“ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ ΛΟΥΛΑ..”
Μια άγνωστη πτυχή για τη ζωή του μεγάλου Έλληνα ποιητή Γιάννη Ρίτσου είναι η αγάπη του για την αδερφή του, Σταυρούλα ή Λούλα όπως την φώναζαν.
Η Λούλα και η κατάσταση της υγείας της αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τον Ρίτσο.
Στις αρχές του 1937 η Λούλα εισήλθε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί. Τα οικογενειακά προβλήματα κλόνισαν τη ψυχική της υγεία. Το 1921 είχε χάσει τον αδερφό της Δημήτρη, δόκιμου αξιωματικού του Ναυτικού και τη μητέρα της από φυματίωση.
Λίγα χρόνια αργότερα, είδε τον Γιάννη Ρίτσο να κάνει αιμόπτυση. Έπασχε και εκείνος από φυματίωση.
Το 1934 ο πατέρας τους εισήχθη στο Δαφνί. Ζούσε στη Μονεμβασιά σε άθλια οικονομική κατάσταση, έχασε τα λογικά του και έπρεπε να νοσηλευτεί.
Η Νούλα Ρίτσου |
Στο ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα, ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.
Μαζί με τη Λούλα ο ποιητής περνά τα γυμνασιακά του χρόνια στο Γύθειο. Το 1925 φτάνουν στην Αθήνα για σπουδές. Γρήγορα όμως ο Ρίτσος θα προσβληθεί κι αυτός από φυματίωση.
Ως το 1940 περίπου, η ζωή του θα περνά ανάμεσα σε σανατόρια – Σωτηρία, Kαψαλώνα, Άγιος Iωάννης (Xανιά), Πάρνηθα – και, στα διαλείμματα, στην Αθήνα, όπου είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά και κάποτε με εξευτελιστικούς όρους για να επιζήσει.
Λέγεται πως το 1938 η Λούλα είδε να μεταφέρουν τη σωρό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο στο Δημόσιο Ψυχιατρείο.
Η νοσηλεία της Λούλας, η οποία ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη από τον Γιάννη, επηρέασε την ψυχική κατάσταση του ποιητή, ο οποίος βρισκόταν στο σανατόριο της Πάρνηθας επειδή είχε επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του από τη φυματίωση.
Εκεί έγραψε και το ποίημα «Τραγούδι της αδελφής μου» που εμπνεύστηκε από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η αγαπημένη του αδελφή.
Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς με αφορμή το «Τραγούδι της αδερφής μου» είχε πει για τον Ρίτσο: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Δείτε απόσπασμα του ποιήματος από το αρχείο του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη.
Η σχέση των δύο αδελφιών και τα δελτάρια του ποιητή
Στην οικογένεια ήταν τέσσερα αδέλφια: η Νίνα που γεννήθηκε το 1898, ο Δημήτρης το 1899, η Λούλα το 1908 και ο Γιάννης το 1909.
Η σχέση του Γιάννη Ρίτσου με τη Λούλα ήταν πολύ καλή. Η μικρή διαφορά ηλικίας τους ένωνε. Τα δυο παιδιά πήγαν μαζί σχολείο στη Μονεμβασιά.
Η άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας, ο θάνατος της μητέρας τους και του αδερφού τους Δημήτρη, τους έφερε πιο κοντά.
Το 1925, όταν ο Ρίτσος ήταν 16 ετών, ήρθαν μαζί στην Αθήνα.
Έξι χρόνια αργότερα, η Λούλα γνωρίζει και παντρεύεται έναν Έλληνα μετανάστη στην Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος βοήθησε οικονομικά και τον Γιάννη Ρίτσο.
Ο γάμος τους όμως, δεν κράτησε πολύ και η Λούλα επέστρεψε στην Ελλάδα για να φροντίσει τον πατέρα της που είχε εισαχθεί στο Δαφνί.
Τα δυο αδέρφια αντάλλασσαν συνεχώς γράμματα και δελτάρια, στα οποία έγραφαν τα νέα τους και τις ανησυχίες τους.
Τα δελτάρια αυξήθηκαν το διάστημα 1949-1952, όταν ο Ρίτσος ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη.
«Η αλληλογραφία τους ήταν σχεδόν σε καθημερινή βάση, ίσως να συνέβαλε και το γεγονός ότι οι κακουχίες ήταν μεγάλες και η εξορία κάτι το πρωτόγνωρο για τον Ρίτσο»,είχε πει η κόρη της Λούλας, Δέσποινα Γλέζου, η οποία βρήκε περίπου 500 γράμματα του Ρίτσου στο σπίτι της μητέρας της.
Διαβάστε ένα από τα δελτάρια του Γιάννη Ρίτσου προς την αδελφή του Λούλα.
26.VIII.50
“Λουλίτσα, Λουλίτσα μου —αδελφούλα μου— δυο σου γραμματάκια μαζί πήρα χτες. Ω αδελφούλα, τι καλή που είσαι. Μ’ έχεις κάνει σαν ένα παιδάκι που όλο το χαϊδεύουν και το φιλεύουν χαρές και παραμύθια κ’ όνειρα — θυμάσαι; — τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια — τον κάμπο με τα λούλουδα.
Ναι, μανούλα — όλα τούτα μου τα φέρνει η αγάπη σου στη φούχτα της κάθε στιγμή — κ’ εγώ, παιδί, παίζω με τα χρώματα και με τ’ αστέρια — με τα παιχνίδια και με τα καλούδια που μου στέλνεις, ακριβούλα μου — κ’ είναι η κάθε μου μέρα κι όλη μου η ζωή μια Πρωτοχρονιά — εσύ έφτιαξες τη ζωή μου μια Πρωτοχρονιά — κι είσαι ο καλός μου Αη-Βασίλης — που φέρνει, φέρνει και δεν τελειώνει — κι εγώ παίζω — ναι — σα μωρό — καθισμένος πάνω στη χαρά — παίζω με τα λουλούδια και με τ’ αγαθά.
Ω, αδελφούλα, αδελφούλα — τι όμορφα είναι όλα τούτα που μου χαρίζεις — τι όμορφο σακάκι και πουλόβερ και πουκάμισο, και σορτς, και καπελάκι και μαγιώ και βιβλία — και, και, και, τι να πρωτοχαρώ — τι να πρωτοδιαβάσω Αηβασιλάκη μου;
Άκου, αδελφούλα, και σκέψου: μέσα σε 25 μέρες που βρίσκουμαι στον Αη-Στράτη, μου ‘χεις στείλει και τα ‘χω λάβει 8 δέματα και 500 χιλιάδες — εκτός από κείνα (και πόσα) που μου ‘χες δώσει όταν έφευγα.
Λουλίτσα μου — δε νομίζεις πως παραγίνεται πια;
Δε νομίζεις πως είναι καιρός να νοιαστείς τον εαυτό σου, τα παιδάκια σου, τον άντρα σου; Ε, αδελφούλα μου; Δεν κουράστηκες πια με μένα;
Κι όλο από πάνου με ρωτάς τι μου χρειάζεται. Τίποτε αδελφούλα μου.
Μόνο, όπως σου ‘γραψα, ένα κλεφτοφάναρο για τα βράδια —επειδή εδώ δεν έχει φως— κ’ ένα βιβλίο μου «Πυραμίδες» που θα το πάρεις απ’ το σπίτι.
Τη χλαίνη μη μου τη στείλεις γιατί δε μου χρειάζεται — έχω το παλτό και την καπαρντίνα.
Χίλια ευχαριστώ —πες— και χίλια φιλιά.
Λουλίτσα — δε θα νοικιάσω σπίτι στο χωριό. Θα μείνω εδώ. Έχω ένα μικρούτσικο σπιτάκι εγκαταλειμμένο — κάτου απ’ τα δέντρα — όλο όλο ένα δωματιάκι — ήσυχο και χωριάτικο. Θα διορθώσω τη στέγη του γιατί τρέχει, θα βάλω και πορτοπαράθυρα γιατί δεν έχει καθόλου — κ’ έτσι θα ‘χω μια ζεστή, εξοχική φωλίτσα για το χειμώνα. Δε θα κρυώνω καθόλου — και θα μπορώ να διαβάζω, να γράφω, να ζωγραφίζω. Έβαλα μπροστά και τα εγγλέζικα.
Α, αλήθεια, θα μπορούσες να μου στείλεις το Α΄και Β΄ «Essential» κ’ ένα αγγλο-ελληνικό λεξικό; Είδες; — πάλι σε φορτώνουμαι.
Λουλίτσα —αδελφούλα— πόσες χιλιάδες ευχαριστώ να σου πω;
πόσα φιλιά να σου στείλω; πώς να σου δείξω την αγάπη μου;
Πρέπει να τελειώνω, γιατί θα παρακούρασα τη λογοκρισία. Άλλοτε πάλι, όπως πάντα, θα σου γράφω σε δελτάριο. Εσύ μπορείς να μου γράφεις όποτε θέλεις κι όσο θέλεις.
Γεια σου αδελφούλα μου — φιλιά, φιλιά, φιλιά, στα παιδάκια σου και στον άντρα σου (α, ναι, του ‘γραψα χώρια ένα γράμμα — το ‘λαβε;) κι άλλα τόσα και πιότερα φιλιά σε σένα.
ο αδελφούλης σου Γιάννης”
Το δελτάριο του Γιάννη Ρίτσου αντλήθηκε από το βιβλίο, Γιάννης Ρίτσος, Γλυκειά μου Λούλα, επιμ. Δέσποινα Γλέζου, «Νέα Σύνορα» – Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 1997, σ. 46-50.
Επιμέλεια Καλλιόπη Γιακουμή
Πηγή Μηχανή του χρόνου, you tube