Στην πΈνα” ✒️✒️
“Η ΑΠΛΩΣΤΡΑ”
Γράφει η Μαίρη Κόντζογλου
.
Η απλώστρα
Σήμερα πια το αποφάσισε και πέταξε τη σκουριασμένη απλώστρα, ‘αθάνατη’ την είχε χαρακτηρίσει ο πωλητής τότε, είκοσι πέντε χρόνια πριν, όταν έστηνε σπιτικό.
Ακούραστη είχε κουβαλήσει και στεγνώσει τη ζωή τους όλη, δαντελένια εσώρουχα και μεταξωτές κάλτσες που γεννούσαν πόθο, ολόλευκα ανδρικά πουκάμισα τόσο στενά όσο να τονίζουν τις πλάτες του, μωρουδιακά που ευωδίαζαν σαπούνι Μασσαλίας, σεντόνια και πετσέτες κεντημένες από τρυφερό χέρι μάνας, τραπεζομάντιλα από τραπέζια χαράς.
Σήμερα πια το αποφάσισε, είχε γεράσει η απλώστρα και δεν είχε νόημα να την κρατάει άλλο, οι δαντέλες είχαν αντικατασταθεί από φαρδιές βαμβακερές κιλότες, τα ολόλευκα πουκάμισα ήταν εδώ και χρόνια μουντά γκρίζα και είχαν μεγαλώσει κατά έξι νούμερα – κάθε τόσο έραβε τα κουμπιά που ξήλωνε ο σκεμπές του -, τα ευωδιαστά μωρουδιακά έγιναν μαύρα φούτερ με κουκούλες, μύριζαν νέφτι και πετρέλαιο – αχ το τρελόπαιδο που να’χει μπλέξει;
Οι πετσέτες δε χάιδευαν πια, τώρα έγδερναν, τα τραπεζομάντιλα κάτσιασαν, εδώ και χρόνια χρησιμοποιούσε ‘αλέκιαστα’ πλαστικά, ούτε τραπέζια έκαναν, γονείς και πεθερικά είχαν πεθάνει, με τους φίλους μόνο μηνύματα στο κινητό αντάλλασσαν για χρόνια πολλά και αόριστα χαθήκαμε, να πιούμε κανένα καφέ’.
Την πέταξε την απλώστρα και πάει, ουφ, ησύχασε, τώρα που δεν θα είχε πού να κρεμάει τις αναμνήσεις, θα προσπαθούσε από την αρχή, θα έκαναν δίαιτα, θα αποκτούσαν άλλες χαρές, δεν μπορεί , θα υπήρχαν.
Και το παλιόπαιδο ας έκανε ό,τι ήθελε, δική του ήταν η ζωή, σάμπως μόνο αυτοί ήξεραν από πάντα πώς να καταστρέψουν τη δική τους;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: