10.8 C
Greece
10 Μαΐου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ...

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα..”ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ”

“ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ”

Από μικρός η μητέρα μου συνέχεια μου έλεγε πως στο σπίτι μας ακούγονταν μικρά χτυπήματα που ερχόντουσαν από το κελάρι.  Ήταν η τύχη του σπιτιού έλεγε συχνά. Και πραγματικά το σπίτι μας  είχε μια ζεστασιά. Μια φωτεινότητα.  Μια χαρά που εγώ την εκ λάμβανα ως  θείο δώρο. Ο πατέρας μου ήταν ξυλουργός και μεγαλώνοντας έμαθα την τέχνη. Όταν εκείνος δεν γύρισε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ανέλαβα εγώ την δουλειά του.  Το κελάρι κάτω από το σπίτι διαμορφώθηκε σε ένα μαγαζί για παντός τύπου ξυλουργικές εργασίες. Αλλά το ταλέντο μου ήταν στα έπιπλα. Έφτιαχνα τραπέζια, πολυθρόνες, μπαούλα , σκρίνια και άλλα πολλά. Το μαγαζί όπως και το σπίτι ήταν μέσα σε ένα μικρό στενάκι. Η μάνα μου είχε μείνει χήρα και φρόντιζε τα πάντα. Καθόταν ώρες στον αργαλειό και παρέδιδε στους πελάτες χράμια , κουρελούδες, υφαντά για τους πλούσιους.

Με την φασαρία από τα  εργαλεία στη δουλειά ,δεν ασχολήθηκα με τα χτυπήματα στο υπόγειο. Δεν τα άκουγα και καλύτερα, γιατί ως μικρό παιδί με την φαντασία μου, τους είχα δώσει εξωπραγματική μορφή. Αν και η μητέρα μου έλεγε πως το καλότυχο αυτό πνεύμα του σπιτιού μας προστάτευε, εγώ νόμιζα πως ήταν κάποιος διάβολος που είχε από πάντα το υπόγειο ως σπίτι του. Και όσο δε το ενοχλούσαμε αυτό δε μας πείραζε. Υπήρχαν βροχερές μέρες που άκουγα κάποιες φορές ένα μικρό χτύπημα στον βορινό τοίχο. Σα να ήταν κάποιο ποντίκι που κουνιόταν καθώς τρεφόταν. Προσπαθούσα να μη δίνω σημασία. Άλλωστε είχα πάντα τόση δουλειά από τις παραγγελίες που με απορροφούσε το γεγονός πότε θα τις παρέδιδα στους πελάτες.  

Αποθήκη 120τ.μ., υπογειο με ανεξαρτητη εξωτερικη εισοδο, διχως κοινοχρηστα  - Салоники, Салоники - olimas.gr

Μια μέρα κατέβηκα στο μαγαζί πολύ πρωί. Συνήθως το άνοιγα στις οχτώ. Όμως επειδή έπρεπε να παραδώσω μια πολυθρόνα κουνιστή έπρεπε να ξεκινήσω νωρίς. Έτσι σηκώθηκα στις πέντε τα ξημερώματα. Ήπια το τσάι μου και κατέβηκα στο υπόγειο. Άνοιξα το φως. Ήταν μια κρύα ημέρα και από βραδύς είχε χιονίσει. Άναψα την ξυλόσομπα και περίμενα λίγο να ζεστάνει ο χώρος. Και τότε άκουσα ένα δυνατό χτύπημα στον βορινό τοίχο. Σαν κάτι να κοπάνισε με δύναμη επάνω του. Για λίγο πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αλλά αποφάσισα να μη δώσω συνέχεια. Ασχολήθηκα με την κουνιστή πολυθρόνα. Και πάνω που την είχα έτοιμη δυο απανωτά χτυπήματα, μου θύμισαν πως δεν ήμουν μόνος εκεί κάτω.   

Πήγα προς τον τοίχο. Έβαλα το αυτί μου επάνω του και προσπάθησα να ακούσω ξανά. Πάλι δυο χτυπήματα μου έλεγαν πως αυτό που χτυπούσε μέσα από τον τοίχο κάτι ήθελε να μου πει. Χτύπησα λοιπόν και εγώ. Ήθελα να του δείξω πως αν επιζητούσε την επικοινωνία, θα του την πρόσφερα. Και όταν το έκανα θυμήθηκα πως η μητέρα μου, μου είχε πει ποτέ να μην χτυπήσω και εγώ. Ούτε να του μιλήσω. Γιατί αλλιώς η τύχη του σπιτιού θα έφευγε. Αλλά δυστυχώς ήταν αργά πια. Και δεν πίστευα σε αυτές τις ιστορίες των παλιών. Η τύχη του σπιτιού;  Τι ήταν κάτι το ζωντανό; Με σάρκα και οστά;  Την τύχη εμείς οι άνθρωποι την φτιάχνουμε.

