18.9 C
Greece
18 Μαΐου, 2024
ΑΡΘΡΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΓΙΑΚΟΥΜΗ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ-ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΡΓΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ

O Γιώργος Σεφέρης (13 Μαρτίου 1900 – 20 Σεπτεμβρίου 1971)

Γιώργος Σεφέρης: Ο μεγάλος Έλληνας  ποιητής

Βαθιά λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός με όλα τα ζητήματα που τον απασχόλησαν στη ζωή του, με το μεγάλο του ταλέντο στη γραφή αλλά και με τις βαθιές γνώσεις του τής ιστορίας της Ελλάδας κατάφερε να συνδέσει σαφώς τα πάντα με ένα λόγο – που μνημειώδης καθώς διέρρεε στο χαρτί – τον έκανε να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση και να καταστεί ένας εκ των κορυφαίων ποιητών της εποχής του.

 

” Ο Γ. Σεφέρης έθεσε τη βάση για την ελεύθερη ποίηση”, έχει πει ο Οδυσσέας Ελύτης.
“αν θέλεις να γίνεις κάτι στη βασιλεία του πνεύματος, φρόντισε ν’ αποφύγεις τη μετριότητα σε κάθε στιγμή της ζωής σου, φρόντισε να ζεις όσο μπορείς σε στενότερη συνάφεια με τα υψηλότερα πνεύματα που σου είναι βολετό να γνωρίσεις… δούλευε, ένδον σκάπτε, καθάριζε την ψυχή σου και πήγαινε ελεύθερος…”
Γιώργος Σεφέρης, Ένας διάλογος για την ποίηση
O Γιώργος Σεφεριάδης (13 Μαρτίου 1900 – 20 Σεπτεμβρίου 1971), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στις 29 Φεβρουαρίου 1900. Μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια με έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα. O πατέρας του, Στυλιανός, ήταν νομικός και μετέπειτα καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, ενώ παράλληλα έγραφε ποιήματα, μετέφραζε αρχαίους τραγικούς και είχε εκδώσει μεταφράσεις έργων του Λόρδου Bύρωνα. Η δε μητέρα του, Δέσπω, διακρινόταν για την ιδιαίτερη ευαισθησία και την καλλιέργειά της.

Έγραφε ήδη στίχους στα 14 του χρόνια. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει την οικογένειά του να μετακομίσει στην Αθήνα. Το 1918 μεταβαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει Νομική, κάτι που αποτελούσε όνειρο του πατέρα του που στο μεταξύ είχε μετακομίσει κι αυτός στο Παρίσι αναζητώντας καλύτερη μοίρα.

 «Eίχα μπει τον Iούλιο σ’ ένα Παρίσι ολότελα άδειο, που γέμισε ασφυκτικά τον Nοέμβρη με τα πανηγύρια της ανακωχής. Tο δωμάτιό μου ήταν ο πιο παγερός τόπος που γνώρισα ποτέ μου. Ένας πλανόδιος βιολιτζής ερχότανε κάθε απόγεμα μ’ έναν απελπιστικά περιπαθή σκοπό. Tις νύχτες μια γριά κλαψούριζε πουλώντας μενεξέδες. Διάβαζα Όμηρο και τα πιο παλαβά πρωτοποριακά περιοδικά. Ήμουν αξιοθαύμαστα χαμένος και ονειροπαρμένος» θα σημειώσει αργότερα ο ποιητής για τα φοιτητικά του χρόνια. Σύντομα, στρέφεται όλο και περισσότερο προς την λογοτεχνία: «Έχω μια μεγάλη διάθεση να γράψω κάθε ώρα· καθετί μου φέρνει ένα θέμα, μια τραγικότητα για να εκφράσω. Δυστυχώς, μόνο τις ιδέες μου βάζω απάνω στο χαρτί και τις κοιμίζω τον ύπνο τον αξύπνητο ίσως. Tο συρτάρι μου κατάντησε νεκροταφείο. Kάθε μέρα θάβω και μερικά κορμάκια μωρών που ξεψύχησαν».

Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή.
Με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις.
Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης – υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση. Ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα.
Η Στροφή θεωρήθηκε ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή.
Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός.
Αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».
Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο.
Με μία σειρά κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου.
Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό.
Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά) ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη).
Από την δεκαετία του πενήντα η ποίηση του Σεφέρη ήταν γνωστή και αναγνωρισμένη στο εξωτερικό.
Το 1955 και το 1961 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ.
Δυο χρόνια αργότερα οι φήμες έδιναν και έπαιρναν στην Αθήνα ότι θα ήταν αυτός ο νικητής.
Οι φήμες επιβεβαιώθηκαν το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου, όταν έφθασε στην Αθήνα το τηλεγράφημα της Σουηδικής Ακαδημίας, που ανήγγειλε την χαρμόσυνη είδηση.
Ο Σεφέρης είχε κερδίσει το βραβείο «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».
Η Σουηδική Ακαδημία είχε ξεπληρώσει ένα χρέος της προς την Ελλάδα, καθώς
στο παρελθόν είχε παρακάμψει τις υποψηφιότητες του Νίκου Καζαντζάκη και του Άγγελου Σικελιανού.
Ο Σεφέρης που ήταν καθηλωμένος στο σπίτι του από μια κρίση έλκους
θα δηλώσει εμφανώς ικανοποιημένος στους εκπροσώπους του Τύπου:
Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα.
Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα.
Η επικράτηση του Έλληνα ποιητή δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Η αρμόδια επιτροπή, από τους περίπου 80 υποψηφίους, επέλεξε έξι:
τον Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ, τον Αγγλοαμερικανό ποιητή Γ.Χ Όντεν, τον Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μίσιμα , τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα,
τον Δανό συγγραφέα Άξελ Σαντεμόζε και τον Σεφέρη.
Με ψηφοφορία τα μέλη της επιτροπής ξεχώρισαν την τριάδα των Σεφέρη, Νερούδα και Όντεν και ακολούθως με ομοφωνία επέλεξαν να δώσουν το βραβείο στον Γιώργο Σεφέρη.
Στις 10 Δεκεμβρίου, έγινε η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ και το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Σεφέρης εκφώνησε ένα σύντομο λόγο στο δείπνο που παρατέθηκε για τους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, ενώ την επομένη έδωσε διάλεξη στην Σουηδική Ακαδημία.
Στην ομιλία του, συνόψισε τις πεποιθήσεις του, για την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή:
« …Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου.
Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα
που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.
Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται.
Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα…».
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του
και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.
«Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.

Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο

Βιβλίων Ορίζοντες

Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Αφιέρωμα στην … Ειρήνη Βαρδάκη

Καλλιόπη Γιακουμή

Κώστας Καρυωτάκης: Ποιητής και πεζογράφος. Μια από τις σπουδαιότερες πένες της λογοτεχνίας.

Μεγακλής

Χόρχε Λουίς Μπόρχες 1899 -1986

Καλλιόπη Γιακουμή