10.8 C
Greece
10 Μαΐου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ...

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα..”ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ”

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΥ

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το κρύο ήταν τσουχτερό. Χιόνιζε όλη την εβδομάδα και τα σπίτια , οι αυλές, οι δρόμοι, ήταν όλα γεμάτα από χιόνι. Οι κάτοικοι της πόλης έμεναν μέσα στα ζεστά και προετοιμαζόντουσαν για την ημέρα των Χριστουγέννων.  Τα πάντα ήταν στολισμένα. Φωτάκια παντού. Η φάτνη στην κεντρική πλατεία της πόλης με τον χριστό ανάμεσα στα άχυρα να γεννιέται και τα ζώα να τον ζεσταίνουν , ήταν μια εικόνα που ζέσταινε όλων τις καρδιές.

Όχι ακριβώς όλων. Σε ένα σοκάκι ξεχασμένο από τον χρόνο , με το χιόνι να είναι βουνό γιατί κανείς δε το καθάριζε υπήρχε ένα σκοτεινό σπίτι. Βρώμικο.   Μια πόρτα ξύλινη που έτριζε καθώς άνοιγε ,έκρυβε ένα εσωτερικό χωρίς φως. Ρεύμα δεν υπήρχε. Σε μια μεριά ένα τζάκι έκαιγε λίγα κούτσουρα. Το πάτωμα ήταν ξύλινο , αλλά έτριζε καθώς σε κάποια σημεία τα ξύλα είχαν σπάσει. Καθώς ένας διάδρομος μικρός σε πήγαινε προς την κουζίνα και το υπνοδωμάτιο , ιστοί αράχνης είχαν καλύψει τις γωνίες και έριχναν τους αέρινους μανδύες τους στα φωτιστικά στο ταβάνι. Στην κουζίνα υπήρχε μια συσκευή γκαζιού , λίγα κατσαρόλια, και μερικά άπλυτα πιάτα. Για μέρες.  Στο υπνοδωμάτιο δυο τριμμένες κουβέρτες ήταν σαραβαλιασμένες δίπλα σε ένα βρώμικο μαξιλάρι. Το κρεβάτι ήταν σιδερένιο και ο σομιές σκουριασμένος από την πολυκαιρία.  Τα τέσσερα ξύλινα παράθυρα του σπιτιού έστεκαν βουβά και κλεισμένα σφαλιστά. Η σκόνη και η βρωμιά επάνω τους δε σε άφηναν να δεις το κανονικό τους χρώμα, αν είχαν ποτέ.

Happy City: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

 

Δίπλα στο τζάκι καθόταν μια αντρική φιγούρα. Φορούσε ένα μαύρο παλτό σκισμένο στα μανίκια, ένα φανελένιο παντελόνι ,ένα ζευγάρι μπότες του χιονιού και  ένα γκρίζο πουλόβερ.  Το οποίο είχε δυο τρύπες στο ύψος του στέρνου του.  Κάπνιζε σκυθρωπός καθισμένος σε μια πολυθρόνα , ίσως το μόνο που είχε παραμείνει σε καλή κατάσταση εκεί μέσα. Τα δαχτυλίδια του καπνού ανέβαιναν ως το ταβάνι που από άσπρο , που θα ήταν όταν εκείνο το σπίτι ήταν ζωντανό , τώρα ήταν κίτρινο και κάποιοι σοβάδες είχαν πέσει. Αλλού υπήρχαν τα μαύρα στίγματα της υγρασίας.

Τα γένια στο πρόσωπο του άντρα ήταν λευκά , κιτρινισμένα από την νικοτίνη κοντά στα χείλη του. Τα χέρια του είχαν μακριά νύχια. Ήταν βρώμικα και χοντροκομμένα. 

Έξω από το σπίτι ένας δυνατός άνεμος έκανε την στέγη από κεραμίδια να τρανταχτεί. Μερικά σκυλιά γαύγισαν , καθώς η πόρτα του σπιτιού άνοιξε με δύναμη και παγωμένος αέρας μπήκε μέσα μαζί με έναν άντρα.

-Καλησπέρα Γιάννη. Ακούστηκε να λέει στον άντρα που είχε γυρίσει το κεφάλι του και τον κοιτούσε με απορία.

-Ποιος είσαι εσύ; Πως μπήκες εδώ μέσα; Τον ρώτησε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.

-Δε με αναγνωρίζεις;

-Όχι , φοράς μαύρα ρούχα και έχεις αλυσίδες τριγύρω σου.  Έχεις κουκούλα στο κεφάλι σου.

Ο άντρας έβγαλε την κουκούλα και ένα πρόσωπο άγριο στην όψη εμφανίστηκε.   Ένα κεφάλι χωρίς μαλλιά, με πρόσωπο πρησμένο, σαπισμένο που το πύον έρεε επάνω του. Η δυσοσμία  της  σάρκας και η  σήψη τον χτύπησε στα ρουθούνια. Πάρα λίγο να λιποθυμήσει

-Τώρα με αναγνωρίζεις; Του φώναξε δυνατά.

-Μα εσύ είσαι το πρώην αφεντικό μου.  Ο αφέντης του υπόκοσμου. Ο σκληρός  Ανέστης Γιαννίδης.  Αλλά έχεις πεθάνει. Εδώ και δέκα χρόνια. Πως είναι δυνατόν;

-Ναι εγώ είμαι Γιάννη.  Ήρθα για ένα σκοπό. Να σε προειδοποιήσω.

-Για ποιο πράγμα; Και πως εσύ ο νεκρός περπατάς ανάμεσα στους ζωντανούς;

-Μπορώ να περπατώ από την στιγμή που ο διάβολος το θέλει.  Ήρθα γιατί είναι η ώρα σου.  Η άθλια ζωή σου θα τερματιστεί σήμερα. Αλλά πριν γίνει αυτό θα σε επισκεφτούν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα έρθει στις μια τα χαράματα. Το δεύτερο στις δύο ,και το τρίτο στις τρεις.  Του είπε και κούνησε την τεράστια αλυσίδα με την οποία ήταν ζωσμένος.

-Αηδίες. Δε πιστεύω σε φαντάσματα και πνεύματα.  Τι στο διάολο; Θα πρέπει να ήπια πολύ κρασί σήμερα. Μεθυσμένος είμαι και βλέπω εφιάλτη. Απάντησε ο Γιάννης και το φάντασμα κροτάλισε την αλυσίδα του τόσο δυνατά που το σπίτι ταρακουνήθηκε. Ο Γιάννης έπεσε στα πόδια του φαντάσματος.

-Συχώρα με φάντασμα. Σε παρακαλώ μην ταράζεσαι.  Του είπε και εκείνο σταμάτησε.

-Την αλυσίδα που έχω επάνω μου εγώ την έφτιαξα όσο ζούσα. Με τις κακές μου πράξεις και τα αποτρόπαια εγκλήματα μου. Η δική σου είναι ασήκωτη. Την σφυρηλάτησες όσο ζούσες. Και πραγματικά μας ξεπέρασες όλους μας.  Η θέση σου στην αιώνια κόλαση θα είναι η καλύτερη.

-Εννοείς δηλαδή πως θα πάω στην κόλαση;

-Χα ,χα,χα φυσικά και θα πας. Τι νόμιζες πως θα πήγαινες παρέα με τα αγγελάκια;  Του είπε το φάντασμα και γέλασε ακόμα πιο δυνατά. 

-Φάντασμα σε παρακαλώ πες μου λόγια παρηγοριάς.

-Δεν έχω τέτοια Γιάννη. Παρηγοριά έχουν όσοι άνθρωποι έχουν καρδιά. Εσύ δεν είχες ποτέ. Φεύγω τώρα. Καλή αντάμωση στην κόλαση. Του είπε και η πόρτα άνοιξε ξανά. Η οπτασία του Ανέστη χάθηκε στο χιονισμένο τοπίο της πόλης.

Ο Γιάννης είχε μείνει ακίνητος στο βρώμικο πάτωμα. Έτρεμε σύγκορμος. Και δεν ήταν από την παγωνιά του χειμώνα. Αλλά από τα λόγια του πρώην αφεντικού του. Τον περίμενε η αιώνια καταδίκη. Η κόλαση. Η ψυχή του εκεί θα πήγαινε. Αλλά νόμιζε πως είχε ακόμα πολλά χρόνια μπροστά του πριν τα τινάξει.  Σηκώθηκε και πήρε το μπουκάλι με το κρασί. Ήπιε δυο μεγάλες γουλιές και άναψε ένα τσιγάρο. Το κεφάλι του βούιζε. Μπα δεν ήταν αληθινό ότι είχε δει. Ήταν πολύ μεθυσμένος. Κάπνισε το τσιγάρο του και ξάπλωσε στην πολυθρόνα. Σε λίγη ώρα ροχάλιζε βαριά.

Χριστούγεννα θα πει… τρόμος

Έξω άρχισε να χιονίζει. Οι πυκνές νιφάδες του χιονιού κάλυπταν τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών.  Σε όλα τα σπίτια οι άνθρωποι μαζεύονταν και αγαπημένοι τραγουδούσαν και υμνούσαν τον ερχομό του θείου βρέφους.   Παντού φώτα. Παντού αγάπη και θαλπωρή. Γιρλάντες, μελομακάρονα, κουραμπιέδες , ζεστό κρασί και λιχουδιές.  Το σπίτι του Γιάννη ήταν η παραφωνία σε όλη την γιορτινή ατμόσφαιρα.

Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μια μετά τα μεσάνυχτα όταν η φωτιά στο τζάκι έσβησε και ένα δυνατό χτύπημα στην πολυθρόνα πέταξε τον Γιάννη κάτω.

-Τι στο διαβ… είπε και έτριψε τα μάτια του.  Δίπλα του στεκόταν ένας νεαρός άντρας. Φορούσε κάπα  και μαύρα ρούχα. Στο ένα του χέρι κρατούσε  ένα φίδι. Τα μάτια του φιδιού ήταν κόκκινα.

Είσαι το πνεύμα που μου είπαν πως θα με επισκεφθεί; Τον ρώτησε.

-Είμαι το πνεύμα των Χριστουγέννων των παρελθόντων χρόνων. Πιάσε την κάπα μου και προχώρα μαζί μου. Του απάντησε και ο Γιάννης με τρεμάμενα χέρια πιάστηκε από την κάπα του. Αμέσως βρέθηκε να πετάει πάνω από τα σύννεφα. Το κρύο του περόνιαζε το κορμί. Αλλά σε λίγα λεπτά σταμάτησαν και είδε μπροστά του το πατρικό του σπίτι.

-Θυμάσαι αυτό το μέρος; Τον ρώτησε το πνεύμα.

-Αν το θυμάμαι λέει; Μα εδώ γεννήθηκα. Είναι το σπίτι μου. Πίστευα πως δεν θα το έβλεπα ποτέ ξανά. Νόμιζα πως είχε πέσει το καταραμένο.

Το πνεύμα τον οδήγησε μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού. Μια γυναίκα έπλενε σε μια σε μια μεγάλη λεκάνη λίγα ρούχα. Πιο δίπλα δυο μικρά κοριτσάκια  έτρωγαν από μια φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη επάνω.  Το σπίτι ήταν ένα ξύλινο παράπηγμα με τρία δωμάτια όλα και όλα. Η τουαλέτα ήταν έξω. Τα πέντε άτομα κοιμόντουσαν σε ένα δωμάτιο που είχε μια ξυλόσομπα για το χειμώνα. Κάτω αντί για δάπεδο είχε υγρό τσιμέντο. Και από πάνω υπήρχαν μερικές φλοκάτες . Το σπίτι ήταν με ελενίτ  για ταβάνι.  Ο πατέρας του το είχε φτιάξει παράνομα σε ένα οικόπεδο που το είχε από τον πατέρα του. Ευτυχώς είχε καταφέρει να έχουν ηλεκτρικό και νερό. Συνήθως τους τα πλήρωνε η εκκλησία γιατί ο μέθυσος πατέρας του πότε δούλευε πότε όχι.

-Γιατί με έφερες εδώ; Τι θέλεις να θυμηθώ τη άσχημη παιδική μου ηλικία; Ρώτησε το πνεύμα.

-Είναι σημαντική η παιδική ηλικία δε νομίζεις στη διαμόρφωση του χαρακτήρα κάποιου;

-Ναι στη δική μου πάντως είχε επιτυχία.

Του απάντησε και έκανε να γυρίσει να φύγει όταν εκείνη την στιγμή ο πατέρας του μπήκε μέσα μεθυσμένος και άρχισε να βρίζει την γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο Γιάννης είδε τον εαυτό του να έχει κρυφτεί πίσω από το ψυγείο και να τρέμει.  Ο πατέρας χτύπησε τη μητέρα του και εκείνη έπεσε στο κρύο τσιμέντο και κάλυψε το κεφάλι με τα δυο της χέρια.

-Πάρε με από εδώ πνεύμα. Δε θέλω άλλο να βλέπω στιγμές που με έχουν σημαδέψει. Του είπε με θυμό.

Και τότε το σκηνικό άλλαξε και βρέθηκαν σε ένα δρομάκι. Υπήρχε μια πόρτα σιδερένια σκουριασμένη εκεί και μια επιγραφή σε μια ταμπέλα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΑΝΤΑΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ.

-Ει ! μα αυτό είναι το παλιό μαγαζί του Ανέστη. Εδώ έπιασα για πρώτη φορά δουλειά. Είπε  με μια δόση έκπληξης ο Γιάννης.

-Εδώ είχες έρθει για πρώτη φορά σαν απλός μαθητευόμενος. Είχες φύγει δεκαπέντε χρονών από το χωριό σου σε αναζήτηση δουλειάς έτσι; Τον ρώτησε το πνεύμα.

-Ναι δεν μπορούσα να αντέξω την κατάσταση στο πατρικό μου.  Ευτυχώς ο Ανέστης μου έδωσε δουλειά και στέγη. Έτσι μπόρεσα να τα καταφέρω.

-Και τα κατάφερες πολύ γρήγορα. Στα είκοσι σου είχες αναλάβει το μαγαζί αλλά και ήσουν το δεξί του χέρι σε όλες τις βρώμικες δουλειές του. Το μαγαζί ήταν η βιτρίνα όλων των αποτρόπαιων πράξεων του εργοδότη σου.  Διατηρούσε πορνεία σε όλη την Αθήνα. Παράνομα βέβαια. Δεν δήλωνε τα κορίτσια που πουλούσε για ένα κομμάτι ψωμί στους απανταχού πελάτες του. Και εσύ ανέλαβες τον ρόλο του τσιλιαδόρου. Πρόσεχες μη σας ανακαλύψει η αστυνομία. Και εκεί μεγαλούργησες. Όσα χρόνια ο Ανέστης είχε τα σπίτια αυτά φρόντισες να μη το μάθουν οι μπάτσοι όπως τους αποκαλούσατε.

-Και λοιπόν; Καλά έκανα.  Από εκεί βγάζαμε το ψωμί μας. Όλοι μας κερδίσαμε ο μπάρμπα Ανέστης είχε και άλλους στη δούλεψη του.

Το σκηνικό άλλαξε πάλι και μέσα σε ένα από αυτά τα σπίτια είδε τις δυο του αδερφές.

-Και τις αδερφές σου εδώ τις έφερες. Να κάνουν αυτή την δουλειά. Του είπε το πνεύμα.

-Και λοιπόν; Μια χαρά λεφτά έκαναν. Πήραν και δικό τους διαμέρισμα και έζησαν πλούσια. Αν έμεναν με τους γονείς μας θα πέθαιναν στη φτώχια.  Ευγνωμοσύνη που χρωστάνε. Εγώ εκεί μπορούσα να τις βάλω. Και μάλιστα ο Ανέστης ότι έβγαζαν εκείνες δεν του έπαιρνε ποσοστά. Για αυτό και βγάλανε καλά λεφτά.  Του απάντησε.

7 χριστουγεννιάτικες ταινίες τρόμου για… ανατριχιαστικά Χριστούγεννα -  Monopoli.gr

-Βλέπω δεν έχεις κανένα ενδοιασμό για όλες σου τις πράξεις. Τις θεωρείς όλες καλά καμωμένες;

-Είμαι περήφανος για τις πράξεις μου πνεύμα.  Δούλεψα για τον υπόκοσμο όπως συχνά το αποκαλούν οι καλοί ενάρετοι πολίτες. Ε! κάποιος πρέπει να δουλέψει και για αυτόν. Ο μπάρμπα Ανέστης σε όλη του τη ζωή με πρόσεχε και με είχε σα παιδί του. Ενώ ο μέθυσος πατέρας μου δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για εμένα.

-Δεν δούλεψες μόνο για τον υπόκοσμο Γιάννη. Έκανες και φόνους για τον Ανέστη. Όσες κοπέλες εναντιωνόντουσαν για τα δεινά που τράβαγαν τις αποτελείωνες και τις κομμάτιαζες. Έβαζες τα μέλη τους σε σακούλες και τις πέταγες στα σκουπίδια.

-Όλες οι δουλειές έχουν τις δυσκολίες τους. Και ορισμένες από αυτές πρέπει να παίρνεις τα ρίσκα και να έχεις την δυνατότητα να λύνεις ότι στραβώνει.  Έτσι και αλλιώς εκείνες ήταν χαμένες υποθέσεις. Δεν θα τις αναζητούσε κανένας. Είχαν έρθει από την Ρωσία σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Οι πιο πολλές δεν είχαν οικογένεια.

-Βλέπω για ότι σου λέω έχεις μια καλή απάντηση. Μέσα σου τα έχεις λύσει όλα έτσι; Δεν έχεις ενοχές;

-Όχι δεν έχω ενοχές. Η ζωή είναι σκληρή. Έχω μάθει να επιβιώνω. Του απάντησε εκείνος και τον κοίταξε. Το φίδι στο χέρι του πνεύματος γύρισε και δάγκωσε τον Γιάννη στο λαιμό. Και εκείνος ούρλιαξε με όλη του την δύναμη. Και ξαφνικά βρέθηκε κάτω στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού του να προσπαθεί να σηκωθεί.

Άνοιξε τα μάτια του και κατάλαβε πως ήταν δίπλα στην πολυθρόνα. Το πνεύμα είχε εξαφανιστεί και εκείνος χαμογέλασε.

Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε δύο τα χαράματα, όταν το δωμάτιο πήρε ένα κόκκινο φως που τον τύφλωσε για λίγο.  Μετά σιγά , σιγά άρχισε να φθίνει  και μπροστά του φανερώθηκε ένας καλικάτζαρος τόσο φοβερός στην όψη που ο Γιάννης παραπάτησε και βρέθηκε ξανά πεσμένος στο πάτωμα.

Ο καλικάτζαρος  κρατώντας  ένα  καμένο χριστουγεννιάτικο μικρό δέντρο στο χέρι του γέλασε δυνατά.

-Τι έγινε Γιάννη; Φοβήθηκες; Γιατί;  Σου άρεσαν από μικρό παιδί οι καλικάτζαροι.  Μη μου πεις ότι το ξέχασες; Σήκω είμαι το πνεύμα των Τωρινών Χριστουγέννων. Θα σου δείξω όλες τις κακές σου πράξεις που έκανες αυτή την χρονιά.

-Είναι απαραίτητο; Τις θυμάμαι όλες. Του απάντησε ψυχρά.

-Είναι γιατί αυτές θα θυμάσαι σε όλη την επόμενη κολασμένη ζωή σου.  Του είπε ο καλικάτζαρος.

 Και ευθείς αμέσως βρέθηκαν οι δυο τους έξω στο χιόνι.  Το σκηνικό τώρα έδειξε τα σκαλοπάτια της εκκλησίας στην κεντρική πλατεία της πόλης.  Πολλοί άστεγοι περίμεναν στην ουρά για να πάρουν το μεσημεριανό τους από το συσσίτιο. Και ο Γιάννης ανάμεσα τους με   τραμπουκισμό κατάφερε να πάρει το φαγητό από δυο φτωχούς και να διπλασιάσει την μερίδα του.  Λίγο πιο κάτω έκλεψε το πορτοφόλι μιας γριάς και την έσπρωξε. Η γυναίκα είχε κινητικά προβλήματα και έπεσε στο έδαφος ζητώντας βοήθεια. Ο Γιάννης με το πορτοφόλι της που είχε μέσα εκατό ευρώ πήγε σε μια κάβα και αγόρασε κρασί και ένα μπουκάλι ουίσκι. Μετά βρήκε έναν πακιστανό που πουλούσε στην μαύρη αγορά τσιγάρα και αγόρασε λίγες κούτες. Στο τέλος κλώτσησε έναν αδέσποτο σκύλο που κούρνιαζε δίπλα από την πόρτα του σπιτιού του και με το σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη του μπήκε στην τρύπα που αποκαλούσε σπίτι και απόλαυσε το αλκοόλ.

-Ε! και λοιπόν; Τα έκανα όλα για να επιβιώσω. Στη θέση μου και εσύ το ίδιο δε θα έκανες;

-Εγώ ναι γιατί είμαι δαιμόνιο. Αλλά εσύ; Εσύ είσαι άνθρωπος. Έχεις καρδιά στα σπλάχνα σου. Η τουλάχιστον θα πρέπει να έχεις. Αν και δεν νομίζω πως έχεις τελικά.

Του απάντησε ο καλικάτζαρος και χοροπήδησε γελώντας τριγύρω του. Ο Γιάννης του έριξε μια κλωτσιά. Τον εκνεύριζε πολύ. Ο καλικάτζαρος τον γράπωσε δυνατά με τα μαύρα του χέρια και τα γαμψά του νύχια και τον πέταξε στον απέναντι δρόμο. Και το σκηνικό άλλαξε πάλι καθώς τα γέλια του καλικάτζαρου συνέχιζαν να τριβελίζουν την υπομονή του Γιάννη.

Ήταν καλοκαίρι και η ζέστη αφόρητη. Ο Γιάννης είχε  πάει στη θάλασσα για να κλέψει τους λουόμενους.  Υπήρχαν πολλά κορόιδα που άφηναν τα λεφτά τους στην παραλία. Από κάτι τέτοιους ζούσε και εκείνος. Τους χαζούς. Και κάποια στιγμή που έπινε το ούζο του κάτω από ένα πεύκο ακούστηκε το βοήθεια πνίγομαι από έναν ηλικιωμένο. Εκείνη την ώρα στην παραλία υπήρχαν μόνο λίγες παρέες. Και όλοι έτρεξαν να βοηθήσουν . Μέσα στην αναμπουμπούλα ο Γιάννης έβαλε στο σάκο του τέσσερα κινητά τηλέφωνα. Δυο πορτοφόλια και δυο παγωμένες μπύρες. Η μέρα του είχε πάει καλά. 

Ενώ ο καλικάτζαρος του έδειχνε τα γεγονότα που είχαν γίνει εκείνος χασκογελούσε. Η όλη εικόνα τον έκανε να ευχαριστιέται από την δυστυχία και την κακοτυχία των άλλων. 

10 ταινίες τρόμου με θέμα τα Χριστούγεννα | Watch & Chill

Το σκηνικό άλλαξε και το τοπίο έγινε βροχερό.  Οι δρόμοι είχαν πλημυρίσει με νερά. Ο Γιάννης περίμενε στο πεζοδρόμιο πίσω από έναν κύριο με καπαρντίνα. Φαινόταν πλούσιος  και ο Γιάννης είχε κολλήσει πίσω του. Υπήρχε ομίχλη και δεν είχαν καλή ορατότητα οι περαστικοί.  Λίγο πριν οι φωτεινοί σηματοδότες ανάψουν κόκκινο για να σταματήσουν τα αμάξια ο Γιάννης έσπρωξε τον κύριο μπροστά στις ρόδες ενός αμαξιού και τράβηξε γρήγορα την τσάντα που κρατούσε.  Έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του τον άτυχο άντρα που σκοτώθηκε επιτόπου.

-Δε φταίω εγώ. Μπορούσε να ήταν πιο προσεχτικός.

  Είπε στον καλικάτζαρο που τον κοιτούσε πίσω από τα μικρά μαύρα του μάτια.

-Βλέπω πως ένα τέτοιο άκαρδο κάθαρμα όπως εσύ παραμένει σταθερό στις αξίες που τον έκαναν έτσι. Είσαι φτιαγμένος από το υλικό της κολάσεως, την λάβα. Και εκεί θα πας. Του απάντησε ο καλικάτζαρος και του έριξε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που ο Γιάννης κουτρουβάλησε και έσκασε στο τζάκι του σπιτιού του. Έξυσε το κεφάλι του και σηκώθηκε όρθιος.

-Να πάρει και να σηκώσει Μαλακισμένο. Φώναξε, αλλά ο καλικάτζαρος είχε εξαφανιστεί.  Κ

Και η πόρτα του σπιτιού άνοιξε απότομα φέρνοντας μέσα χιόνι και κρύο, την στιγμή που το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε τρεις τα ξημερώματα.

-Τι στο διάβολο θα γίνει σήμερα;

 Είπε φωνακτά και  γυρνώντας να κοιτάξει   ποιος ήταν ήρθε αντιμέτωπος με ένα θεόρατο μαύρο όγκο. Το μόνο που διέκρινε ήταν δυο μάτια που λαμπύριζαν. Η άμορφη αυτή μάζα έξαφνα έβγαλε δυο κλαριά αντί για χέρια.

-Εσύ σίγουρα θα είσαι το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων. Άντε να τελειώνουμε γιατί βαρέθηκα. Πες ότι έχεις να πεις και άμε στο καλό.

Είπε ο Γιάννης αλλά το πνεύμα δε μίλησε. Σήκωσε το ένα του κλαδί και έδειξε πως έπρεπε να βγουν από το σπίτι.  Και έτσι έγινε. Εκείνη την ώρα αέρας δυνατός είχε σηκωθεί. Και χιόνιζε ασταμάτητα. Ο Γιάννης κουκουλώθηκε ως την μύτη του και πέρασε το κασκόλ του γύρω από το λαιμό του. Οι νιφάδες τον χτυπούσαν στο πρόσωπο και τα δάχτυλα των χεριών του είχαν παγώσει. Η μορφή κυλούσε απαλά στο χιόνι, σα μια μπάλα. Δεν είχε πόδια. Έμοιαζε σαν χιονάνθρωπος , με την μόνη διαφορά πως δεν ήταν άσπρος και χαρούμενος. Αυτός ο μαύρος όγκος είχε έρθει για να του δείξει τα μελλούμενα.  Λες και ήθελε υπενθύμιση. Δεν είχε μέλλον. Ο Ανέστης του είχε πει πως εκείνη την νύχτα θα πέθαινε. Γιατί είχαν έρθει λοιπόν αυτά τα κακά πνεύματα; Τι περίμεναν πως θα αλλάξει;

Το άμορφο πνεύμα τον πήγε σε ένα μέρος στην Αθήνα.  Έξω από μια πολυκατοικία. Ο Γιάννης κοίταξε λίγο καλύτερα. Ναι του ήταν γνωστό, αυτό εκεί στον δεύτερο όροφο ήταν το διαμέρισμα που είχαν αγοράσει οι δυο του αδερφές. Είχε να μάθει νέα τους δέκα χρόνια.  Όταν είχε φύγει από την πρωτεύουσα μετά το θάνατο του Ανέστη είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του.

-Γιατί με έφερες εδώ;

 Είπε στο πνεύμα. Εκείνο δε μίλησε αλλά του έδειξε να μπει μέσα. 

Οι δυο του αδερφές κοιμόντουσαν  η κάθε μία στο δωμάτιο της, έχοντας από ένα μπουκάλι ουίσκι δίπλα τους. Η μεγαλύτερη ήταν πια πενήντα ετών και η μικρότερη σαράντα πέντε. Έδειχναν όμως και οι δυο εξηντάρες. Τα πρόσωπα τους ήταν κουρασμένα. Γεμάτα ρυτίδες.  Το πιοτό ήταν η μοναδική τους συντροφιά. Δούλευαν ακόμα αλλά πια είχαν το δικό τους σπίτι με κορίτσια. Ήταν νόμιμες και προσπαθούσαν να προσφέρουν στους πελάτες τους το καλύτερο.  Όμως αυτή η ζωή τις είχε κουράσει. Μέσα στη ησυχία η μεγάλη αδερφή άρχισε να βήχει. Σηκώθηκε όρθια και πήγε ως το μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είπε.

-Ανάθεμα σε Γιάννη. Αν μας είχες προσέξει τώρα θα είχαμε τις δικές μας οικογένειες και ένα ζεστό σπιτικό. Θα σε καταριέμαι μέχρι να πεθάνω.  Την άκουσε να λέει. Έκλεισε το φως στο μπάνιο και χώθηκε στο κρεβάτι της.

Το πνεύμα τον πήρε από εκεί και τον πήγε σε ένα νεκροταφείο.

-Εδώ θα με θάψουν ; τον ρώτησε

Το πνεύμα του έδειξε να προχωρήσει και να μπει μέσα.

-Μα τι στο διάβολο; Αυτό είναι το νεκροταφείο του χωριού μου.  Οι γέροι μου τα τίναξαν; Ε λογικό είναι αν εγώ κοντεύω στα εξήντα αυτοί ακόμα θα ζούσαν;  Είπε στον εαυτό του. 

Έφτασε κάτω από ένα δέντρο. Και εκεί είδε τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας του.  Ο τάφος ήταν σκέτος . Χωρίς μάρμαρο.  Με λίγο χαλίκι και μια ξύλινη επιγραφή έγραφε πως είχαν πεθάνει σχεδόν είκοσι χρόνια πριν.

-Για φαντάσου και δεν το ήξερα.  Ελπίζω μόνο να καίγονται στην κόλαση. Αυτοί έφταιξαν για την ζωή μας. Είπε δυνατά και γέλασε με την καρδιά του. 

Το πνεύμα σήκωσε το ένα του χέρι από κλαρί και τον χτύπησε στο κεφάλι.  Ο Γιάννης έπεσε στο χιόνι και αίμα έτρεξε στο μέτωπο του.  Το πνεύμα πήγε δίπλα του και χάραξε με το κλαδί μια φράση. ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ.  Μια χιονοθύελλα ξέσπασε  και κάλυψε το σώμα του Γιάννη που παγωμένος και ζαλισμένος δε μπορούσε να κουνηθεί.

θρίλερ – Σελίδα 2 – Rasnarry Stories

Και έτσι τον βρήκαν την επόμενη των Χριστουγέννων κάτι κλεφτρόνια  που μπήκαν να κλέψουν το σπίτι.  ο Γιάννης καθόταν στην πολυθρόνα του με ένα κλαδί δέντρου χωμένο στο μέρος της καρδιάς. Ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα του Καταραμένου.

ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΤΙΚΕΝΣ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ .Π.ΚΟΦΙΝΑ  28/12/2021

____________

 Λίγα λόγια για την συγγραφέα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ

 

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Μαρία Σοφία φον Ερταλ: Η ιστορία της νεαρής Γερμανίδας βαρώνης που ήταν η πραγματική Χιονάτη 

Καλλιόπη Γιακουμή

Η ιστορία της «βρώμικης» δούκισσας του Αργκάιλ έγινε σειρά – Η δούκισσα των σκανδάλων, οι εραστές και το σκάνδαλο με τις καυτές φωτογραφίες

Καλλιόπη Γιακουμή

Τέλος ο παλιός: Το δημοφιλέστερο βιβλίο μυστηρίου όλων των εποχών αλλάζει τίτλο λόγω ρατσισμού…

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο