Στέλιος Δ. Στυλιανού
Ο Στέλιος Δ. Στυλιανού γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου. Σπούδασε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Από το 1975 είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών και εργάζεται ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και διευθυντής παραγωγής στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Από το 1979 είναι μέλος της εταιρίας Ελλήνων σκηνοθετών και παράλληλα ασχολείται με το γράψιμο.
Έργα του ιδίου:
“Περιπλάνηση ανάμεσα στα σκουπίδια”, διήγημα, εκδ. Όμβρος, “Τίποτα πιο αληθινό από το ψέμα”, διήγημα, εκδ. Δίοδος.
Από τις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα: “Αννέ σημαίνει μάνα”, που μεταφράστηκε στα τουρκικά και έχει εκδοθεί στην Τουρκία με τον τίτλο “Mana anne demektir”, “Είσαι γυναίκα, είσαι γη”, “Για ποιον είναι τα δάκρυα, Σιμόνη”, “Ο άνεμος του πάθους”, “Το όνειρο της Αννέ” και “Το μυστικό της Αλκυόνης”.
“Οι κόρες του ανέμου”
…Ήταν τα χρόνια της αποικιοκρατίας, που οι σκλαβωμένοι λαοί αποζητούσαν την ελευθερία τους…. Ο Νικηφόρος και η Ναυσικά, από μικρά παιδιά ένιωθαν μια ιδιαίτερη συμπάθεια ο ένας για τον άλλον, που σταδιακά μεταμορφωνόταν σε κάτι πιο βαθύ, πιο ωραίο και πιο μεγάλο. Καθώς μεγάλωναν έκαναν χιλιάδες όνειρα για το μέλλον. Όμως ίσως η μοίρα, ο Θεός ή το Σύμπαν να συνωμότησαν εναντίον τους. Ίσως ακόμα να ήταν οι συγκυρίες και τα γεγονότα που εναντιώθηκαν στην ευτυχία τους. Ο Νικηφόρος στα δεκαεφτά του χρόνια αναγκάστηκε να βγει αντάρτης στα βουνά και η Ναυσικά έμεινε ξαφνικά μόνη.
Εκείνη τη νύχτα του φθινοπώρου που πήγε κρυφά να τη συναντήσει, θα έμενε αξέχαστη και για τους δύο. Όμως, όταν ήρθε το ξημέρωμα, η Ναυσικά τρόμαξε. Και από τότε ζούσε κάθε στιγμή μέσα στην αγωνία και τον φόβο μέχρι που τα πρώτα σημάδια της εγκυμοσύνης τη γέμισαν απελπισία. Η μοίρα της Ναυσικάς ήταν άρρηκτα δεμένη με την περιπέτεια και τη μοίρα της πατρίδας. Το ίδιο και του Νικηφόρου. Γύρω από τον Άνεμο, όπως ήταν πλέον το όνομά του, υφαινόταν μια ίντριγκα σαν ιστός αράχνης. Ένας συναγωνιστής του τον κατηγόρησε για προδοσία και τον οδήγησε στα χέρια των Βρετανών. Έχασε την τιμή και την υπόληψή του, περιφρονήθηκε από την κοινωνία κι αδικήθηκε στη ζωή του. Έτσι, εκείνος ο μεγάλος έρωτας, δεν έμελλε να ευδοκιμήσει.
Θα μπορούσε άραγε κάποιος να αλλάξει τη ζωή του, όταν ένα αόρατο χέρι καθορίζει τα πάντα;
ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΑΣ, ΖΗΤΗΣΤΕ ΑΝ ΕΠΙΘΥΜΕΙΤΕ ΕΝΥΠΟΓΡΑΦΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
***
“Το μυστικό της Αλκυόνης”
Στα δεκαπέντε της χρόνια, η Αλκυόνη συνειδητοποιούσε πλέον την είσοδό της στη σκληρή πραγματικότητα μέσα από τα σφάλματα των γονιών της. Το ανίερο μυστικό της μητέρας της που τυχαία ανακάλυψε όταν την αντίκρισε γυμνή στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα. Τραγική φιγούρα στη ζωή της ήταν ο πατέρας της – ποτέ δεν ξεπέρασε την απουσία του. Η πληγωμένη ψυχή της Αλκυόνης βρήκε διέξοδο στον παθιασμένο έρωτά της με τον θείο Αλκιβιάδη… Μια βροχερή νύχτα, όταν αισθάνθηκε την απόλυτη ολοκλήρωση όπως μόνο μια γυναίκα μπορεί, βρήκε το κουράγιο να ξεπεράσει το παρελθόν της, αφήνοντας πίσω της μάταιους φόβους και ανασφάλειες.
Μπορεί να γνώριζε πως όλα τα ένοχα μυστικά είναι η αιτία που φέρνει τη δυστυχία σε μια οικογένεια, ωστόσο δεν είχε υπολογίσει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις κι ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει…
***
“Εμένα με λένε Ρωξάνη“
Ήταν μια μεγάλη υπόσχεση στον εαυτό της. Ένα όνειρο ζωής τόσο απλό, όσο μια χειρονομία. Ήταν ο παράδεισος που αποζητούσαν όλοι, ακόμα και η μητέρα της, που της μιλούσε καθημερινά γι’ αυτόν. Έτσι, η Ρωξάνη από τη Βουλγαρία, όταν ήταν μικρή, άκουγε συνέχεια την ιστορία που της διηγούνταν η μητέρα της για τον Αλέξανδρο, τον πατέρα της, που ζούσε στην Ελλάδα. Κι εκείνη μεγαλώνοντας, νέα, κι όμορφη, εμπιστεύτηκε τους ανθρώπους που θα τη βοηθούσαν να έρθει στη «χώρα της επαγγελίας», για να βρει τον πατέρα που ποτέ δεν είχε γνωρίσει. Τότε ήταν που το όνειρό της, έγινε εφιάλτης. Η ιστορία έγινε παραμύθι.Η ελευθερία έγινε σκλαβιά.
Ο παράδεισός της μια κόλαση. Και η άθλια βασανισμένη ζωή της, ως πόρνη πολυτελείας, που άλλοι επέλεξαν γι’ αυτήν, ένα μακρύ μοναχικό ταξίδι. Εγκλωβισμένη σε έναν τόπο που την πρόδωσε, απογοητευμένη από ανθρώπους που δεν θέλησαν να την αναγνωρίσουν και να την κρατήσουν στην αγκαλιά τους, φοβισμένη από το σκοτάδι των αδίστακτων τυχοδιωκτών που την κύκλωνε διαρκώς, προσπαθεί να βρει το νήμα που ακολουθώντας το θα απελευθερωθεί από τον τρόμο και την ντροπή. Η ιστορία της Ρωξάνης πραγματικά μοιάζει με παραμύθι και είναι αφιερωμένη στις γυναίκες όλου του κόσμου που αγωνίστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις για να επιβιώσουν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά του εξαναγκασμού στην πορνεία. Τις ηρωίδες που βιώνουν στην ψυχή και το κορμί τους όλη τη νοσηρότητα της ανθρώπινης κοινωνίας.
***
“Είσαι γυναίκα είσαι γη”
Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, για πρώτη φορά, μα θα ‘ναι σαν να την έχεις ζήσει ξανά, σαν από χρόνια κάποιοι άλλοι να είχαν υφάνει το μαγνάδι της αλήθειας._x000D_ Ήταν νύχτα καλοκαιριού και το ολόγιομο φεγγάρι πήρε ένα χρώμα κατακόκκινο σαν το αίμα κι όλος ο ουρανός μάτωσε, κι όλοι τότε τρόμαξαν, γιατί τέτοιο φεγγάρι πριν από τη χάση του είναι κακό σημάδι… _x000D_ Όμως, ο ήχος της φυσαρμόνικας του Ορφέα, κάπου μακριά, έφτανε ως το άπειρο. Η Ευρυδίκη καθόταν χάμω στην παγωμένη άμμο και τον παρακολουθούσε αμίλητη. Επικράτησε για λίγο μια σιωπή μεταξύ τους κι εκείνη, ξεθαρρεύοντας, τον ρώτησε: «Κάθεσαι μόνος μεσάνυχτα, παίζεις φυσαρμόνικα και κοιτάς το πέλαγος, σαν κάτι να περιμένεις.
Αλήθεια, τι περιμένεις;» «Την αιωνιότητα», απάντησε ο Ορφέας. Χαμογέλασε και κοιτώντας την η σκέψη του ταξίδεψε στις διηγήσεις της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, όπου η Ευρυδίκη πήρε τα μυαλά του ημίθεου Ορφέα κι ο έρωτας και η επιθυμία του για εκείνη τον κατέβασαν μέχρι τον Άδη._x000D_ Κι εσύ, που πίστευες στα παραμύθια, αθώα χαμογελούσες, αλλά το παρελθόν σε σίμωνε ανύποπτα και σημάδευε τις πληγές σου, ενώ εσύ βυθιζόσουν σ’ ένα χρυσοκόκκινο ποτάμι. Ίδιο χρυσοκόκκινο σαν το δαχτυλίδι αυτό που φοράς τώρα, κειμήλιο από μια αγάπη θυέστεια, οδυνηρή. _x000D_ Παράξενο τώρα που εσύ πρέπει να γράψεις το τέλος αυτής της ιστορίας… Είσαι γυναίκα όμως και, σαν γυναίκα, μόνο εσύ μπορείς να προκαλέσεις τον χρόνο· μόνο εσύ θα γεννήσεις έρωτα. Είσαι γη και, σαν γη, μόνο εσύ σπέρνεις φλογερά λουλούδια, μόνο εσύ γιορτάζεις με τη βροχή. Κι όπως θα χορεύεις στης ζωής τους κύκλους, σιωπηλά, θα γίνεις όνειρο, καημός, τραγούδι εσύ για μένα.
***
“Εσμά, πόλεμος εν καιρώ ειρήνης”
Αλήθεια, ποιος μπορεί να γνωρίζει τι του επιφυλάσσει η ζωή; Ποιος ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων; Μπορεί άραγε ο οποιοσδήποτε να αλλάξει τη ζωή του, όταν ένα αόρατο χέρι διέπει τα πάντα;
Κι όμως, οι τρεις Μοίρες, οι θεότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γνέθουν το νήμα της ζωής που κρατούν στα χέρια τους, αποδεικνύοντας πόσο μικρή κι αδύναμη είναι.
Αυτές οι Μοίρες άραγε ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής κάθε ανθρώπου;
Είναι όλα προκαθορισμένα; αναρωτήθηκε η Εσμά, καθώς σκεφτόταν όλα όσα της συνέβαιναν και κούρνιασε τυλιγμένη στην κουβέρτα που της πρόσφεραν, καθισμένη σε μια ακτή της Λέσβου, ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες, δίπλα σε μια άγνωστή της γυναίκα, που έκλαιγε σιωπηλά, ενώ η βροχή συνέχισε να δυναμώνει.
Μια διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολη φέρνει κοντά δύο ανθρώπους ‐την Εσμά και τον Φαίδωνα‐ από δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Από τη μια ο ορθολογισμός και η κοσμικότητα της Δύσης, από την άλλη η μοιρολατρία και ο ισλαμικός συντηρητισμός της Ανατολής. Οι δυσκολίες και τα εμπόδια που θα προκύψουν από αυτήν την αναπάντεχη ένωση δεν είναι λίγα. Η άρνηση των οικογενειών τους απέναντι στον αγνό έρωτα, φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από αποκαλύψεις που συγκλονίζουν και τις δύο όχθες του Αιγαίου. Ο πατέρας του Φαίδωνα έχει ανοιχτούς λογαριασμούς στην απέναντι ακτή, αλλά και η μητέρα της Εσμά έχει τώρα τους δικούς της σοβαρούς λόγους να ανησυχεί. Κι αν το παρελθόν προσπαθεί να καταπνίξει το μέλλον που γεννιέται, οι δυο νέοι αγνοούν τα εμπόδια και αποφασίζουν να τολμήσουν. Η Εσμά επιθυμώντας την ελευθερία και τον απόλυτο έρωτα στη ζωή της, προσπαθεί να ξεφύγει από τα δεσμά που την καθηλώνουν σε μια συμβατική ζωή. Ξεκινά ένα οδοιπορικό για την πραγματοποίηση του ονείρου της, να βρεθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Θα τα καταφέρει όμως; Ο Φαίδων από την πλευρά του παλεύει με τις ενοχές και τους φόβους που τον κατατρέχουν. Όλα τα θαμμένα μυστικά ‐ασήκωτα βάρη και ανομολόγητα‐ εμφανίζονται ζωντανά μπροστά τους και τότε πρέπει να προλάβουν τον χρόνο, να προσπαθήσουν έστω και τώρα για την κάθαρση. Ένας πόλεμος εν καιρώ ειρήνης έχει ξεκινήσει, χωρίς κανείς να ξέρει ποιος θα είναι νικητής…
***
“Μιχριμπάν: Η νεράιδα της Σμύρνης”
Η Μιχριμπάν έτρεξε προς την προκυμαία. Κοίταζε μια το λιμάνι και μια το πλήθος των δυστυχισμένων που πηδούσαν μες στις βάρκες και στη θάλασσα για να σωθούν, όταν ένας βαρκάρης την τράβηξε από το χέρι. Πίσω η Σμύρνη καιγόταν κι ένας μαύρος καπνός σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ίσως αυτές ήταν οι τελευταίες εικόνες που είδε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της και με αυτές βυθιζόταν…Από εκείνη τη στιγμή, η μοίρα έκλωθε κουβάρι το ριζικό της. Γεννημένη από πατέρα Έλληνα και μάνα έβραία, ήταν πανέμορφη σαν νεράιδα. Μαζί με τη Νεριμάν, ήταν τα δουλικά στο αρχοντικό του Βελισάρογλου. έκεί έμελλε να γνωρίσει τον Μεχμέτ, τον παιδικό της έρωτα, που αργότερα έγινε αξιωματικός στον στρατό του Κεμάλ, εκεί έμαθε τα χαρτιά και τα μπουγιούμια από την αγαπημένη της νενέ. Μετά την καταστροφή βρέθηκε στους κερχανέδες, πουλώντας την ομορφιά της. Η μπιρ γκιουζελίν, όπως την αποκαλούσαν, με το μελαγχολικό χαμόγελο και τη βελούδινη φωνή, ήταν περιζήτητη.
Είμαι η Μιχριμπάν, η Νεράιδα της Σμύρνης, έλεγε συχνά στον εαυτό της καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη λίγο πριν βγει στο πάλκο για να τραγουδήσει. Ο ψεύτικος έρωτας και το χρυσάφι, ραμμένα σ’ ένα παλιό φόρεμα, διαφέντευαν από εδώ και πέρα τη ζωή της. Περιπλανώμενη στις γειτονιές της ρημαγμένης έλλάδας, βρέθηκε ύστερα από χρόνια στα προσφυγικά του Πειραιά με εισιτήριο το κορμί της. Ένιωθε να βουλιάζει συνεχώς στο βούρκο, διασκεδάζοντας τους δωσίλογους της γκεστάπο. Ήθελε να ξεφύγει, ν’ αγωνιστεί… Έτσι, εντάχθηκε στην αντίσταση. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, η Μιχριμπάν φτάνει στο λιμάνι και τα μάτια της βουρκώνουν αντικρίζοντας τη γενέτειρά της· τη Σμύρνη που λάτρεψε και την έκαψαν οι Τούρκοι. Τα χώματα που τη γέννησαν και βάφτηκαν με το αίμα τόσων αθώων, εκεί που έχασε ένα παιδί και μαζί τα όνειρά της. Την πόλη που την ονόμασε Περίμ – νεράιδα. Μοναδική κληρονομιά της τώρα, ένα ούτι, ο αμανές και το κλάμα της ψυχής της.
***
“Ο άνεμος του πάθους”
Από την Αναβρύτη, ένα χωριό έντεκα χιλιόμετρα μακριά από τη Σπάρτη, η μικρή Ιωάννα ξεκινά τη δύσκολη πορεία προς την ενηλικίωσή της.
Ορφανή, με το στίγμα ενός φονιά πατέρα να την ακολουθεί, πηγαίνει στην Αθήνα, ελπίζοντας εκεί να βρει μια καλύτερη ζωή κι ίσως την αληθινή αγάπη.
Η αγάπη όμως θα αργήσει πολύ και η Ιωάννα θα σκοντάψει σε λάθος άντρες και θα πέσει επανειλημμένα θύμα εκμετάλλευσης. Κάποια στιγμή θα αποκτήσει χρήμα και δόξα, αλλά ακόμα και τότε τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας θα την οδηγήσουν στην απελπισία.
H ιστορία της Ιωάννας μοιάζει με παραμύθι. Όσο παράξενο όμως κι αν φαίνεται, είναι πέρα για πέρα αληθινή…
***
“Αννέ σημαίνει μάνα”
Δύο αγόρια γεννιούνται την ίδια στιγμή. Σε όλα ίδια εκτός από τη θρησκεία. Μαζί θα ανδρωθούν, θα αγαπηθούν και θα μισηθούν θανάσιμα. Οι παράλληλες ιστορίες τους διαδραματίζονται σε μια πατρίδα που ταλανίζεται από Ανατολή και Δύση. Κουρσάροι του κορμιού της Αφροδίτης που αναδύθηκε από τη θάλασσα, αφήνουν ανάξια σημάδια πάνω της και τότε, σαν μια παραμορφωμένη γιγάντια σκιά, απλώνεται πάνω από τον Αετό και τον Λύκο, παίρνει σταγόνες από το αίμα τους και βάφει των δύο γενναίων τα στεφάνια. Κι έτσι άδικοι νικητές περπατούν μονάχοι στο ίδιο όνειρο, ένα όνειρο γεμάτο με εικόνες μαρτυρίων, με έρωτα που σφαδάζει και φλόγες που σβήνουν σιωπηλά κάτω από μια δυνατή βροχή.
Και στο τέλος του ονείρου, η Αρσινόη να σκεπάζει τις ενοχές τους, ενώ το κλάμα της Κιουρφερέ να τους ψιθυρίζει πως αννέ σημαίνει μάνα.
***
“Το όνειρο της Αννέ”
Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα κι ο Ευαγόρας επιβιβάζεται για ένα ταξίδι επιστροφής στην Κύπρο. Ο Ονήσιλος, ο πατέρας του, πεθαίνει και το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή να συναντήσει ανθρώπους από ένα παρελθόν με το οποίο αρνιόταν χρόνια να αναμετρηθεί. Η Αφροδίτη, η αδελφή του που τούρκεψε, ο σύζυγός της και παιδικός του φίλος Αττίλας, η μεγάλη και η μικρή Αρσινόη, η Κάθριν και ο πατέρας της, η Άννα, η γριά Κιουρφερέ, ενωτικοί, ανθενωτικοί, Τούρκοι, Έλληνες, σε μια αυλή μαζεύονταν όλοι, κι ύστερα… όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους αλλού, σαν να μην ήθελαν να δουν. Στην ίδια αυλή πάλι, με το χρόνο να έχει ξεπλύνει το κόκκινο της νιότης, με τα φαντάσματα των αγνοουμένων να περιπλανώνται, τις σκονισμένες πινακίδες «δεν ξεχνώ» σκόρπιες εδώ κι εκεί, καλούνται τώρα να αναμετρηθούν, να προσμετρήσουν κέρδη και απώλειες, να καταλήξουν, ίσως, σε μια πιο σοφή αφαίρεση. Τώρα που τα όνειρα διαψεύστηκαν, που τα πάθη έμειναν αφιερώσεις στα κοριτσίστικα λευκώματα, που το όνειρο της ένωσης ασθμαίνει ακόμα στις κιτρινισμένες σημειώσεις ενός προδομένου αγωνιστή, υπάρχει άραγε κάτι που να μπορεί ακόμα να σωθεί;