Η άποψη της Καλλιόπης Γιακουμή για το βιβλίο
Στο νέο της βιβλίο “Το άρωμα του Μιγκέ” η Βασιλική Τσούνη, μας διηγείται μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Με αφηγήτρια της κεντρική της ηρωίδα, την Αριστούλα, ένα συναρπαστικό ταξίδι ξεκινά από το νησί της Αφροδίτης τα Κύθηρα ως την θαλασσόζωστη, λεβεντογέννα Κρήτη.
Η Αριστούλα περιγραφεί την ζωή της, μια ζωή που πέρασε μέσα από Συμπληγάδες, με ένα παρελθόν βαρύ, γεμάτο πληγές και πόνο, γεμάτο αδικία και δάκρυα, γεμάτο σκληρές αλήθειες, μα και ψέμματα που στιγματίζουν ψυχές και σώματα.. Ένα παρελθόν ανάμεσα σε δύο εποχές εντελώς διαφορετικές μα και τόσο ίδιες..από το 1928 ως και 2006 πολλά αλλάζουν, πληγές επουλώθηκαν, μα τα σημάδια τους, πάντα θα μαρτυράνε την δική τους βαριά ιστορία, μια ιστορία που η λήθη και η λύτρωση, δεν έριξαν πάνω της το παρήγορο βλέμμα τους, ούτε για μια στιγμή. Η Αριστούλα στα γεράματα της καταλήγει στην φυλακή, μα δεν είναι αυτό που την τρομάζει, μιας και δεν είναι η πρώτη φορά που ζει “φυλακισμένη”, αυτό που την στοιχειώνει είναι το παρελθόν που κουβαλά σαν βαριά πέτρα στους ώμους της. Θέλει να απαλλαγεί από αυτό, να νιώσει ελεύθερη από τα απάνθρωπα δεσμά του, να λυτρωθεί, να εξομολογηθεί, να πει την δική της αλήθεια, να ξελαφρώσει, να δικάσει και να δικαστεί.. Ο μόνος τρόπος είναι να μας τα πει όλα από την αρχή..
Μια εξομολόγηση καρδιάς ξεκινά, μια κατάθεση ψυχής που καθηλώνει τον αναγνώστη, κερδίζει την προσοχή και τον σεβασμό του, το ενδιαφέρον του, τον κάνει παρατηρητή μα και κριτή.
Η αφηγηματική δεξιοτεχνία της Βασιλικής Τσούνη, της επιτρέπει να διαχειρίζεται με απόλυτη επιτυχία γεγονότα και χαρακτήρες. Οι δυο εποχές δένουν μεταξύ τους αρμονικά και το ιστορικό στοιχείο μεταφέρεται από την συγγραφέα αυτούσιο, χωρίς να παραποιείται ή να παρουσιαζεται με περιττές φανφάρες, τεχνικά λογοτεχνικά φτιασίδια, που θα κάνουν το βιβλίο πιο “εμπορικό”. Το κείμενο της Τσούνη είναι τόσο δυνατό, ανθρώπινο και αληθινό, που δεν έχει τέτοια ανάγκη. Η ιστορική έρευνα και η καταγραφή της από την συγγραφέα, μαρτυρούν μια εντελώς τεκμηριωμένη, επιμελή και υπεύθυνη δουλειά.
Η αφήγηση εναλλάσσεται από το παρόν στο μέλλον και η μετάβαση είναι ομαλή. Γίνεται αβίαστα, χωρίς να κουράζει, χωρίς να μπερδεύει, χωρίς να προκαλεί πλήξη στον αναγνώστη, αντί αυτών του προκαλεί το ενδιαφέρον καθώς ποθεί, διψά να μάθει την συνέχεια. Βιάζεται να νιώσει, να ζήσει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τα πάντα, κρατώντας σφικτά το χέρι της Αριστούλας, να ανακαλύψει μυστικά, να ξεσκεπάσει ψέμματα.
Το βιβλίο σε κερδίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες, τα δεινά της ηρωίδας προκαλούν έναν συρφετό αναπόφευκτων συναισθημάτων. Οι χαρακτήρες αποτυπώνονται σε σεβασμό και εντελώς ρεαλιστικά από την Βασιλική Τσούνη. Καθώς η μοίρα μπλέκει το κουβάρι της γύρω από τις ζωές τους, καταθέτει ο καθένας την δική του ιστορία ζωής, την δική του αλήθεια. Η τραγικότητα των ηρώων, λες και γεννιέται μαζί τους και τους ακολουθεί καθ΄όλη στη διάρκεια της ζωής τους ύπουλα, τους αφήνει γελώντας ηδονικά πίσω από τις πλάτες τους, να πιστεύουν για κάποια διαστήματα ότι είναι ευτυχισμένοι, πριν τους χτυπήσει ανελέητα ξανά και ξανά. Ο αναγνώστης αναμετράται μαζί τους σε κάθε τους επιλογή. Θυμώνει μαζί τους, τους μαλώνει, τους κατηγορεί, τους στήνει στην γωνία, τους πετροβολεί με ενοχές που θα έπρεπε να νιώθουν και άλλες φόρες τρέχει να τους αγκαλιάσει, να τους παρηγορήσει, να τους δώσει κουράγιο, καθώς εκείνοι στέκονται μπροστά του γυμνοί και εξαθλιωμένοι πλέον…να τους υποσχεθεί την λύτρωση που γεννά η ελπίδα και η πίστη σε αυτήν, να τους δώσει την αγάπη που στερήθηκαν, αυτήν που γέννησε τα δάκρυα στα μάτια Εκείνης, της Παναγιάς μας και τα έκανε λουλούδι, το ευωδιαστό, λευκό Μιγκέ.
Οι περιγραφές της Βασιλικής Τσούνη φωτογραφικές και λυρικές όπου χρειάζεται, μα σκληρές όταν το επιβάλλει η αλήθεια των γεγονότων. Πως αλλιώς να το κάνεις όταν αυτά τα χαρακτηρίζει η βία, η κακία, ο φθόνος, η αρρωστημένη συμπεριφορά, τα κόμπλεξ. Πως να ωραιοποιήσεις τόσο πόνο, όταν η ίδια η ζωή τον έχει κάνει να είναι αδυσώπητος; Η Βασιλική Τσούνη δεν προσπαθεί, δεν θέλει, μέσα από αυτές τις περιγραφές να εκβιάσει το συναίσθημα του αναγνώστη της και να τον προ διαθέσει αρνητικά εναντίον κάποιων ηρώων του βιβλίου. Μέλημα της είναι να τον βοηθήσει να καταλάβει για ποιο λόγο έκαναν όσα έπραξαν, γιατί οδηγήθηκαν στις αποφάσεις που πήραν και να τους συγχωρέσει ή όχι. Θέλει τον αναγνώστη της παρατηρητή και κριτή αυτών των συμπεριφορών και τον φέρνει αντιμέτωπο με λάθη που έπραξαν οι ήρωες της, για να καταλάβει το βάρος των συνεπειών τους, να συνειδητοποιήσει το κακό που μπορεί να κάνουν, στις ζωές των ανθρώπων που αγαπά μα και στην δική του, αν παρασυρθεί στην δίνη τους. Όλα αυτά μόνο με έναν τρόπο μπορεί να αποφευχθούν..μόνο με την δύναμη της αγάπης.
Η ζωή πολλές φορές είναι σκληρή. Δημιουργεί θύτες και θύματα. Αδικεί και πληγώνει. Διαμορφώνει χαρακτήρες και συμπεριφορές. Παραδίδει όμως και μαθήματα… Μέσα από κάθε πάθημα, μαθαίνεις να αντέχεις, μαθαίνεις την δύναμη σου, τα όρια σου, μαθαίνεις να αγαπάς αληθινά, να μην κρίνεις τον άλλον εύκολα, να δίνεις την πραγματική αξία σε ότι σου συμβαίνει, να μην αποφεύγεις την πραγματικότητα. Όμως πάνω από όλα μαθαίνεις πως να είσαι ευχαριστημένος με όσα σου δίνει και όχι να κλαις πάνω από τα συντρίμμια των όσων σου στέρησε. Σου δίνει πάντα το δικαίωμα της αξιοπρέπειας, της κρίσης και της επιλογής. Όλα μπορεί να τα κάνει ο άνθρωπος, τα όρια τα θέτει πάντα η συνείδηση και η αγάπη… Η αγάπη για την οικογένεια, τους φίλους, τον συνάνθρωπο, το παιδί, τον σύντροφο, η αγάπη για τον ίδιο μας τον εαυτό..
Ένα βιβλίο “Το άρωμα του Μιγκέ”, είναι ένα μυθιστόρημα, γραμμένο με πένα βουτηγμένη στις αλήθειες της ζωής.. Της σκληρής και ανελέητης ζωής, της ζωής που τιμωρεί, που καραδοκεί για κάθε λάθος, κάθε αδικία, για να σου το ανταποδώσει με το ίδιο νόμισμα.. μα και της ζωής που φροντίζει και αγαπά, που δίνει θαλπωρή και προστατεύει, που χαρίζει ελπίδα και προσμονή, που γεννά και τρέφει όνειρα, που σκορπά απλόχερα αγάπη και ευωδιάζει Μιγκέ…
Αυτά έσπειρε Εκείνη και φύτρωσε το πανέμορφο αυτό λουλούδι..
Σύνοψη βιβλίου από το οπισθόφυλλο
Η Εριφύλη Ανδριανού γεννά το δεύτερο παιδί της, που σαν αντικρίζει το φως της μέρας, τα πάντα αλλάζουν, αφού το κακό έχει πια εισβάλει στο σπιτικό της. Οι χωριανοί μιλούν για κατάρες και για μάγια. Για εκείνες τις μαύρες Ερινύες που, αν τις ακολουθήσεις πιστά, σου τρυπούν το μυαλό και σε παρατούν αβοήθητο, στην άκρη του δύσβατου μονοπατιού, να ξεψυχάς μόνος. Το βαθύ σκοτάδι την έχει περικυκλώσει και αφήνει πίσω της μια και καλή όσους την αγαπούν. Τον άντρα της Φώτη και την κόρη της Αριστούλα, που ζει μονάχα για ένα της χάδι. Πλέον για παρέα της έχει το μίσος και το αρρωστημένο της μυαλό.Ηράκλειο Κρήτης, γυναικείες φυλακές Αλικαρνασσού, 2006
Οι ώρες μετρούν αντίστροφα για την Αριστούλα Ανδριανού, που στα γεράματά της καταλήγει στη φυλακή. Για συντροφιά της έχει μόνο μια δεσμοφύλακα, στην οποία διηγείται όλα τα δεινά που της έφερε η μοίρα. Καθώς της εξιστορεί τα γεγονότα που τη στιγμάτισαν, ο πόνος και ο φόβος περικυκλώνουν το ζαρωμένο της κορμί. Το κελί της κάθε στιγμή γεμίζει από τους αναστεναγμούς της, αφού θυμάται όσους βεβήλωσαν την αγνότητά της, όσους της στέρησαν τον έρωτα. Είναι χρέος της όμως να ελευθερώσει την αλήθεια, για να βρει η ψυχή της επιτέλους τη συγχώρεση και τη λύτρωση, για να αφήσει πίσω της για πάντα τις πύλες της κολάσεως.
Η ζωή της Αριστούλας Ανδριανού είναι γραμμένη σε τούτες τις σελίδες. Μονάχα όποιος τολμήσει να περάσει τούτο το κατώφλι της βίας, της απαξίωσης και της απόλυτης σιωπής, θα νιώσει πως όταν Εκείνη κλαίει, τα δάκρυα μεταμορφώνονται σε λουλούδια που ανθίζουν μόνο για έναν λόγο… την αληθινή αγάπη.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
.
Επιμέλεια και σύνταξη Καλλιόπη Γιακουμή