Στην πΈνα”
“ΠΟΛΛΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΑΔΙΑΦΟΡΕΊ, ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΑΦΟΡΑ…”
Γράφει η Μαρία Πρινάρη – Καρκαβατσάκη
***
Διαφορετικές ζωές, ψυχές, εμπειρίες, πορείες, κι όμως, έμοιαζαν να καταλήγουν στον ίδιο ακριβώς προορισμό. Όταν οι δρόμοι τους συναντήθηκαν σε κοινό σημείο, όλα έδειχναν πως η πορεία τους θα ήταν πια ίδια και η μοίρα τους κοινή. Είναι όμως έτσι; Η μοίρα του ενός, θα μπορούσε να είναι ίδια με του άλλου επειδή απλά έτυχε να βρεθούν στο ίδιο σημείο ή θα τις κάνει διαφορετικές μια “μικρή” αλλά σπουδαία διαφορά; Είναι η μοίρα που το αποφασίζει αυτό, είναι η τύχη, οι συγκυρίες, η ζωή, ή απλά η ανθρωπιά και το φιλότιμο που για κάποιους είναι λέξεις άγνωστες; Ας δούμε σύντομα δυο ιστορίες, της Έρης και της Καίτης και να προσπαθήσουμε μετά να δώσουμε απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα.
Η Έρη, μόλις τριάντα χρονών και η μοναχοκόρη της μόνο πέντε. Η μάνα χτένιζε την κόρη της, τη στόλιζε και καμάρωνε που την έβλεπε να εξελίσσεται σε πιστό αντίγραφό της. Σε μικρογραφία βέβαια, αλλά αντίγραφο. Τόσο έμοιαζαν! Τη λάτρευε, όχι γι αυτό, μα επειδή ήταν το παιδί της, κομμάτι της καρδιάς της, η ζωή της η ίδια. Η ομοιότητά τους την οδήγησε να φανταστεί πώς θα είναι χρόνια αργότερα και μοιραία σκέφτηκε πως η εκείνη τότε θα είναι μια… ηλικιωμένη γυναίκα. Αυθόρμητα ξέφυγαν οι λέξεις από τα χείλη της.
“Όταν θα είμαι γριούλα και τα χέρια μου δεν θα μπορούν να χτενίσουν τα μαλλιά μου, θα μου τα χτενίζεις εσύ κοριτσάκι μου, έτσι δεν είναι;”
Αυθόρμητα ήρθε και η απάντηση της μικρής.
“Όταν θα γίνεις γριά, εγώ θα σε πάω στο γηροκομείο. Βέβαια, δεν ξέρω πού είναι, αλλά θα ρωτήσω και θα μάθω”.
Η Έρη έβαλε τα γέλια. Τι γέλια δηλαδή, ξεκαρδίστηκε! Ήταν τόσο ετοιμόλογη η μικρή της, και έξυπνη! Μα πώς το σκέφτηκε αυτό, τόσο μικρό παιδί! Φυσικά, ήταν σίγουρη πως όταν θα μεγαλώσει θα αλλάξει άποψη. Κάτι όμως, την έκανε να μην ξεχάσει ποτέ αυτά τα λόγια της μικρής τότε Εύης. Κι όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο την προβλημάτιζαν περισσότερο. Ήταν και η συμπεριφορά της που την έκανε να πιστεύει ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο, ούτε τα λόγια ενός μικρού παιδιού.
Νερό που τρέχει τα χρόνια κι έφυγαν και η Έρη αποφάσισε πως το μόνο που τής απέμεινε ήταν να ρωτήσει μόνη της πια και να μάθει πού είναι το “γηροκομείο” και να πάει εκεί, έχοντας μαζί της τη σύνταξη της, τα ρούχα της, κι αυτά όχι όλα, κάποια προσωπικά της αντικείμενα και αρκετά βιβλία. Ήταν μόνη κι εκεί τουλάχιστον θα είχε παρέα. Η Εύη είχε μεγαλώσει, είχε κάνει δική της οικογένεια και δεν τη χρειαζόταν πια. Για την ακρίβεια, την ξέχασε. Ακριβέστερα; Την ξέγραψε!
Η ηλικία της Καίτης ήταν ίση με αυτή που έχουν δυο εικοσάρες, έτσι προτιμούσε να λέει, και η κόρη της η Νικολέτα σε προχωρημένη και εκρηκτική εφηβεία. Με λίγα λόγια, δυο θηλυκά σε ηλικίες… δύσκολες, μα βέβαια ως μάνα και κόρη μάλωναν και αγαπιούνταν πάλι. Και μάλωναν συχνά μα κάθε φορά η λογομαχία τους είχε τον ίδιο επίλογο: “Ωρέ τι με περιμένει! Σε ποιο γηροκομείο θα με πετάξεις, ένας Θεός το ξέρει! “
“Μπορείς να μην το ξαναπείς αυτό; Είναι σαν να με βρίζεις, δεν το καταλαβαίνεις;” η μόνιμη αντίδραση της Νικολέτας.
Κουνούσε το κεφάλι της η Καίτη σαν να έλεγε, “την ξέρω εγώ τη μοίρα μου κι ας λες εσύ … “
Νερό τα χρόνια κύλησαν και σ’ αυτή την περίπτωση. Η Καίτη έβλεπε πως η Νικολέτα πνιγμένη σ’ έναν ωκεανό υποχρεώσεων, είχε να νοιαστεί και για εκείνην. Δουλειά, οικογένεια, κοινωνικές υποχρεώσεις, μα ό, τι κι αν είχε, δεν άφηνε να περάσει ούτε μέρα χωρίς να πάει από το σπίτι να τη δει και να τη φροντίσει. Κι έτσι μια μέρα πήρε μια απόφαση και της την ανακοίνωσε χωρίς περιστροφές και αναβολές.
“Έψαξα και βρήκα ένα γηροκομείο που είναι στα μέτρα μου. Η σύνταξη μου είναι αρκετή για να φιλοξενηθω εκεί. Το πήρα απόφαση και θα πάω. Θα έχω παρέα, θα με φροντίζουν κι εσύ δεν θα έχεις κι εμένα να νοιαστείς μέσα σε όλα τα άλλα που έχεις”.
Η Νικολέτα λίγο έλειψε να σωριαστεί λιπόθυμη. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στη μάνα της. Πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες κι έπειτα έπιασε τα γερασμένα χέρια και τα κράτησε στις χούφτες της μέσα, σαν πουλιά που φοβόταν μην τής φύγουν.
“Μπορείς να μην το ξαναπείς αυτό; Είναι σαν να με βρίζεις, δεν το καταλαβαίνεις;”
“Κι όμως παιδί μου, αυτό είναι το σωστό κι αυτό θα γίνει! “
Η Νικολέτα δεν κατάφερε να της αλλάξει γνώμη.
“Στο τέλος τέλος, το μυαλό μου λειτουργεί μια χαρά, τα έχω τετρακόσια ακόμα και μπορώ να αποφασίζω μόνη μου για τον εαυτό μου” είπε η Καίτη και η συζήτηση έληξε.
Η Έρη και η Καίτη, χήρες και οι δύο, βρέθηκαν στο ίδιο γηροκομείο που μόνες τους επέλεξαν. Περίπου για τους ίδιους λόγους και οι δύο, με κάποιες μικρές διαφορές όμως. Μα πολλές μικρές διαφορές, κάνουν μια μεγάλη διαφορά. Έγιναν φίλες, είπαν τις ιστορίες τους η μια στην άλλη, μοιράστηκαν τα μυστικά τους, οι δυο τους μόνο και ο καναπές που κάθονταν στον άχαρο κοινόχρηστο χώρο που ονόμαζαν σαλόνι.
Μαζί κάθε μέρα. Χώριζαν μόνο όταν η Νικολέτα έπαιρνε την Καίτη στο σπίτι της για να περάσει μαζί τους ένα Σαββατοκύριακο κάθε μήνα. Η Έρη βέβαια δεν δέχτηκε ποτέ επίσκεψη από την Εύη. Κάποια τηλέφωνα την έπαιρναν μερικοί συγγενείς και παλιοί φίλοι, που όλο και αραίωναν.
Όταν η Καίτη επέστρεφε από την κόρη της, έφερνε στη φίλη της διάφορα κεράσματα που έστελνε για εκείνη η Νικολέτα. Η Έρη χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Υπήρχε κάποιος εκεί έξω που τη νοιαζόταν κι αυτήν. Και για να λέμε την αλήθεια, τα είχε ανάγκη αυτά τα κεράσματα γιατί στο γηροκομείο τούς έλειπαν αυτά, ακόμα και το φαγητό είχαν αρχίσει να τους λιγοστεύουν. Και τα φάρμακα ακόμα τούς μείωσαν. Ακόμα και το μπάνιο τους αραίωσαν, για να μην κρυώσουν τάχα… Πρέπει να είχε χάσει και κιλά γιατί έπλεαν τα ρούχα της, μα πώς να πάρει άλλα… Και τα πόδια της δεν τη βαστούσαν κι έπεφτε συχνά, πότε χτυπούσε στο χέρι, πότε στο πόδι, πότε στα πλευρά.
“Πότε θα χτυπήσω στο κεφάλι να μείνω στον τόπο” σκεφτόταν και τα δάκρυα μούσκευαν τα ρυτιδιασμένα μάγουλα. Ακόμα και η Καίτη που έβγαινε και πήγαινε στην κόρη της πότε-πότε, είχε αρχίσει ν’ αδυνατίζει. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Νικολέτα μια μέρα πήγε απροειδοποίητα στο γηροκομείο να δει τη μάνα της. Στην πραγματικότητα πήγε να δει με τα μάτια της πώς ζούσε η μάνα της εκεί.
Όταν είδε τα βρώμικα σεντόνια της και τους τρόφιμους που έμοιαζαν οι περισσότεροι καταβεβλημένοι από κακουχίες, μετά από έναν ξεγυρισμένο καβγά με τους υπεύθυνους, μάζεψε τα πράγματα της μάνας της και της ανακοίνωσε ότι φεύγουν από εκεί.
“Θα μείνεις μαζί μας, τελείωσε!” της είπε. “Κι αν δεν θέλεις, θα ψάξω εγώ να σου βρω κάπου αλλού και θα ελέγχω συχνά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ζεις. “
Η Έρη και η Καίτη έκλαψαν η μια στην αγκαλιά της άλλης. Η Νικολέτα ένιωσε την καρδιά της να σπάει…
“Μη στενοχωριέσαι κυρία Έρη. Όταν θα βρω μια δομή κατάλληλη για τη μητέρα μου, θα φροντίσω εγώ, αν θέλεις, να πας κι εσύ εκεί.”
Λίγες μέρες αργότερα, ένας φοβερός ιός απλώθηκε στον κόσμο ολάκερο. Οι επισκέψεις στο γηροκομείο απαγορεύτηκαν και η Έρη έμεινε τελείως μόνη. Και αδύναμη, όλο και πιο αδύναμη. Ώσπου μια μέρα έφυγε. Πέταξε ψηλά, σαν πούπουλο ελαφριά, ό, τι είχε απομείνει από εκείνη την τριανταχρονη που χτένιζε κάποτε τη μικρή Εύη.
Τώρα μπορεί ο καθένας να απαντήσει στο ερώτημα, ποια διαφορά έκανε διαφορετικές τις μοίρες των δύο γυναικών που βρέθηκαν στο ίδιο σημείο, με “δική” τους απόφαση και οι δύο.
***
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Μαρία Πρινάρη-Καρκαβατσάκη
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή
Μαρία Πριναρη- Καρκαβατσακη
Please follow and like us: