Στην πΈνα”
“Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ”
(μέρος γ΄)
Γράφει η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
***
Η διαδρομή ήταν μεγάλη. Η Καρατάσαινα δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό της και δεν μπορούσε να καταλάβει πού τους πήγαιναν. Η μόνη παρήγορη σκέψη ήταν ότι αφού τους κράτησαν όλους ζωντανούς, μάλλον θα τους παρουσίαζαν σε κάποιον τρανό Τούρκο. Κι αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι ο άντρας της ήταν ζωντανός κι ελεύθερος. Οι γιοι της, όμως; Κατάφερε, άραγε ο Τάσος να τους σώσει, ή χάθηκαν;
Στον δρόμο συνάντησαν πολλά μεγαλύτερα κάρα φορτωμένα με Έλληνες αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες. Ένας στρατιώτης έσυρε την Καρατάσαινα και τις κόρες της πάνω σ’ ένα από αυτά, ρίχνοντάς τες πάνω στους υπόλοιπους. Μετά, το καραβάνι της δυστυχίας συνέχισε το δρόμο του. Ήθελε να κλείσει τ’ αυτιά της να μην ακούει τα κλάματα, τις κατάρες και τις βρισιές όλων αυτών των δυστυχισμένων, αλλά τα δεμένα της χέρια την εμπόδιζαν. Βάλθηκε να ψέλνει από μέσα της, να προσποιείται ότι βρίσκεται στην εκκλησία.
Με τους Τούρκους να μη βιάζονται να φτάσουν στον προορισμό τους, είχε νυχτώσει όταν πλησίασαν σε μια μεγάλη πόλη. Το κάρο ήταν τόσο φορτωμένο που η οποιαδήποτε κίνηση ήταν αδύνατη. Η Καρατάσαινα, όπως και οι υπόλοιποι, δεν μπορούσε να κουνηθεί, μόνο παρασυρόταν σε κάθε απότομη στροφή, σε κάθε σκαμπανέβασμα του κάρου με τα σώματα να πέφτουν το ένα πάνω στα άλλα.
Η μόνη μεγάλη πόλη που γνώριζε ήταν η Σαλονίκη. Τους οδηγούσαν λοιπόν εκεί; Ήταν τόσο σπουδαίος ο άντρας της που δεν αρκούσαν η Νάουσα ή η Βέροια για να αποφασίσουν για την τύχη τους;
Οι στρατιώτες σταμάτησαν σ’ ένα μεγάλο κτήριο και πλησίασαν το κάρο. Κάποιος πήδηξε επάνω, άρπαξε την Καρατάσαινα και την κατέβασε με ορμή κάτω στον δρόμο. Ο Τούρκος την έσυρε μέσα στο κτήριο και την παρέδωσε σε κάποιον άλλο. Το κάρο συνέχισε την πορεία του με τα κορίτσια να κοιτάζουν με απόγνωση τη μάνα τους να χάνεται.
Κι άλλες βρισιές, κι άλλα φτυσίματα και κοροϊδίες. Ο γεροδεμένος στρατιώτης που περίμενε στην είσοδο, την έπιασε από το ρούχο πίσω από τον λαιμό και την έσυρε αδιάφορα στις σκάλες μέχρι το υπόγειο, σαν να κατέβαζε ένα σάκο με άχρηστα πράγματα. Το μουδιασμένο από ώρες κορμί της μεσόκοπης γυναίκας χτυπούσε ξανά και ξανά στην πέτρινη σκάλα, αλλά εκείνη δεν έβγαλε άχνα. Μια ξύλινη βαριά πόρτα άνοιξε και ο Τούρκος την άφησε να πέσει κάτω.
Χέρια βάναυσα τη σήκωσαν και την υποχρέωσαν με άγριες φωνές να σταθεί όρθια. Έλυσαν τα χέρια της και την έσπρωξαν ξανά, να περπατήσει. Η Καρατάσαινα έφερε τη ματιά της ολόγυρα. Ο χώρος ήταν μεγάλος, υγρός και μύριζε φρικτά. Φωτιζόταν από κάποιο αμυδρό φως, χωρίς να φαίνεται κάποιο παράθυρο. Στους τοίχους υπήρχαν αλυσίδες, χειροπέδες σιδερένιες, ενώ λοστοί κρέμονταν από το ταβάνι κι ένα τζάκι ήταν μισοαναμμένο. Πάγκοι ξύλινοι κοντά στους υγρούς τοίχους και σιδερένιες μπάλες εδώ κι εκεί συμπλήρωναν το απαίσιο σκηνικό.
«Εδώ βασανίζουν τον κόσμο», σκέφτηκε.
Την οδήγησαν σ’ εναν από τους ξύλινους πάγκους, έδεσαν το πόδι της σε μια σιδερένια μπάλα και την παράτησαν. Η πόρτα έκλεισε και το κλειδί ακούστηκε να γυρίζει. Σιωπή. Η Καρατάσαινα κάθισε στον πάγκο και προσπάθησε να ξεμουδιάσει το κορμί της, την ώρα που το μυαλό της έτρεχε στα μικρά παιδιά της και την πιθανή τύχη τους.
Ήταν αδύνατο να υπολογίσει πόση ώρα πέρασε, όταν επαναλήφθηκε η ιστορία. Έφεραν άλλη μία γυναίκα, νεότερη από την ίδια και πολύ όμορφη. Τα ρούχα της ήταν βρώμικα και σχισμένα, τα μαλλιά της ανακατεμένα. Την έδεσαν σ’ έναν άλλο πάγκο κι έφυγαν. Κι εκείνη έκανε την ίδια προσπάθεια να ξεμουδιάσει τα μέλη της, αμίλητη και συννεφιασμένη. Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν με μάτια άγρια.
«Από πού είσαι;» ρώτησε η Καρατάσαινα.
«Από τη Νάουσα». Η φωνή της γυναίκας ακούστηκε περήφανη και κοφτή. «Είμαι η γυναίκα του Ζαφειράκη» συμπλήρωσε αμέσως μετά.
«Εγώ είμαι η γυναίκα του Καρατάσου».
«Τον γνώρισα τον άντρα σου. Ήρθε πολλές φορές στο σπίτι μου. Είναι ατρόμητος, τίμιος και σωστός άντρας. Και ο γιος σου ο Γιαννάκης το ίδιο».
«Ναι, όλοι οι γιοι μου τού μοιάσανε. Εγώ δεν ξέρω τον δικό σου άντρα. Ξέρω μόνο όσα μου είπε ο δικός μου κι όσα λέει ο κόσμος. Κι αυτά δείχνουν ότι ο Ζαφειράκης είναι σπουδαίο παλικάρι».
Ακολούθησε σιωπή. Η κάθε μια χωριστά ταξίδευε με το νου της πίσω, στα χρόνια, στις μέρες και στις στιγμές που είχε περάσει με τον άντρα της.
«Αφού ήσουν στη Νάουσα, πες μου τι έγινε. Εγώ μόνο τα κανόνια άκουγα και είδα τις φωτιές» έσπασε τη σιωπή η Καρατάσαινα.
«Θα σου πω» αναστέναξε η Ζαφειράκαινα.
Στο αμυδρό φως τα μάτια της σκοτείνιασαν, μάτωσαν, τα καλογραμμένα φρύδια της έσμιξαν στενόχωρα, καθώς οι εικόνες του νου της άλλαξαν στο άκουσμα των λέξεων και αντικαταστάθηκαν από εκείνες του εφιάλτη που έζησε τις τελευταίες μέρες. Η Καρατάσαινα περίμενε υπομονετικά, ξέροντας πόσο δύσκολο είναι να πει κανείς τέτοια νέα.
«Όλα ξεκίνησαν στις 26 του περασμένου μήνα. Μαύρο Πάσχα περάσαμε με τις στρατιές των απίστων να μας χτυπάνε μέρα και νύχτα. Όμως αντέχαμε. Τους προξενήσαμε πολλές και μεγάλες ζημιές. Αν δεν ήταν αυτός ο προδότης, ο Μάμαντης Δραγατάς, δεν θα γινόταν το κακό. Δεν έκαμε καλά ο άντρας μου που τον εξόρισε στη Σαλονίκη. Βρήκε μεγαλύτερη ευκολία και συνεννοήθηκε με τους Τούρκους. Έτσι, μετά τις μπόμπες που άκουγες, οι Τούρκοι μπήκαν από την Πύλη του Αγίου Γεωργίου. Όλος ο κόσμος βγήκε να υπερασπιστεί το σπίτι και τη φαμελιά του. Άντεξαν μόνο μια μέρα. Στο σπίτι μας μαζεύτηκαν ένα σωρό τρομαγμένα γυναικόπαιδα, μαζί με τον άντρα μου, τον γιο σου τον Γιαννάκη και καμμιά πεντακοσαριά άντρες. Κλειστήκαμε εκεί για να μπορέσουν οι υπόλοιποι να φύγουν μαζί με τον πολύ κόσμο. Μα τα σκυλιά αγρίεψαν, έπεσαν πάνω στο σπίτι μας σαν θηρία. Αντέξαμε τρεις μέρες. Τότε ο άντρας μου διέταξε έξοδο, να φύγουμε όλοι προς το βουνό, καλυμμένοι από τους άντρες που ήταν καβάλα στ’ άλογά τους και μας έβαλαν στη μέση. Κάποιος φώναξε να κάνουμε ησυχία, να μην μας ακούσουν οι Τούρκοι. Τότε, κάποιες δυστυχισμένες που σίγουρα είχε σαλέψει το μυαλό τους, έπνιξαν τα μωρά τους μέσα στο σπιτικό μου».
Η φωνή της Ζαφειράκαινας έσπασε. Αναστέναξε βαθιά και παρέμεινε για λίγο σιωπηλή. Η Καρατάσαινα δεν ανάσαινε, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν μίλησε.
«Όσο ήμασταν μέσα στο σπίτι, η πόλη καταστρεφόταν. Μαζί με τους Τούρκους ήταν και πολλοί Εβραίοι που έκαναν χειρότερα. Δεν τους έφτασε που άνοιγαν και κατάκλεβαν τα σπίτια. Ήθελαν να βασανίσουν και τον κόσμο. Το αίμα έτρεχε ποτάμι, όπως μας είπαν κάποιοι που μας βρήκαν στο φευγιό μας. Ο Ζώτος, αν τον έχεις ακουστά, τραυματίστηκε καθώς φεύγαμε. Προτίμησε να μας αφήσει κι εκείνος είπε θα πήγαινε ν’ ανατινάξει την πυριτιδαποθήκη. Πάλι κάποιες γυναίκες το’βαλαν στα πόδια κι έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον καταράκτη των Στουμπάνων για να μην τις πιάσουν οι Τούρκοι. Εμείς οι υπόλοιποι καταφέραμε να φτάσουμε στον Άγιο Νικόλαο κι από εκεί με τον άντρα μου και τον γιο σου βαδίζαμε προς το Σέλι. Μα ο Θεός δεν ήθελε να γλυτώσουμε. Έπεσαν πολλοί Τούρκοι πάνω μας στο δάσος του Σοφουλιού, έπιασαν εμάς τα γυναικόπαιδα και μας κρατούσαν παράμερα, ενώ συνέχιζαν να χτυπιούνται με τους άντρες».
Η Ζαφειράκαινα σταμάτησε και κοίταξε την Καρατάσαινα βαθιά στα μάτια. Είχε καταλάβει ότι ήταν αντρειωμένη ψυχή, τόση ώρα την άκουγε χωρίς να ουρλιάζει, χωρίς να χτυπιέται. Κι ας καιγόταν η ψυχή της να μάθει για τους δικούς της. Μα την αναμέτρησε για να δει στα μάτια της αν θ’ άντεχε ν’ ακούσει τη συνέχεια.
«Εκεί μπροστά μας έπεσαν όλοι, μέχρι τον τελευταίο. Τα κεφάλια του άντρα μου και του Γιαννάκη τα έκοψαν και τα περιέφεραν ανάμεσά μας, αλλαλάζοντας σαν τέρατα της κόλασης».
Βρείτε εδώ το 1ο μέρος: “Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ: Νάουσα, Άνοιξη 1822” (μέρος α΄)
Βρείτε εδώ το 2ο μέρος: “Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ: Νάουσα, Άνοιξη 1822” (μέρος β΄).
***
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή