16.5 C
Greece
20 Σεπτεμβρίου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΑ

“Στην πΈνα”: “Η ΜΑΜΟΥΖΕΛ”…ΓΡΑΦΕΙ Η Άνα Ζάχαρη

Στην πΈνα”  ✒️✒️

“Η ΜΑΜΟΥΖΕΛ”

Γράφει η Άνα Ζάχαρη

Η Μαμουζέλ…

Μαύρο μαλλάκι δαχτυλιδόσχημο, στιλπνή μελαχροινή γυαλάδα, μάτια  μαύρες ελίτσες. Η Μαμουζέλ. Κοιτάει αθώα κι επιφυλακτικά. Πώς γίνεται; Ταυτόχρονα. Στη στιγμή ξεπετιέται και τρέχει σαν την αστραπή, με το άσπρο καλοκαιρινό φουστανάκι να ανεμίζει στα λεπτά ποδαράκια.  Η Μαμουζέλ. Σταματάει, γυρίζει και σκάει στα γέλια. Στην έφερα! Τρέχει κι όλο τρέχει. Στα ξανθά χωράφια, στην παραλία με τα βότσαλα, ένα καλοκαίρι να στάζει ολόκληρη. Κι εκείνος, σαν χαρταετός, ν’ ανεβαίνει ψηλά από το καμάρι για την μικρή ύπαρξη που έγινε ο κόσμος όλος, ν’ αποτυπώνει στιγμές αύρας θαλασσινής στο μάτι του φακού.

Ένα, δύο, τέσσερα, έξι άλμπουμ με φωτογραφίες. Τις χαϊδεύει. Σα να του λέει κοίτα, κοίτα με μπαμπά! Αχ, Μαμουζέλ! Πού να είσαι τώρα; Ο κόσμος έχει πια άλλο περίγραμμα. Και είναι θολό.

«Μπαμπά, εδώ είμαι, εγώ είμαι. Η μικρή σου μαντμουαζέλ, η Μαμουζέλ.»

Ένας Γάλλος κύριος μια φορά είχε κάνει υπόκλιση μπροστά της με χαμόγελο «μαντμουαζέλ» κι η γλωσσίτσα της που πήγαινε ροδάνι το άρπαξε: «Μαμουζέλ!» Είχε αναφωνήσει όλο χαρά.

Κάνει όχι με το κεφάλι. Προσπαθεί ν’ αποφύγει το χάδι από την άγνωστη που τον αποκαλεί μπαμπά. Το μάτι ξαναγυρνάει στις φωτογραφίες.

Τον χαιδεύει ξανά, παρά τις προσπάθειές του να την αποφύγει, όπως απέφευγε κάθε γυναίκα. Από τότε….

Αχ και να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Μα κι αν ο χρόνος ξαναγυρνούσε, τι θα μπορούσε να του πει; Πρόσεχε; Και τι να προσέξει; Μην σταλάξει η λύπη μέσα του; Γίνεται; Δεν γίνεται. Πήρε κι αυτή ένα από τα άλμπουμ, το πρώτο.

Ήταν καλοκαίρι, σχεδόν πάντα καλοκαίρι, σα να μην του άρεσαν οι άλλες εποχές για να τραβάει φωτογραφίες παρά σπάνια. Να μια στα χιόνια. Κόκκινο παλτουδάκι, άσπρο σκουφί, μαύρες γαλότσες. Κι άλλη μια, Απόκριες. Μα οι περισσότερες καλοκαίρι. Ένα φθινόπωρο του είχε πάρει αυτήν που αγαπούσε μακριά κι όποτε τα σύννεφα σκίαζαν τον ουρανό, σκίαζαν και τα μάτια του. Μάταια φίλοι και γνωστοί του προξένεψαν γυναίκες άλλες. Τις έβλεπε, όχι δεν έλεγε σε κανέναν, μα τίποτα δεν γινόταν. Πάντα από την κάθε μία κάτι έλειπε. Μάλλον «εκείνη».

Έτσι την σκεφτόταν κι η Μαμουζέλ. Εκείνη. Ούτε μάνα ούτε μαμά. Δεν ήξερε τι σημαίνει. Είχε φύγει τόσο νωρίς, πριν η Μαμουζέλ καταλάβει την ζωή. Ακόμα και σε κάποιο έγγραφο, μεγάλη πια, στο όνομα μητρός παραλίγο να γράψει «Εκείνη». Μια μόνο φορά τον είχε ρωτήσει.

«Τα άλλα παιδιά έχουν μια μαμά, εγώ γιατί δεν έχω καμία;»

«Πέθανε.» Της είπε απλά.

«Τι θα πει πέθανε;»

«Όπως σβήνουν τ’ αστέρια, έτσι σβήνουν κι οι άνθρωποι. Κάποτε πιο νωρίς, κάποτε πιο αργά.»

«Με κοροιδεύεις. Τα αστέρια είναι εκεί κάθε νύχτα.»

«Όχι, ποτέ δεν είναι τα ίδια, όπως οι άνθρωποι. Κάθε ένας είναι διαφορετικός.»

«Κι εγώ είμαι διαφορετική;»

Την άρπαξε και την σήκωσε ψηλά δίνοντάς της το φιλί που πάντα την γέμιζε ζεστασιά.

«Εσύ κι αν είσαι διαφορετική! Εσύ είσαι η Μαμουζέλ! Η δεσποινιδούλα μου, η μαιμουδίτσα μου και σαν κι εσένα δεν θα υπάρξει άλλη ποτέ!»

;

«Θα την χαλάσεις!» Του είπανε.

Ο θυμός του τους διαπέρασε σαν παγερό αέρι.

«Δεν είναι παιχνίδι, ούτε εγώ μικρό παιδί για να την χαλάσω.»

Το ζουζούνισμα μιας μύγας έξω από το παράθυρο τάραζε την ησυχία του μικρού δωματίου. Εκείνος στην πολυθρόνα με το βλέμμα ακουμπισμένο κάπου αόριστα, η Μαμουζέλ στο τραπεζάκι να χαζεύει τις περαστικές εικόνες στον φορητό υπολογιστή. Το μάτι της στάθηκε σε μια από τις πολλές με το ίδιο καλοκαιρινό θέμα. Είχε κι εκείνη μιαν αιώρα κάποτε. Όχι, δεν την κρέμασε ποτέ ανάμεσα σε φοινικιές, ούτε είχε ένα ποτήρι δίπλα της με χρωματιστά ζουμιά και ομπρελίτσες πλάι στο κύμα – εικόνα προφανώς που προσπαθούσε να δελεάσει όσους είχαν τον τρόπο τους να βρεθούν σε μια εξωτική παραλία και όνειρο πολλών. Η δικιά της αιώρα κρεμόταν στο δάσος με τις βελανιδιές και τους άργιους. Εκεί στον δροσερό αέρα χουζούρευε μέχρι να την καλέσουν οι μυρωδιές από το κουζινάκι της θειάς Ανθώς, πριν ακούσει τη φωνή της που υψωνόταν ψιλή. «Ελάτεεεε. Το φαί είναι έτοιμο!». Κι ένα τσούρμο μεγάλοι και μικρά ξεφύτρωναν απ’ όποια γωνιά είχαν τρυπώσει με προορισμό την αυλή του λευκού περασμένου με στρώσεις ασβέστη σπιτιού όπου κυριαρχούσε το τραπέζι. Πρόχειρο, μια τάβλα πάνω σε πόδια κινητά που κούμπωναν από κάτω της για να την κρατούν στέρεα και πάγκοι, ένας μπρος, ένας πίσω. Το σπίτι των διακοπών, που για την Μαμουζέλ ωραιότερο και καλύτερο δεν υπήρχε.

 

Έκλεισε τα μάτια να διώξει τις εικόνες που την γέμισαν μελαγχολία. Πόσο είχε αλλάξει η ζωή, πόσο είχαν αλλάξει όλα στον κόσμο της, τόσο γρήγορα, τόσο τελειωτικά. Το σπίτι ήταν από χρόνια κλειστό, κανείς δεν ενδιαφερόταν πια γι’ αυτό και κάποιοι από εκείνους που, όπως η Μαμουζέλ, περίμεναν κάποτε ν’ απολαύσουν την καλοκαιρινή ραστώνη στο λευκό σπίτι στο δάσος με τις βελανιδιές, είχαν σβήσει, σαν τη μάνα της, σαν το μυαλό του πατέρα της, σαν τ’ αστέρια

.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:

ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ

.…………………..

Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο

Βιβλίων Ορίζοντες

 

Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ: Η ταινία θρύλος, που κρύβει μια ιστορία γεμάτη με επικίνδυνα γυρίσματα και ευτράπελα.

Καλλιόπη Γιακουμή

“ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΝΗ”, γράφει η Κατερίνα Κοφινά

Καλλιόπη Γιακουμή

Γαβριέλλα Ουσάκοβα: Η ζωή και η δολοφονία της διάσημης πόρνης των Αθηνών

Αφήστε Ένα Σχόλιο