Στην πΈνα” ✒️✒️
“ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΕΜΜΑΤΑ”
γράφει ο Κώστας Σιμενός
Αλήθειες και ψέμματα
Έρχεσαι στη ζωή απρόσμενα για σένα. Άλλοι έχουν αποφασίσει γι αυτό. Να πούμε ότι έχει αποφασίσει η φύση. Και η φύση, κατά το δικό της νόμο, έχει αποφασίσει να έρθεις ελεύθερος, για να χαρείς τα δώρα και τις παροχές της. Δε θέτει περιορισμούς αφύσικους.
Αμ, δε… Μια ανθρώπινη διαστρέβλωση προσπαθεί να αφαιρέσει κάθε είδους προνόμιο της ζωής και να το εντάξει στα συμφέροντα ομάδων, που λειτουργούν με εργαλεία την αδυναμία και το φόβο. Οι μικρές και μεγάλες κοινωνίες και οι θρησκείες με τους εκπροσώπους τους, έχουν αναλάβει αυτό το ρόλο. Ο θρησκευτικός μπαμπούλας έχει εφεύρει μια άλλη ζωή στα δικά του φαντασιακά πρότυπα, για να εξουσιάσει την υπάρχουσα.
Την αποκαλεί και «αλήθεια», όπως και κάθε τι που απορρέει από μια ατέλειωτη σειρά απαγορεύσεων που αναιρούν τα προνόμια της φύσης και τελικά την ίδιας της ζωής. Εκμεταλλεύτηκαν τη μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου, για να δαιμονοποιήσουν τον έρωτα και τη χαρά, βασικά συναίσθημα που συνδέονται με το ένστικτο της διαιώνισης του ανθρώπου.
Έμαθαν ότι ελέγχοντας τον τρόπο ζωής ελέγχουν και τους ανθρώπους. Επεμβαίνοντας στις καθημερινές πράξεις τους, μπορούν με υλικά ανταλλάγματα (δωρεές, αμοιβές και τάματα…) να τους παρέχουν συγχωροχάρτια και το δικαίωμα σε μια δεύτερη ζωή, που φρόντισαν να τους γίνει εμμονική ιδέα, μέσα από τις αναθυμιάσεις του λιβανιού και της κλεισούρας του μυαλού τους.
Δαιμονοποιούν την ευχαρίστηση, την ομορφιά, τη σκέψη, και επιβάλλουν να τα στραγγαλίσεις για να κερδίσεις την «αιωνιότητα»… Μέσα από νόμους, κανόνες και πρακτικές θεϊκής βασκανίας προσπαθούν να κατευνάσουν, αφού πρώτα προκαλέσουν, το φόβο των ανθρώπων.
Όσοι παραλαμβάνουν αυτή την υποχρεωτική και δήθεν «αποκαλυπτική αλήθεια» οφείλουν να ακολουθήσουν τους επιτήδειους κανόνες της. Γιατί αυτή η «αλήθεια» που πλασάρεται στην κοινωνική μάζα και κανείς δεν τολμάει να αμφισβητήσει, δε διαφέρει από ένα παιδικό μύθο. Και δεν έχει κανένα άλλο σκοπό παρά τη χειραγώγηση του ανθρώπου. Είναι η «αλήθεια» που εκμεταλλεύεται την ατομική ανεπάρκεια και την ανασφάλεια του ατόμου, και το εντάσσει σε κανόνες στέρησης που εξυπηρετούν τις κυρίαρχες πολιτικές και θρησκευτικές συντεχνίες. Είναι οι ηθικοί και κοινωνικοί κανόνες προστασίας ή αλλιώς υποκρισίας του κάθε συμβιβασμένου, που αφού τον ακυρώνουν σαν ελεύθερο άνθρωπο, του επιτρέπουν μόνο κρυφά, να δραπετεύει «παράνομα» και για λίγο, σα φυγάς, στη πραγματική ζωή. Αυτή που λαχταρά, αλλά δε τολμά να ζήσει. Αυτή που δικαιούται και δε τολμά να διεκδικήσει. Η υποκρισία, δηλαδή, γίνεται μια ηθική παρέκκλιση.
Το τραγικό είναι ότι η εκκλησία, που επιβάλλει συμπεριφορές ως εκφραστής της θρησκείας, αντιστρατεύεται απροκάλυπτα το λόγο και το πνεύμα του ιδρυτή της. Θα έλεγα τον προσβάλλει με τον πιο χυδαίο και ιδιοτελή τρόπο, και τον εμπορεύεται. Κοινωνία και εκκλησία με μύθους δημιούργησαν ψευδαισθήσεις, και οι ψευδαισθήσεις δημιούργησαν πεποιθήσεις αλλόκοτες, παράλογες κι απάνθρωπες.
Οι περισσότεροι θα μπορούσαν να δουν την αλήθεια, αν άφηναν ελεύθερο το μυαλό τους, κι αν ήθελαν να κοιτάξουν άφοβα μέσα τους. Αλλά δεν το κάνουν από το φόβο μην αντικρύσουν κάτι που θα τους φέρει σε δίλημμα. Τους βολεύει ο μύθος και η υποκρισία που τους εξασφαλίζει ένα εισιτήριο για τον μεταφυσικό και αναπόδεικτο παράδεισο. Νομίζουν πως ξεγελάνε και το θεό, κι ακόμη χειρότερα, πως τον εξαγοράζουν με δώρα και τυπικές μετάνοιες, ενώ μισούν, αδικούν, εξαπατούν και εχθρεύονται. Με ένα σταυρό όλα και πάλι εξαγνίζονται. Υποκρισία, προκαταλήψεις και συνήθειες γίνονται άγραφοι νόμοι.
Νόμοι που καμία σχέση δεν έχουν με το λόγο της ύπαρξής τους, με τα «θέλω» της ψυχής τους, ακόμη και με τη κοινή λογική. Έχουν σχέση μόνο με το φόβο τους, το μόνο όπλο των κλειστών κοινωνιών, των εξουσιών και των θρησκειών να επιβληθούν στον άνθρωπο.
Όμως, αυτή η «αλήθεια» της υποκρισίας που εξυπηρετεί το κοινωνικό θέατρο είναι ανήθικη. Αλλά ποιος τολμάει να την διαταράξει χωρίς να βρεθεί έξω από το προστατευτικό κοινωνικό κέλυφος; Μόνο εκείνοι που
άνοιξαν τους πνευματικούς τους ορίζοντες ή έχουν την υλική δύναμη να παραβιάζουν τους «ηθικούς» και κοινωνικούς κανόνες, γιατί έτσι κι αλλιώς είναι φτιαγμένοι για τους ανασφαλείς και φοβικούς.
Πώς γίνεται να θαυμάζεις τη φύση, την ομορφιά της ζωής, το κάθε δημιούργημα ως θείο δώρο, και ταυτόχρονα να το δαιμονοποιείς για να μη μπορείς να το χαρείς. Ποιο δώρο δίνεται για να μη το χαρεί ο παραλήπτης?
Είναι σα να περνάς από το ωραιότερο τοπίο του κόσμου και να σε υποχρεώνουν να κλείνεις τα μάτια για να μη το δεις, ή να τα κλείνεις μόνος σου πεπεισμένος πως είναι ανήθικο να το δεις.
Η ζωή είναι ένα προνομιακό ταξίδι που χαρίζεται για μια και μοναδική διαδρομή στη γη, στο μόνο υπαρκτό παράδεισο.
Μια διαδρομή σύντομη που τελειώνει και χάνεται οριστικά. Κι εσύ πείστηκες πως ό,τι είναι όμορφο είναι και διαβολικό…
.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
Απόσπασμα από το κεφάλαιο 9 του μυθιστορήματος
«Καταφύγιο στη βροχή».
«Στα μάτια του Ανταίου, χόρευαν οι φλόγες που είχε ανανεώσει βάζοντας κι άλλα καυσόξυλα στο θάλαμο της σόμπας. Είχε ξαπλώσει κατά μήκος του μεγάλου καναπέ, με το κεφάλι ανασηκωμένο στο μπράτσο της. Ένα παχύ μαξιλάρι έκανε πιο ομαλή την επαφή. Ένιωθε μια αλλόκοτη ευφορία, που μόνο απρόσμενα γεγονότα μπορούν να παράγουν.
Θα γυρνούσε μόνος στο σπίτι, θα έτρωγε κάτι πρόχειρο, θα έβαζε μουσική, ίσως άναβε τη σόμπα, και με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί που θα έπαιρνε μαζί του στο γραφείο, θα συναντούσε τους ήρωές του στο κομπιούτερ που τον περίμεναν να μάθουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους, αν δεν είχε επιστρέψει να τη συναντήσει στο μπαρ, κι αν, πιο πριν, δεν είχε σταματήσει στο τηλεφωνικό θάλαμο. Τώρα, όλα αυτά δεν έμειναν μοναχικά και βουβά, απέκτησαν παρέα, ομιλία και διπλό νόημα, χάρη σε κείνη.
Ένιωσε ένα ελαφρύ περπάτημα και τον ήχο του πικάπ να χαμηλώνει, μέχρι να σβήνει εντελώς, αλλά όχι για πολύ.
Στη θέση του Τσαϊκόφσκι άρχισε να γυρνάει, ένας δίσκος LP του Γκάρυ Μουρ και ο υπέροχος ήχος από το αισθησιακό Still Got The Blues να διαχέεται μεθυστικά στο δωμάτιο, έχοντας κάτι από κείνη.
Ήθελε να σχεδιάσει το δικό της σκηνικό τούτη τη βραδιά, κι έψαξε αθόρυβα τους μεγάλους δίσκους που ήταν δίπλα για να κάνει πιο οικεία την ατμόσφαιρα.
Αισθάνθηκε την αύρα της πάνω από το κεφάλι του. Έσκυψε τόσο, όσο τα χείλη της να αγγίξουν τα δικά του σ’αυτή την ανάποδη στάση.
Η φωνή της είχε μια απαλή άχνα, που τον ξάφνιασε το πόσο τρυφερή μπορούσε να γίνει.
«Αρχίζει να μου αρέσει ο κόσμος σου» του είπε, και η ανάσα της μπερδεύτηκε με τη δική του, σχεδόν του την πήρε με το φιλί της και τον τύλιξε με το άρωμά της