13.9 C
Greece
2 Μαΐου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΑ

“Στην πΈνα”: “ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ”…ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΡΥΣΑ ΜΙΣΚΟΥ

  Στην πΈνα”  ✒️✒️

“ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ”
Γράφει η Χρύσα Μίσκου




Πρόταση Γάμου..

Το γέλιο της έσπασε τη σιωπή…

   «Δεν
μπορώ να το πιστέψω ότι το έχαψες!» συνέχισε να γελάει δείχνοντας τον κοροϊδευτικά
με το δάχτυλο. «Τελικά είσαι πολύ βλάκας!»
   Της
γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει, μέχρι που δεν έβλεπε μπροστά του από τα
δάκρυα. Ήξερε ότι κινδύνευε να πέσει και να χτυπήσει άσχημα, αλλά δεν τον
ένοιαζε. Πραγματικά ήταν μεγάλος βλάκας. Την είχε πιστέψει. Ήταν εντελώς
σίγουρος ότι και αυτή τον αγαπούσε, όσο την αγαπούσε και αυτός.
   Ήταν το μόνο
κορίτσι που γνώρισε και έκανε την καρδιά του να χτυπήσει αλλιώς. Την πρώτη φορά
που τη συνάντησε, στην προκυμαία της Σμύρνης, στο Κε, έκανε τον απογευματινό
της περίπατο κρεμασμένη στο μπράτσο του πατέρα της που την συνόδευε περήφανος.
Και είχε κάθε λόγο να αισθάνεται έτσι. Η Έλλη ήταν πανέμορφη, με το άσπρο της
αέρινο φόρεμα, τις κορδέλες στα μαλλιά και το κομψό της ομπρελίνο. Ο πατέρας
του συνεργαζόταν με τον δικό της, έναν από τους μεγαλύτερους εμπόρους σύκων της
πόλης, και τον τράβηξε να πούνε ένα γεια.
   Τόλμησε
να σηκώσει το βλέμμα του στην πανέμορφη κοπέλα, σαν νεράιδα του είχε φανεί που
ξέφυγε από το δάσος της και βρέθηκε μπροστά του, και αυτή του χαμογέλασε γλυκά.
Λέξη δεν άκουσε από την κουβέντα των δύο μεγαλύτερων αντρών, έμεινε χαμένος, να
κολυμπάει στο γαλάζιο χρώμα των ματιών της.
   «Από εδώ
ο γιος και κληρονόμος μου» άκουσε τον πατέρα του να λέει γεμάτος καμάρι. «Μόλις
αποφοίτησε από το Ελληνογερμανικό Λύκειο και ήδη έχει αρχίσει να εργάζεται
κοντά μου. Δεν θα χαιρετήσεις Κωνσταντή;» του είπε και τον σκούντησε διακριτικά
με τον αγκώνα του.
   Δεν
θυμόταν τι απάντησε, ούτε πως αποχαιρετίστηκαν και επέστρεψε ο καθένας στο
σπίτι του. Οι επόμενες μέρες πέρασαν σε μια μεγάλη θολούρα. Δεν έτρωγε, δεν
έπινε, δεν μιλούσε σε κανέναν. Παρακολουθούσε τον πατέρα του στη δουλειά και
προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να ανταποκρίνεται όταν κάποιος του απεύθυνε τον
λόγο, αλλά η ψυχή του ακόμα βρισκόταν κολλημένη στη στιγμή που είχε
πρωτοαντικρύσει την Έλλη.
   Ώσπου
ήρθε η ώρα να την δει ξανά. Στη βεγγέρα του Αγγελόπουλου ήταν, και λίγο πριν
πάθει η μάνα του νευρικό κλονισμό, καθώς τον έβλεπε να λιώνει και να μαραζώνει
μπροστά στα μάτια της χωρίς να ξέρει το γιατί.
  
«Ερωτευμένος είναι, μην σκας» άκουσε εκείνο το βράδυ, τον πατέρα να της
λέει, αλλά αυτή είχε βαλθεί να φωνάξει τον γιατρό.
   «Τι είναι
αυτά που λες; Μικρό παιδί!» του είπε αγανακτισμένη.
   «Μα τι
μικρό παιδί; Ο κανακάρης μας έκλεισε τα είκοσι!» γέλασε ο άντρας. «Παλικάρι
στον καιρό του είναι, το αίμα του βράζει. Ερωτευμένος είναι και να μην
ανησυχείς. Άιντε τώρα να τον φωνάξεις γιατί θα αργήσουμε».
   Να είχε
καταλάβει κάτι ο πατέρας; Να ήξερε από δική του εμπειρία; Ο Κωνσταντής δεν ήταν
σίγουρος και δεν μπορούσε να τον ρωτήσει. Ανέβηκε λοιπόν στην άμαξα,
προσποιήθηκε ότι δεν τον ενοχλούσε το καινούριο, έντονο άρωμα που φορούσε η
μάνα του και τους συνόδεψε στην υποχρέωση τους όπως όφειλε να κάνει κάθε σωστός
γιος.
  

Μπήκαν
στην μεγάλη αίθουσα και φρόντισε να χαιρετήσει ευγενικά τον οικοδεσπότη τους,
την κυρία του σπιτιού και τις δύο νεαρές τους κόρες. Ήξερε ότι ο Αγγελόπουλος
τον έβλεπε σαν υποψήφιο γαμπρό, πολύ θα ήθελε να ενώσει το όνομα του με το δικό
τους. Τα κορίτσια του ήταν πολύ χαριτωμένα και μιλούσαν με μια ελαφριά γαλλική
προφορά αφού η νταντά που τα είχε μεγαλώσει ήταν Γαλλίδα, αλλά η καρδιά του
ήταν δοσμένη αλλού.

   Πάνω που
την σκέφτηκε, σαν νεράιδα, όπως είχε πιστέψει την πρώτη φορά που την είδε,
εμφανίστηκε μπροστά του. Εκείνο το βράδυ φορούσε ένα αχνό γαλάζιο φόρεμα και
ήταν σαν οπτασία. Χόρευε και γελούσε. Δεν την άφησε από τα μάτια του στιγμή.
Όταν κάποια στιγμή ζεστάθηκε και βγήκε στον κήπο να πάρει λίγο αέρα την
ακολούθησε. Δεν ήξερε τι θα της έλεγε, δεν ήξερε καν αν θα της μιλούσε, αλλά
έπρεπε να βρεθεί έστω και για λίγο ξανά κοντά της.
   «Ποιος
είναι εκεί;» την άκουσε να λέει τρομαγμένη όσο ξεπρόβαλλε αργά από τις σκιές.
   «Ο
Κωνσταντής» καθάρισε τον λαιμό του που είχε κλείσει από το άγχος. «Ο Κωνσταντής
του Σαράφογλου. Γνωριστήκαμε προχθές…»
   Περίμενε
κάποιον άλλο; Πρόλαβε να δει μια μικρή απογοήτευση στα μάτια της, αλλά το
ευγενικό χαμόγελο που την είχαν μάθει από μικρή να χρησιμοποιεί, εμφανίστηκε
αυτόματα στο όμορφο της πρόσωπο.
   «Ναι,
θυμάμαι» είπε και κούνησε το κεφάλι της αργά. «Και τι θέλεις εδώ;»
   Η καρδιά
του χτυπούσε δυνατά. Θα της το έλεγε. Εδώ και τώρα.
   «Ήθελα να
σου μιλήσω. Ήθελα να σου πω…»
   «Ξέρω,
ξέρω» γέλασε η μικρή και έκανε μια μικρή στροφή μπροστά του παιχνιδιάρικα. Τα
μάτια της έλαμπαν, η φούστα της στροβιλιζόταν γύρω από το λεπτό της κορμί και
μύριζε βιολέτες.
   «Θέλεις
να μου πεις ότι με αγαπάς!»
   Σταμάτησε
ξαφνικά και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτός ξεροκατάπιε και κούνησε το κεφάλι
αχνά, παραδομένος στην μεγάλη αλήθεια.
   «Με
αγαπάς και θέλεις να με παντρευτείς, έτσι δεν είναι;» Άρχισε να τον πλησιάζει
αργά καρφώνοντας τον με το βλέμμα της όπως η αλεπού τον λαγό, λίγο πριν τον
καταβροχθίσει. Ο Κωνσταντής κούνησε και πάλι το κεφάλι.
   «Θέλω να
σε ακούσω να το λες!» του ψιθύρισε στο αφτί.
  

Ήταν τόσο
κοντά του που το σχήμα της είχε θολώσει. Ένιωθε όμως καθαρά την ανάσα της πάνω
του, το στήθος της που ανεβοκατέβαινε μανιασμένο, την μυρωδιά της.

   Θεέ, ήταν
άραγε τόσο τυχερός; Τον ήθελε και αυτή όσο αυτός;
   «Ναι»
είπε και η φωνή του έσπασε. Έτρεμε ολόκληρος, αν του ζητούσε αυτή τη στιγμή να
πεθάνει για χάρη της, θα το έκανε με μεγάλη προθυμία. «Σε αγαπώ! Θέλω να με
παντρευτείς, να ζήσουμε μαζί και να γίνεις μητέρα των παιδιών μου. Σε θέλω τόσο
πολύ…» Σήκωσε το ιδρωμένο του χέρι για την αγγίξει όταν αυτή πετάχτηκε μακριά
του και άρχισε να γελάει. Γελούσε και τον έδειχνε με το τεντωμένο της δάχτυλο,
γελούσε μέχρι που δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της…
   Και τώρα
έτρεχε… Έτρεχε μακριά από τον κήπο του Αγγελόπουλου, μακριά από την μεγάλη του
ντροπή, μακριά της. Και ήταν σίγουρος πως δεν θα ξαναερωτευόταν γυναίκα ποτέ.
  
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:


Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Ποια ήταν η Ψαροκώσταινα και ποια η ιστορία της…

Καλλιόπη Γιακουμή

Ελένη Μπούκουρα – Αλταμούρα: Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος και η τραγική ζωή της

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 23-09-2019

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο