη ζωή της, ώσπου γνωρίζει τον Έλληνα καπετάνιο Γιάννη Ρεϊζή ο οποίος ήταν γεννημένος στην Κάσο, αλλά σε μικρή ηλικία μετακόμισε με τους γονείς του στην Σύρο. Ερωτεύονται και την παίρνει μαζί του στην Ελλάδα, στο νησί της Σύρου, όπου μια εβδομάδα αργότερα παντρεύονται στον Άγιο Νικόλαο και δημιουργούν οικογένεια. Η Μαρίνα δεν καταφέρνει να προσαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία. Στο νησί που αντίκρισε από τη «Χίμαιρα», το πλοίο του άντρα της, δεν βρίσκει την ευτυχία που γύρευε. Η οικονομική καταστροφή της οικογενείας την οδηγεί στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου με τραγική κατάληξη.
Ο Καραγάτσης τολμά να παρουσιάσει τον έρωτα ως ένα παιχνίδι κυριαρχίας. Η Μεγάλη Χίμαιρα σοκάρει εκείνη την εποχή, χαρακτηρίζεται ως άσεμνη και ο δημιουργός της ως ο εισηγητής του ωμού σεξουαλισμού στην ελληνική λογοτεχνία. Στην αρχή η ζωή του ζευγαριού κυλάει όμορφα, μέχρι όμως που τα πράγματα αλλάζουν, όταν η Μαρίνα γνωρίζει τον αδερφό του Γιάννη, τον Μηνά. Τότε δημιουργείται μεταξύ τους ένας παράφορος ερωτισμός, ο οποίος τελικά εκδηλώνεται σε ένα διάστημα που ο Γιάννης λόγω οικονομικών προβλημάτων, εργάζεται πάλι ως καπετάνιος στο καράβι τους. Τη μοιραία νύχτα, χάνει τη μικρή Αννούλα (κόρη που έχει αποκτήσει με τον Γιάννη) από πνευμονία, ενώ παράλληλα μένει έγκυος από τον Μηνά. Η πεθερά της, Άννα Ρεϊζή, που τους έχει πιάσει στο κρεβάτι της αμαρτίας, διώχνει τον Μηνά από το σπίτι μετά την κηδεία της εγγονής της και εκείνος αυτοκτονεί.
Ο Γιάννης ενημερώνεται για όσα έχουν συμβεί ενώ βρίσκεται ήδη στο ταξίδι του γυρισμού. Όλα αυτά ωθούν τη Μαρίνα στην αυτοκτονία, στοιχειώνοντας με τη φασματική παρουσία της το σπίτι, το οποίο από τότε παραμένει έρημο αφού δεν βρέθηκαν ποτέ νόμιμοι κληρονόμοι. Είναι σχεδόν «κοινό μυστικό» στο Επισκοπείο, ότι η ιστορία της οικογένειας του σπιτιού, είναι μάλλον αληθινή και ότι υπάρχουν μέχρι και σήμερα στο νησί απόγονοι της, που προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από δεύτερο γάμο του Γιάννη, του μοναδικού που επέζησε της καταστροφής, όταν η οικογένεια βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και κατέφυγε στην Αθήνα. Λένε, ότι οι απόγονοι της αιματοβαμμένης οικογένειας, εγκαταστάθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια ξανά στο νησί, σε άλλο όμως σπίτι, με άλλο όνομα, προσπαθώντας έτσι να βγάλουν από πάνω τους τη «ρετσινιά».
Μια αμαρτωλή οικογένεια
Δεδομένης της υπάρξεως του σπιτιού, όμως, τίθεται το ερώτημα, μήπως η ιστορία που πραγματεύεται ο Καραγάτσης είναι πραγματική; Η θεωρία αυτή φαίνεται να ευσταθεί. Δεν μπορώ να φανταστώ δηλαδή ότι οι Συριανοί μετά την έκδοση του μυθιστορήματος «εφηύραν» το «κοκκινόσπιτο», ότι υπέδειξαν ένα οποιοδήποτε σπίτι στο Επισκοπείο ως τόπο κατοικίας των Ρεΐζηδων. Πιο πιθανό είναι να στήριξε ο Καραγάτσης το μυθιστόρημά του σε μια διαδεδομένη συριανή προφορική παράδοση, που σίγουρα εντυπώνεται στον ακροατή.
Πηγή από το βιβλίο του Εμμανουήλ Ευ. Τελώνη «Στοιχεία για την κοινωνική ζωή της Σύρου στη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση. Τα θρυλούμενα για το κοκκινόσπιτο», έκδ. Δήμου Ανω Σύρου.
Ξαναδιαβάστε το βιβλίο
Στη «Μεγάλη Χίμαιρα» (εκδόσεις «Εστία»), έργο του 1953, ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) καταπιάνεται με τη Μαρίνα, μια νεαρή Γαλλίδα, που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άντρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής.
Εκεί ζει κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της.
Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άντρα της, κάθε ψυχική αναταραχή της έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους.
Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή, που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στον φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
.
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου Καλλιόπη Γιακουμή