13.5 C
Greece
16 Μαΐου, 2024
ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ-ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΡΓΟ ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ

Χόρχε Λουίς Μπόρχες 1899 -1986

«Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες μάς δίδαξε να διαβάζουμε τα δοκίμιά του με δυσπιστία και τα διηγήματά του καθαροί και έτοιμοι να πλανηθούμε»

Κρίστιαν Γκρέινβιλ

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες , γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινή, στις 24 Αυγούστου 1899  και πέθανε στην Γενεύη της Ελβετίας,  στις 14 Ιουνίου 1986. Ήταν Αργεντινός συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του, Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες (“προσπάθησε να γίνει συγγραφέας και δεν τα κατάφερε”), είπε κάποτε ο Μπόρχες. “Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα”). Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια. Μεγάλωσε στην τότε μακρινή και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.

Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo), αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.

Ο Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολύ νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.

Αφού τέλειωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες έζησε τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, “Ύμνος στη Θάλασσα”, γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia (“Ελλάδα”). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.

Πρώτα συγγραφικά χρόνια

Το 1921 ο Μπόρχες επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου εισήγαγε το δόγμα του Ουλτραϊσμού και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η “τέχνη για την τέχνη” προσέγγιση ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα του Μποέδο), συν-ίδρυσε τα περιοδικά Prisma (1921–1922 και Proa (1922–1926). Ήταν τακτικός συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το 1931από τη Βικτόρια Οκάμπο και έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, ο οποίος έγινε τακτικός συνεργάτης του Μπόρχες και σημαντική φυσιογνωμία της αργεντίνικης λογοτεχνίας.

 

Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το 1939.

Το 1937 ο Μπόρχες έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε: “προήχθηκε” στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (από την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ’ αυτό, διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε “Επιθεωρητής Πουλερικών και Κουνελιών”). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι “Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα.”

Ο θάνατος του πατέρα Μπόρχες το 1938 ήταν βαρύ πλήγμα γιατί είχαν πολύ στενή σχέση. Την παραμονή Χριστουγέννων το 1938, ο Μπόρχες χτύπησε άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της πληγής παρ’ ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία — το διήγημά του “Ο Νότος” του 1944 βασίζεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα στυλ για το οποίο έγινε διάσημος και η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, El jardín de senderos que se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το 1941. Το βιβλίο περιλάμβανε το διήγημα “Ο Νότος”, ιστορία που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία, και την οποία ο συγγραφέας αργότερα αποκάλεσε “ίσως η καλύτερή μου ιστορία.” Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται δεν κατάφερε να αποσπάσει τα λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί έγραψαν κείμενα με τα οποία τον υποστήριξαν.

Τα χρόνια της ωριμότητας

Ο Μπόρχες στο Hotel Beaux, 1969

Χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950–1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1950–1955) στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (με τίτλο Días de odio– Μέρες μίσους) το 1954 από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λεοπόλδο Τόρρε Νίλσον. Τον ίδιο καιρό ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.

Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός “μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα“.

Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές τέτοιες ανακηρύξεις). Από το 1956 μέχρι το 1970, ο Μπόρχες ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους.

Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.

Διεθνής αναγνώριση

Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι τότε ο Μπόρχες παρέμενε άγνωστος και αμετάφραστος, κίνησε την περιέργεια πολλών για να μάθουν ποιος είναι. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον κάλεσε για ένα χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο Θερβάντες.

Το 1967 ο Μπόρχες ξεκίνησε μια πενταετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Επίσης συνέχισε να εκδίδει βιβλία, μεταξύ αυτών El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων, 1967, μαζί με τη Μαργαρίτα Γκερρέρο), El informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι, 1970), και El libro de arena (Το Βιβλίο της Άμμου, 1975). Έδωσε επίσης πάρα πολλές διαλέξεις. Πολλές από αυτές τις διαλέξεις ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και Nueve ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).

Αν και πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο Μπόρχες είχε ήδη γεράσει και η υγεία του είχε αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή στον Μπόρχες ήταν εμφανής παράλειψη. Εικάζεται ότι το βραβείο δεν απονεμήθηκε ποτέ στον Μπόρχες λόγω της σιωπηλής στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις στρατιωτικές δικτατορίες σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη και αλλού. Παρόλο που αυτή η πολιτική του στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες αποκαλούσε “αναρχο-ειρηνισμό,” τον πρόσθεσε στον κατάλογο των διακεκριμένων συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στον οποίο βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν, Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που α Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ’ όλα αυτά, του δόθηκε το Βρασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.

Τα τελευταία χρόνια

Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία και επανεξελέγηκε πρόεδρος το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Ο Μπόρχες νυμφεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο γάμος κράτησε λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα 99 της. Μετά από αυτό έζησε μόνος στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τον φρόντιζε η οικιακή βοηθός την οποία είχαν για δεκαετίες.

Μετά το 1975, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, μια Αργεντινή ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής. Το 1984, ήρθε στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αθήνα, κι ύστερα στο Ρέθυμνο, όπου αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Στη Γενεύη, προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του, τα οποία υπολογίζεται ότι της αποφέρουν ετήσιο εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι καταδίκασαν την όλη στάση της Κοδάμα, την οποία θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο για την πρόσβαση στα γραπτά του Μπόρχες.

 

Μαθαίνεις 

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις

 

Αποφθέγματα

1. Η ζωή είναι ένα όνειρο που βλέπει ο Θεός. 

2. Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης. 

3. Αποφάσισα πολλές φορές να ασχοληθώ με τη μεταφυσική, αλλά με διέκοπτε η ευτυχία. 

4. Να είμαι μαζί σου και να μην είμαι μαζί σου είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να μετρώ το χρόνο.

5. Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο. 

6. Ο παράδεισος και η κόλαση μου φαίνονται δυσανάλογοι. Οι πράξεις των ανθρώπων δεν αξίζουν τόσο. 

7. Χτίζεις στην άμμο και χτίζοντας και ξαναχτίζοντας κάνεις την άμμο πέτρα. 

8. Ο χρόνος είναι η τίγρη που με καταβροχθίζει, αλλά εγώ είμαι η τίγρη.

9. Το πρωτότυπο δεν είναι ποτέ πιστό στη μετάφραση. 

10. Η Ποίηση θυμάται ότι ήταν μια προφορική τέχνη, προτού γίνει γραπτή τέχνη. 

Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο

Βιβλίων Ορίζοντες

Επιμέλεια άρθρου Καλλιόπη Γιακουμή

Πηγή: βικιπαίδεια

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΕ ΜΥΘΟΥΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΥΣ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Καλλιόπη Γιακουμή

“ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΝΗ”, γράφει η Κατερίνα Κοφινά

Καλλιόπη Γιακουμή

“Στην πΈνα”: “ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”…ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο