ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Ξύπνησα τον αδερφό μου. Ένας θόρυβος από το απέναντι μικρό σπιτάκι του γείτονα με είχε βάλει σε σκέψεις. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ.
-Ξύπνα. Κάποιος μάλλον έχει μπει να κλέψει τον γείτονα μας.
-Ω! άσε με τρελή και εσύ; Τι να κλέψουν μωρέ; Το σπιτάκι είναι ένα εξοχικό με δυο μικρά δωμάτια που το χρησιμοποιούν για να έρχονται τα καλοκαίρια, μόνο να κάνουν κάνα μπάνιο τα παιδιά. Άντε πέσε ξάπλωσε, κάνει κρύο μη βγεις έξω. Καμιά γάτα θα σουλατσάρει στην αυλή του.
Μου απάντησε και γύρισε πλευρό. Για λίγο άκουγα την βαριά αναπνοή του και μετά ένα μόνιμο ροχαλητό , απλώθηκε στο δωμάτιο.
Αλλά δεν μπορούσα να το αφήσω αυτό έτσι. Ντύθηκα ζεστά φόρεσα και τα μποτάκια μου, πήρα τα κλειδιά του σπιτιού, μιας και πάντα είχαμε αντικλείδι και πήγα μέσα. Ησυχία επικρατούσε παντού. Και στη μικρή μας γειτονιά ζούσαμε λίγα άτομα. Ούτε 15 σπίτια δεν είμαστε όλα και όλα. Ζούσαμε λίγο έξω από το κέντρο του νησιού της Σαλαμίνας και η περιοχή μας δεν είχε ούτε στο σχέδιο ενταχθεί . Έτσι τα περισσότερα σπίτια ήταν η ξύλινα με ελλενίτ ή χτισμένα παράνομα, αλλά μικρά σε μέγεθος. Οι γείτονες μας εκείνοι ερχόντουσαν μόνο ένα μήνα το καλοκαίρι, αλλά πάντα μας έδιναν τα κλειδιά του σπιτιού μιας και εμείς το προσέχαμε, και ποτίζαμε τα δέντρα και τα λουλούδια που είχαν. Άνοιξα την κεντρική πόρτα και μπήκα μέσα φωτίζοντας με ένα φακό το χώρο. Το ρεύμα ήταν κλειστό μιας και όταν έφευγαν έριχναν τον διακόπτη.
Δεν είδα τίποτα το ανησυχητικό. Όλα ήταν στη σωστή τους θέση, και προχώρησα στο επόμενο δωμάτιο. Αλλά και εκεί δεν είδα κανένα, ούτε καμία παραβίαση. Ετοιμάστηκα να φύγω, όταν ένα δυνατό τράνταγμα με έκανε να πέσω κάτω και να σκάσει το πρόσωπο μου στο πάτωμα. Το κάτω χείλος μου μάτωσε. Το κατάλαβα καθώς γεύτηκα το αίμα που είχε τρέξει. Μα δε μπορούσα να σηκωθώ. Το σπίτι έτριζε από παντού και κάποια στιγμή νόμισα πως ξεκόλλησε από τα θεμέλια του.
Και η αλήθεια ήταν πως το σπίτι όντως ξεκόλλησε και αιωρούνταν πάνω από το έδαφος και αυτό το είδα μέσα από το παράθυρο της κουζίνας, αφού κατάφερα να σηκωθώ και να ισορροπήσω στα πόδια μου. Εντελώς τρελή από την αναπάντεχη αυτή κατάσταση στην οποία βίωνα, δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα που να εξηγούσε το πέταγμα του. Αλλά η πραγματικότητα ήταν αληθινή και το σπίτι έτρεχε γρήγορα λες και ήταν άλογο κούρσας σε αγώνα. Κρατήθηκα από την πόρτα και το μόνο που προσευχήθηκα ήταν, όλο αυτό κάποτε να σταματήσει. Και μετά από λίγο σταμάτησε. Το σπίτι προσγειώθηκε κάπου. Έτριξε πάλι , κουνήθηκε αριστερά και δεξιά και η πόρτα από την οποία κρατιόμουν άνοιξε.
Ένας παγωμένος αέρας χαστούκισε το πρόσωπο μου. Κοίταξα να δω που ήμουν. Το σπίτι είχε προσγειωθεί, επάνω σε ένα φέρι στην περιοχή Παλούκια. Τα φώτα στο πλοίο ήταν ανοιχτά. Στο λιμάνι όλα φαινόντουσαν φυσιολογικά. Τα δρομολόγια δε σταματούσαν ποτέ, από το πρωί ως το βράδυ ο κόσμος πηγαινοερχόταν στις δουλειές του.
Ναι… Αλλά εγώ τι ζητούσα εδώ; Και γιατί σε αυτό το φέρι υπήρχε μια τεράστια τσουλήθρα; Η οποία ξεκινούσε από την γέφυρα του πλοίου και έφτανε ως κάτω την πόρτα από όπου έμπαιναν τα αυτοκίνητα και οι πεζοί;
Οι ξαφνικές κραυγές που ήρθαν στα αυτιά μου, ήταν και εκείνες που απάντησαν στα ερωτήματα του μυαλού μου. Ένας άντρας δεμένος χειροπόδαρα ερχόταν από την τσουλήθρα με ταχύτητα και έπεσε στη θάλασσα. Ο επόμενος έσκουζε σαν το γουρούνι που το σφάζουν σιγά, σιγά. Έπεσε και εκείνος στη θάλασσα, καθώς μια σκούρα αντρική φιγούρα ερχόταν καταπάνω μου. Μέσα σε όλη αυτή την τρελή κατάσταση που ζούσα, που δεν μπορούσα να την πιστέψω, κάποιος σκότωνε κόσμο σε ένα λιμάνι που έσφυζε από κίνηση, αλλά που κανένας δε μας έβλεπε. Σα να είμαστε αόρατοι. Σα να βρισκόμαστε σε άλλη διάσταση.
Αλλά δεν μπορούσα να αναλύσω εκείνη την στιγμή. Η μόνη μου έγνοια ήταν να σωθώ. Και προς μεγάλη μου έκπληξη έτρεξα και πήδηξα έξω από την πόρτα του φέρι και βρέθηκα στην προβλήτα. Απέναντι μου διέκρινα την πιάτσα των ταξί. Έτρεξα σαν τρελή και μπήκα σε ένα από αυτά. Και ως δια μαγείας οδηγός ήταν η φίλη μου η Δώρα.
-Δώρα μου, καλησπέρα, στο σπίτι πήγαινε με. Της είπα λαχανιασμένη.
-Ω! τι καλά χαίρομαι που σε είδα.
Μου απάντησε και έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Μόνο τότε χαλάρωσα και ξεφύσησα με ηρεμία , αφού είχα καταφέρει να ξεφύγω από έναν δολοφόνο, από ένα σπίτι που πέταξε και από την αγωνία που βίωνα την τελευταία ώρα. Για λίγο από το τζάμι του ταξί κοιτούσα τον δρόμο , που θα με πήγαινε στο σπίτι. Και τα μαγαζιά στην κεντρική λεωφόρο, μετά τα σπίτια, τις εκκλησίες.. Και μα τι συνέβαινε εδώ;
-Δώρα γιατί είμαστε ακόμα εδώ;
Ρώτησα την οδηγό, η οποία δεν φάνηκε να παραξενεύεται από την ερώτηση μου.
-Μα τι εννοείς; Πηγαίνω προς το σπίτι σου. Μου απάντησε ήρεμα.
Αλλά δεν πηγαίναμε. Ναι το ταξί πήγαινε. Εκείνη οδηγούσε, αλλά ήμασταν συνέχεια στο ίδιο σημείο. Η μάλλον στα ίδια σημεία. Αν και ο δρόμος έδειχνε να τρέχει κάτω από τα λάστιχα του αμαξιού, δεν με έφερνε πιο κοντά στο σπίτι μου. Όχι ήταν σα να μην ήθελε να με πάει ως εκεί. Ήθελε να νιώθω πως πηγαίνω. Να χαλαρώσω. Και τότε θα με πήγαινε πίσω στον δολοφόνο του φέρι.
-Σταμάτα Δώρα. Σταμάτα εδώ τώρα. Της είπα δυνατά και εκείνη πάτησε φρένο.
Βγήκα έξω και άρχισα να τρέχω με όση δύναμη μπορούσα. Έτρεχα στην άσφαλτο, ένιωθα τα πόδια μου που πατούσαν επάνω της, αλλά ο δρόμος μεγάλωνε πιο πολύ. Η απόσταση δεν μίκραινε. Δεν πήγαινα πουθενά. Είχα χαθεί στο δρόμο που ήθελε να καταπιεί. Να με εξαφανίσει. Είχα χαθεί στο δρόμο για το σπίτι. Έκλαιγα με αναφιλητά, το κάτω χείλος μου είχε πρηστεί, και το αίμα είχε ξεραθεί επάνω του. Τα δάκρυα μου που το πότιζαν με αλμύρα το έκαναν να τσούζει περισσότερο. Αλλά έτρεχα. Δε σταματούσα να τρέχω. Η ελπίδα πως θα πήγαινα επιτέλους στο σπίτι μου, ήταν η κινητήριος δύναμη. Και εκεί που έλεγα πως κάλυψα μια μεγάλη απόσταση, πάλι ήμουν στο ίδιο σημείο που ήμουν και πριν.
Και τότε άνοιξα με αγωνία τα μάτια μου. Ήμουν μέσα στο υπνοδωμάτιο μου, λουσμένη στον ιδρώτα με το κλιματιστικό στους 24 βαθμούς και με τα τρία μου σκυλιά να κοιμούνται ήρεμα δίπλα μου.
Και επιτέλους ήμουν στο σπίτι και εκείνος ήταν ένας απαίσιος εφιάλτης.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Π. ΚΟΦΙΝΑ
____________
Λίγα λόγια για την συγγραφέα