Ανέβηκα επάνω στο σπίτι και έφτιαξα τον καφέ μου.  Γυρνώντας στο υπόγειο όμως παραλίγο να μου έρθει κόλπος. Ο βορινός τοίχος ήταν γεμάτος από υγρασία. Μαύρος και μύριζε μούχλα. Ακούμπησα την κούπα με το καφέ στο πάγκο με τα εργαλεία και πλησίασα. Ο τοίχος έμοιαζε να είχε αλλάξει εντελώς μορφή. Έβαλα το χέρι μου επάνω του. Ήταν παγωμένος τόσο πολύ που το χέρι μου ξεράθηκε. Το τράβηξα με πόνο. Τι ήταν τώρα αυτό;  Σκέφτηκα πως η μητέρα μου είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να του απαντήσω. Ο τοίχος παρέμενε μαύρος και καθώς τον κοιτούσα άρχισε να βγάζει βρύα και λειχήνες.  Έκανα δυο βήματα πίσω τρομαγμένος. Θύμωσα τόσο πολύ που άρχισα να χτυπώ με μανία τον τοίχο με τις γροθιές μου.  Μάτωσα τα χέρια μου και σε κάποια στιγμή το βαθούλωμα μεγάλωσε. Η μια γροθιά μου μπήκε μέσα και κάτι παγωμένο μου έπιασε το χέρι. Τρελός από τον φόβο μου προσπάθησα να το τραβήξω έξω.  Εκείνο όμως το κρατούσε γερά ο δαίμονας του σπιτιού. Με ελεύθερο το άλλο μου χέρι άρπαξα ένα μικρό σφυράκι που υπήρχε δίπλα μου και κατάφερα με απανωτά χτυπήματα να ανοίξω μια πιο μεγάλη τρύπα στον τοίχο. Έπρεπε να βάλω το κεφάλι μου μέσα και να δω. Να δω τι ήταν αυτό που με κρατούσε δέσμιο επάνω στον κρύο τοίχο. Θα ευχόμουν να μη το είχα κάνει. Γιατί όταν το άγνωστο παραμένει χωρίς  στοιχεία έχεις ήρεμο το μυαλό σου.  Όταν όμως κοιτάς μέσα στην  κόλαση αυτή σου αποκαλύπτεται και μετά δε μπορείς να την ξεχάσεις. 

Κάθοδος στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι - Frapress

Όταν κατάφερα να βάλω το κεφάλι μου μέσα είδα πως το χέρι μου το κρατούσε ένα μαύρο πράγμα. Δεν ξεχώριζα καλά τι. Φαίνεται πως το ότι κοίταξα μέσα από αυτή την τρύπα έκανε το πλάσμα –δαίμονας να ξαφνιαστεί και έτσι κατάφερα να πάρω το χέρι μου από το δικό του.  Πήρα μια ανάσα και δόξασα το θεό που με βοήθησε. Αλλά η φρίκη δεν είχε τελειώσει. Καθώς κοίταξα πάλι από την τρύπα χωρίς όμως αυτή τη φορά να περάσω το κεφάλι μου μέσα , δυο κόκκινα μάτια με κοιτούσαν. Πήρα ένα κερί και το άναψα για να δω καλύτερα. Και τότε το πλάσμα μου φανερώθηκε. Ήταν περίπου στο ένα μέτρο. Σερνόταν σα το φίδι και είχε ένα κεφάλι τριγωνικό. Με στόμα σα βεντούζα  και έτρεχαν σάλια από αυτό. Μάτια δεν είχε.  Ήταν μαύρο και στο τέλος αυτού του σώματος είχε μια μεγάλη δαγκάνα. Την στριφογύριζε πάνω και κάτω.  Δεν ήθελα να δω άλλο. Αμέσως έφτιαξα γρήγορα λίγη λάσπη και έκλεισα την τρύπα. Βγήκα έξω και έτρεξα σε ένα μαγαζί για να αγοράσω τα απαραίτητα υλικά όπου θα έχτιζα ξανά όλο τον βορινό τοίχο. Σε μερικές μέρες είχα τελειώσει τη δουλειά και ανάσανα επιτέλους.

Από εκείνη την ημέρα δεν άκουσα ξανά τα χτυπήματα στον τοίχο. Αφοσιώθηκα στην εργασία μου και πέρασε ένα διάστημα όπου όλα κυλούσαν ήρεμα.  Αλλά ο δαίμονας επέστρεψε. Ένα πρωί είδα τον νέο τοίχο να έχει μαυρίσει ξανά.  Δεν περίμενα όμως άλλο.

Πήρα την μητέρα μου από εκεί. Έκλεισα το μαγαζί και μείναμε στο πατρικό της  δυο στενά πιο πάνω από το σπίτι μας.  Εκείνη πέθανε μια μέρα ξαφνικά από εγκεφαλικό. Μόλις ένα μήνα από τότε που φύγαμε από το καταραμένο εκείνο σπίτι.  Δε μου έμενε παρά να το πουλήσω. Με τα λεφτά κατάφερα να επεκτείνω την δουλειά μου και να ξεχάσω τις  άσχημες εκείνες στιγμές. 

Every day is Halloween

Όσο για το σπίτι; Εκείνο από τότε που μπήκε μέσα ο νέος ιδιοκτήτης ήταν πάντα παγωμένο. Ότι και να έκανε το σπίτι ήταν υγρό. Μύριζε μούχλα όσο και αν το αέριζε. Μέχρι που μπάζωσε  όλο το υπόγειο και το έχτισε από την αρχή πιο ψηλά από το έδαφος. Μόνο τότε η υγρασία σταμάτησε και το σπίτι άλλαξε ατμόσφαιρα. Αλλά αν με ρωτήσετε; Εγώ δεν ξαναπέρασα από εκεί ποτέ.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ.Π.ΚΟΦΙΝΑ

____________

 Λίγα λόγια για την συγγραφέα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

“Στην πΈνα”: “Η άλλη Θεοφανώ” γράφει ο Νίκος Βιτωλιώτης

Καλλιόπη Γιακουμή

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Καλλιόπη Γιακουμή

Ο μύθος της Ψυχής και του Έρωτα, μια μεγάλη ιστορία αγάπης

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο