Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Γκουντούνοφ κάθεται στο γκρι τραπέζι της γκρι κουζίνας του γκρι διαμερίσματός του σε μια γκρίζα συνοικία της Αγίας Πετρούπολης. Ακόμα και το φαγητό που αχνίζει μέσα στο πιάτο του φαίνεται γκρίζο. Το χρώμα έχει εγκαταλείψει τον κόσμο του Βλαντίμιρ εδώ και πολλά χρόνια, όπως κι η όρεξή του, όπως και το χαμόγελο της γυναίκας του. Η Ιρίνα κάθεται απέναντί του σιωπηλή, συρρικνωμένη, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω απ’ το δικό της πιάτο. Σπανίως βλέπει πια τα όμορφα γαλάζια μάτια της, κι ίσως είναι καλύτερα έτσι. Εκεί που βρισκόταν παλιά όλη η χαρά της ζωής κατοικεί τώρα μια βαθιά θλίψη. Δεν αντέχουν πια να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Έχουν στρέψει το βλέμμα τους προς τα μέσα. Ο καθένας κλεισμένος στο δικό του πύργο χωρίς παράθυρα, δύο άνθρωποι μονάχοι σ’ ένα τραπέζι στρωμένο για τρεις. Το πιάτο του Σεργκέι, σερβιρισμένο με πολλή αγάπη απ’ τη μητέρα του –όπως κάθε βράδυ– κρυώνει ανέγγιχτο, περιμένοντας το μονάκριβο γιο τους να γυρίσει. Ο Σεργκέι όμως δε θα γυρίσει απόψε… ούτε αύριο ούτε κανένα άλλο βράδυ.
Ο Σεργκέι χάθηκε πριν από πέντε χρόνια στον πόλεμο στην Αμαρκάνδη, και μόνο η ανάμνησή του στοιχειώνει ακόμα τα άδεια κουφάρια των γονιών του. Η Ιρίνα γνωρίζει πως ο γιος της σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη. Έκλαψε μπροστά στο φέρετρο –καλυμμένο με τη σημαία της πατρίδας της– μαζί με τις άλλες μητέρες. Άκουσε το φόρο τιμής των τουφεκιών και τον εθνικό ύμνο της χώρας της να υψώνεται στον παγωμένο ουρανό της βόρειας Ρωσίας. Δεν έπαψε όμως ούτε μια μέρα να μαγειρεύει τα αγαπημένα του φαγητά και να σερβίρει το πιάτο του, μαζί με ένα ποτήρι βότκα, στο βραδινό τραπέζι. Το πιάτο γυρίζει πάντα γεμάτο στο νεροχύτη και το ποτήρι πάντα άδειο.