Στην πΈνα”
“ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ ”
Γράφει η Μαρία Βουζουνεράκη
***
Πάει καιρός που στριφογυρίζει στα σκεπάσματα του κρεβατιού της χωρίς να κοιτάζει το ρολόι της. Ανίκανη να σκεφτεί, ανίκανη να ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα, ανίκανη να ψελλίσει καλημέρα.
Και που να την απευθύνει δηλαδή;
Καλά καλά, δε θυμάται που βρίσκεται. Ούτε εκείνους που μένουν μαζί της σε αυτό το μεγάλο σπίτι θυμάται.
Ξέρει μόνο πως έχουν την ηλικία της πάνω κάτω. Μέσα ‘κει κινούνται και αναπνέουν και νεώτεροι άνθρωποι, γυναίκες κατά κύριο λόγο με λευκά ρούχα και ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη. Δεν έχει συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, μόνο το χαμόγελο τους που προσπαθεί να ανταποδώσει κάθε φορά που της λένε: “Ήρθε η ώρα για τα φάρμακα σας”.
Φοβάται ακόμα και να αναρωτηθεί αν τη φροντίζει το ίδιο πρόσωπο κάθε μέρα. Μόνο τα λευκά τους ρούχα είναι ίδια, ναι αυτό μπορεί να το διακρίνει.
Πολλές φορές θέλει να ρωτήσει για την εποχή που διανύουν ή για το μήνα ή την ημέρα αλλά ακόμα και αυτό την τρομάζει. Αρκείται στο να αντιλαμβάνεται τη διαφορά στη θερμοκρασία όμως υπάρχουν φορές που μπερδεύεται αφού ενώ δε θα έπρεπε κρυώνει, κρυώνει πολύ…
Της έχουν προσδώσει ένα σωρό επίθετα μαζί με εκείνο της απόμακρης και της μη συνεργάσιμης. Μα πως να τους εξηγήσει πως δεν την ευχαριστούν το ίδιο οι εκπομπές στην τηλεόραση που παρακολουθούν οι συγκάτοικοι της ούτε το να συζητά μαζί τους για διάφορα θέματα. Συνήθως δεν μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα τους όχι από κάποια ιδιοτροπία αλλά γιατί δε θυμάται.
Δε θυμάται ούτε πως βρέθηκε εκεί, ούτε τι έκανε πριν, ούτε αν έχει οικογένεια, ανθρώπους να τη νοιάζονται.
Ο γιατρός που την επισκέφθηκε προχθές ανέφερε πως η πάθηση της έχει προχωρήσει και πως θα αλλάξει άμεσα τη φαρμακευτική της αγωγή. Τα λόγια του είναι από εκείνα που αποτυπώνονται στη μνήμη της για λίγο.
Συχνά δέχεται επισκέψεις από τα παιδιά της, έτσι τουλάχιστον συστήνονται και εκείνη αναρωτιέται πως αφού αποτελούν κομμάτι της δε νιώθει κάτι διαφορετικό όταν τους αντικρίζει και το κυριότερο γιατί δε μένει μαζί τους!
Συλλογιέται πως για να έχει παιδιά θα υπάρχει και σύζυγος μόνο που δεν τον θυμάται ούτε καταλαβαίνει γιατί δεν την επισκέπτεται ποτέ.
Όσες φορές προσπάθησε να γυρίσει πίσω στο χρόνο θέλοντας να ανακαλύψει την ταυτότητα της, να νιώσει, να φέρει στην επιφάνεια ένα κομμάτι από τη ζωή της, είχε πάντα το ίδιο αποτέλεσμα.
Ο θυμός την κατέκλυζε και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Και είχε τόσο όμορφα μάτια!
Μάτια που υποστήριζαν το όνομα της.
Βιολέτα την έλεγαν.
Ο ύπνος της συνήθως είναι λυτρωτικός, εκεί χαμογελάει, εκεί την επισκέπτονται συχνά οι άνθρωποι από το παρελθόν της. Άλλες φορές πάλι,ξυπνάει μούσκεμα στον ιδρώτα από κάτι που την έχει τρομάξει.
Ιδρωμένη και μόνη μέσα σε ένα δωμάτιο.
Δεν έχει μια αγκαλιά την ώρα εκείνη και αναγκαστικά χώνεται ξανά κάτω από τα σκεπάσματα της περιμένοντας να ξημερώσει και προσπαθώντας να θυμηθεί αυτό που ονειρεύτηκε.
Πολλές φορές, βλέπει στον ύπνο της πως χορεύει και χαμογελά λάμποντας ολόκληρη. Τα μαλλιά της είναι τραβηγμένα προς τα πίσω με μαύρη κορδέλα, το λευκό της πουκάμισο φωτίζει τα μάτια της και τα πόδια της στολίζουν ένα ζευγάρι μπλε γόβες.
Μετά, το σκηνικό αλλάζει αιφνίδια και προσπαθεί να τραβήξει μία βάρκα από τα βουρκωμένα νερά μιας λίμνης. Στη συνέχεια τρέχει προσπαθώντας να κρυφτεί από τον εαυτό της και όσο εκείνη τρέχει, τόσο εκείνος εμφανίζεται μπροστά της γελώντας δυνατά.
Παιχνίδια που σκαρώνει το μυαλό του ανθρώπου καμιά φορά!
Μέρες σαν και αυτή την κυριεύει ο φόβος, ένας ανεξήγητος φόβος αν και θέλει να νιώσει δυνατή, θέλει να την αγαπούν, θέλει να ξέρει για πόσο καιρό ακόμα θα μείνει σε αυτό το σπίτι.
Θέλει αυτός που ένα πρωί πήρε το σφουγγάρι και διέγραψε τη μνήμη της, να πάρει μια κιμωλία και να σχεδιάσει το τέλος της στο μαυροπίνακα της ζωής της ή να δώσει σε εκείνη την ευκαιρία να το κάνει.
Είναι τραγικό να μην έχει μνήμες, να μη μπορεί να οραματιστεί τον τερματισμό της.
Πολλές φορές σκέφτεται πως ζωή δεν είναι να μετράς μέρες από καρμπόν χωρίς ουσία, ζωή είναι να μπορείς να πληκτρολογείς εσύ το τέλος στη γραφομηχανή σου και όχι οι άλλοι για λογαριασμό σου.
Και αν αυτό κάποιες φορές είναι ανέφικτο, να μπορείς να σφυρίξεις εσύ τον τερματισμό σου.
“Ήρθε η ώρα για τα φάρμακα σας” είπε η κοπέλα με τα άσπρα ρούχα. “Μετά θα πρέπει να σηκωθείτε από το κρεββάτι σας να κάνετε ένα ζεστό μπάνιο και να ετοιμαστείτε” συνέχισε.
“Θα έρθουν τα παιδιά σας σήμερα, η εγγονή σας, η κόρη του μεγάλου γιου σας παντρεύεται την Κυριακή”
Ο κρύος ιδρώτας έκανε την εμφάνιση του ξανά.
…Ήρθε η ώρα να την επισκεφθεί, το ανέβαλε για καιρό. Λίγο οι υποχρεώσεις του γάμου, λίγο αυτό το συναίσθημα της απώλειας, καθυστερούσαν συνεχώς την επίσκεψη του στο γηροκομείο. Δεν άντεχε να τη βλέπει εγκλωβισμένη μέσα εκεί.
Εκείνη, τη γυναίκα που του έδωσε ζωή, λόγο ύπαρξης, που τη θυμόταν πάντα χαρούμενη, γελαστή και περιποιημένη να φροντίζει τα πάντα!
Ύστερα, δεν έβρισκε τις λέξεις να της εξηγήσει γιατί έμενε εκεί άσχετα που σπάνια τον ρωτούσε. Περισσότερο με απολογία στον ίδιο του τον εαυτό έμοιαζε. Απάντηση στις τύψεις του, μα πως να της πει πως στάθηκε ανίκανος να τη φροντίσει;
Και εκείνος και ο αδελφός του!
Έφερε ξανά στη μνήμη του τα λόγια του γιατρού που του επιβεβαίωναν την άσχημη εξέλιξη της πάθησης της.
“Η μητέρα σας δε θα μπορεί δυστυχώς να αυτοεξυπηρετείται στο εξής. Άρα θα πρέπει να αποφασίσετε άμεσα για την ασφαλή διαβίωση της, βλέπετε το αλτσχάιμερ έχει προχωρήσει και την καθιστά πλέον πλήρως εξαρτημένη από το περιβάλλον της για τις βασικές της λειτουργίες”
Εκείνη!
Και εκείνος που έπρεπε να “αποφασίσει” για τον τερματισμό των συναισθημάτων του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή.
Ετοιμάστηκε χωρίς όρεξη για εκείνη την επίσκεψη. Την ήθελε δίπλα του, μαζί του, να μοιραστεί τη χαρά του αφού ο πατέρας του, τους είχε χαιρετήσει οριστικά χρόνια πριν.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της, τη βρήκε καθισμένη στην πολυθρόνα της να κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
-Καλησπέρα μαμά, κοίτα ποιους έφερα μαζί μου! Η Αριάδνη μας παντρεύεται την Κυριακή και θέλουμε την ευχή σου.
-Καλώς τους! Δε γνωρίζω την Αριάδνη μα είναι τόσο όμορφη…
Με το καλό κόρη μου, θα ήθελα να έχω μια όμορφη κόρη όπως εσύ, έχε την ευχή μου παιδί μου και να θυμάσαι: ζωή είναι να ορίζεις εσύ το τέλος σου και όχι οι άλλοι για λογαριασμό σου…
(Αφιερωμένο σε όσους η ανίατη αυτή πάθηση τους στερεί το δικαίωμα στη μνήμη, στην αξιοπρέπεια, στη ζωή την ίδια)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΖΟΥΝΕΡΑΚΗ
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή