15.2 C
Greece
17 Μαΐου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα – “Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΡΚΟΥΔΟΣ”

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΡΚΟΥΔΟΣ

Από μικρό παιδί είχα ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Μπορούσα να βλέπω φαντάσματα, ξωτικά και κάθε λογής πνεύματα. Φυσικά στη μητέρα μου που τα ανέφερα , η καημένη με θεωρούσε τρελό και ονειροπαρμένο, και πολλές φορές με κοιτούσε με ένα βλέμμα όλο απορία. Σα να σκεφτόταν :

-Τι είναι τούτο μωρέ το μαραφέτι που γέννησα;

 Αλλά η αλήθεια είναι πως πάντα ήμουν τρομακτικός ως προς τους άλλους. Αυτό μου το χάρισμα να μπορώ να βλέπω το παράλληλο σύμπαν , ενώ άλλοι δεν είχαν ιδέα πως υπήρχε, τους φόβιζε και παράλληλα , ήταν ένα βαρύ φορτίο τις πλάτες   ενός παιδιού.  Και σαν αγνή ψυχή έλεγα σε όλους ότι έβλεπα. Με αποτέλεσμα να με λένε λωλό , η παράξενο και να με κοιτάζουν σα να ήμουν από άλλο πλανήτη.

Δεν έβλεπα μόνο αλλά και θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια αυτά που έβλεπα.   Και το κακό ξεκίνησε στην ηλικία των πέντε μου. θυμάμαι πολύ καθαρά ,το δωμάτιο μου. Το μοιραζόμουν με την αδερφή μου που ήταν δυο ετών τότε.  Εγώ ήμουν έξι ετών. Ο χώρος μας είχε μια μεγάλη ντουλάπα, ένα παράθυρο που έβλεπε στο δάσος, μιας και ζούσαμε σε ένα ορεινό χωριό , τα δυο μας κρεβάτια , δυο παιδικά πορτατίφ σε ροζ και γαλάζιο χρώμα , δυο ωραίους παιδικούς πίνακες στον απέναντι  τοίχο , πολλά πουφ και παιχνίδια τριγύρω μας.  Ω! ήταν ένας ονειρεμένος τόπος το σπίτι μας. Δεν ήμασταν πλούσιοι και το σπίτι δεν είχε πολλά δωμάτια, μα ήταν καθαρό και τακτοποιημένο κάθε μέρα του χρόνου. Η μαμά μας ήταν πολύ νοικοκυρά και ο πατέρας μας δούλευε στο δήμο που απείχε μερικά χιλιόμετρα από το χωριό μας.

Την αδερφή μου την αγαπούσα πολύ. Ήμουν ο μεγαλύτερος και αισθανόμουν ο άντρας του σπιτιού και την προστάτευα από τα πάντα. Της έδινα τα παιχνίδια μου για να παίξει , όταν έκλαιγε την κρατούσα αγκαλιά και παίζαμε όλη την ημέρα και όλη την ώρα.  Η αδερφή μου αγαπούσε τις κούκλες της , μα είχε αδυναμία σε ένα μικρό αρκουδάκι, που ήταν χνουδωτό και είχε χαριτωμένα χαρακτηριστικά.  Εγώ το ονόμαζα ο μικρός αρκούδος. Στεκόταν  πάντα πάνω στο  κομοδίνο από την μεριά της αδερφής μου με ένα πανέμορφο χαμόγελο, και κοιτούσε προς την πόρτα του δωματίου μας.

 Θυμάμαι πως ήταν  βράδυ και έξω έκανε πολύ κρύο, όταν για κάποιο λόγο άνοιξα τα μάτια μου. Το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μικρό φως νυκτός , και επικρατούσε ησυχία στο σπίτι. Γύρισα να δω δίπλα,  αν η μικρή μου αδερφή κοιμόταν , και τότε τον είδα.  Τον μικρό αρκούδο να στέκεται όρθιος στα δυο του πόδια και να μου γνέφει να πάω κοντά του.  Ο μικρός αρκούδος ήταν ζωντανό πλάσμα; Όχι ήταν ένα άψυχο παιχνίδι. Μα τότε πως είχε ζωντανέψει;

 

,

 

Αναρωτήθηκα και στην ταραχή έπεσα από το κρεβάτι μου.  Σηκώθηκα με τρόμο και τον είδα να έχει σταθεί δίπλα στην ντουλάπα και να μου γνέφει να πάω προς εκείνον.  

-Έλα , έλα εδώ να σου δείξω. Μέσα στη ντουλάπα. Έλα μη φοβάσαι.

Τον άκουσα να μου λέει.

 Για κανένα λόγο δεν θα έκανα ότι μου ζητούσε. Κατάπια το σάλιο μου και έτρεξα φωνάζοντας στο δωμάτιο των γονιών μου.  Εκείνοι ξύπνησαν τρομαγμένοι και προσπάθησαν να με ηρεμήσουν , μα κυρίως να μάθουν την αιτία του ξεσπάσματος μου.

-Αυτός…. Ο  .. ο μικρός αρκούδος.  Είναι ζωντανός μαμά. Μου έγνεψε να πάω στη ντουλάπα να μου δείξει κάτι. Α… αλήθεια στο λέω. Είναι ζωντανός. Τραύλισα και ο πατέρας μου με κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε το παιδί μου είναι τρελό. Μα η μητέρα μου όλο κατανόηση , προσπάθησε να καταλάβει τα λεγόμενα μου.

-Αγάπη μου μήπως είδες κάποιο άσχημο όνειρο; Μη φοβάσαι τα όνειρα δεν είναι αληθινά. Μου είπε και με φίλησε στο κεφάλι.

 Την αγκάλιασα σφικτά και της είπα.

-Μαμά δεν ήταν όνειρο. Ο αρκούδος είναι αληθινός και μιλάει. Κάποιο κακό τέρας είναι και ζωντανεύει τις νύχτες.

Της απάντησα ήρεμος πια.

-Ωραία τότε πάμε μαζί στο δωμάτιο σας να το πιάσω αυτό το τέρας και να το σκοτώσω.

Μου είπε εκείνη και με πήρε από το χέρι. Μπήκαμε στο δωμάτιο μου και ανοίξαμε το φως. Το δωμάτιο ήταν όπως και κάθε μέρα. Τα πάντα βρισκόντουσαν στη θέση τους και ο μικρός αρκούδος  στεκόταν  στο κομοδίνο της αδερφής μου με το ίδιο ραμμένο χαμόγελο και με το σώμα του στραμμένο , προς την πόρτα.

-Βλέπεις αγάπη μου; Ο μικρός αρκούδος είναι πάντα εκεί κάθε μέρα.  Μου είπε και τον έπιασε με  τα δυο της χέρια.  Τον ζούλιξε απαλά τον χάιδεψε, και πήγε να μου τον δώσει.

-Μπορείς να τον κρατήσεις και εσύ μωρό μου. Ένα παιχνίδι είναι. Μου είπε και μου τον έδωσε.

Και τον κράτησα. Ναι ήταν απλά ο μικρός αρκούδος. Μα τότε; … όχι τον είχα δει ζωντανό. Όχι ήταν ένα τέρας κακό. Ήξερα τι είχα δει μα παιχνίδι δεν ήταν. Τον πέταξα με δύναμη στο πάτωμα , εκείνος έκανε δυο τούμπες πριν γυρίσει ανάσκελα , και η μητέρα μου τον πήρε και τον έβαλε πάλι στο κομοδίνο.

-Δεν θέλω να ξυπνήσει η αδερφή σου αγάπη μου. Πέσε να κοιμηθείς και θα τα πούμε αύριο το πρωί με την ησυχία μας εντάξει;  Σου υπόσχομαι πως αν και αύριο πιστεύεις πως το παιχνίδι αυτό σε φοβίζει θα το πετάξω εντάξει; Άντε κοιμήσου τώρα και όλα θα πάνε καλά.

Άκουσα τον πατέρα μου αυτή τη φορά  να λέει και χώθηκα στο απαλό μου κρεβάτι όπου με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα το επόμενο χιονισμένο πρωινό. Όταν άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το δωμάτιο μας ο μικρός αρκούδος στεκόταν ακριβώς στο ίδιο σημείο , που τον είχε βάλει το προηγούμενο βράδυ η μητέρα μου.  Η αδερφή μου κοιμόταν ακόμα και έτσι  πήγα στην κουζίνα και είδα εκεί την μητέρα μου να ετοιμάζει το πρωινό μας.

-Πως κοιμήθηκες μωρό μου; Όλα καλά;

Με ρώτησε και της απάντησα πως όλα ήταν μια χαρά. Έφαγα με όρεξη το πρωινό μου και ντύθηκα ζεστά γιατί έξω είχε χιονίσει και εγώ ήθελα να παίξω.

-Αγάπη μου κάνει πολύ κρύο. Έλα να σε ντύσω με τα ζεστά σου ρούχα , για να βγεις ως την αυλή έτσι; Όχι έξω από το σπίτι. Έχει πολύ χιόνι μη πέσεις πουθενά και τρελαθώ.

Με προειδοποίησε η γλυκιά μου μητέρα και την άκουσα. Χιόνιζε ακόμα όταν βγήκα στην αυλή και ο ουρανός ήταν κατάλευκος.  Έπιασα με τα μικρά μου τα χεράκια χιόνι και το έκανα μπαλίτσα για να φτιάξω χιονάνθρωπο. Ω!  ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές τις παιδικές μου. Να χιονίζει και εγώ να φτιάχνω χιονάνθρωπο.  Πήγαινα και ερχόμουν , και μάζευα χιόνι με τα γάντια μου, φορώντας το ζεστό μου σκούφο και ρουφώντας την κοκκινισμένη από το κρύο μύτη μου.  Και πήγαινα και ερχόμουν , ώσπου κάποια στιγμή τσουπ, ο μικρός αρκούδος ήταν και πάλι ζωντανός μπροστά μου. Είχα δίκιο λοιπόν. Ο αρκούδος ήταν ζωντανός.

-Εχθές δεν ήρθες , που σου έγνεφα. Έλα , έλα πάμε να σου δείξω. Μου είπε

-Τι να μου δείξεις; Είσαι κακός. Όχι δεν έρχομαι μαζί σου.

-‘Έλα μη φοβάσαι . Δε θα σου κάνω κακό. Μόνο να σου δείξω κάτι.  Επέμενε εκείνος να μου λέει.

Και τότε είδα ξαφνικά τη μητέρα μου να τον πιάνει με τα δυο της χέρια και να τον σκίζει με απίστευτη μανία. Ο μικρός αρκούδος έγινε κομμάτια και εκείνη τα μετέφερε μέσα στο τζάκι όπου και τα έκαψε.

Αποσβολωμένος, από την ξαφνική εκείνη επίθεση της μητέρας μου μπόρεσα μόνο να την ρωτήσω.

-Μαμά γιατί τον έκανες κομμάτια;

-Γιατί αγάπη μου είχες δίκιο. Σε παρακολουθούσα από το παράθυρο της κουζίνας που έπαιζες και τον είδα ολοζώντανο να σου μιλάει. Τότε πίστεψα πως έλεγες την αλήθεια και δεν είχες δει όνειρο.

 

 

Και από τότε δεν ξανάδα τον μικρό αρκούδο, τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσα,  σπούδασα,  παντρεύτηκα και απόκτησα το πρώτο μου παιδί. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι.  Αν και ζούσαμε με τη γυναίκα μου στην πρωτεύουσα πάντα στις διακοπές μας πήγαινα στο χωριό μου.  Οι γονείς μου είχαν πεθάνει , μα το σπίτι φρόντιζα να το επισκέπτομαι , να το συντηρώ με ότι επισκευή χρειαζόταν, και να είναι καθαρό. Και κάποια λευκά Χριστούγεννα που το είχαμε επισκεφτεί , είχα βγει μια βόλτα στο δάσος. Θυμόμουν τα παιδικά μου χρόνια , και τις μυρωδιές από τα γλυκίσματα που μας έφτιαχνε η μάνα.  Προχωρούσα κεφάτος στα παλιά εκείνα μέρη , όταν το μάτι μου έπιασε μια κίνηση λίγα μέτρα πιο πέρα. Φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιος λαγός και σφύριξα χαρούμενα. Μα δεν ήταν λαγός. Ήταν ο μικρός αρκούδος της παιδικής μου ηλικίας.  Τα πόδια μου κόλλησαν στο χιόνι, και η ανάσα μου κόπηκε.

-Πέρασαν πολλά χρόνια μικρέ από τότε ε; και μεγάλωσες. Σου είχα πει να σου δείξω κάτι. Μα δεν ήρθες ποτέ, και έτσι δεν έμαθες.

-Τι…τι εννοείς να μάθω; Τι είσαι πια σιχαμερό διαβολόπραγμα; Τι είσαι;

-Δεν θα μάθεις ποτέ τι είμαι. Αλλά τώρα πια θα σου δείξω. Δες λοιπόν αν και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.  Το γραμμένο δεν ξεγράφετε. 

Μου απάντησε και είδα το πατρικό μου σπίτι να πέφτει κάτω σαν τα τραπουλόχαρτα και την γυναίκα με την κόρη μου να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου. 

Έφυγα σαν τον  τρελό από το δάσος χωρίς να πω στον αρκούδο το παραμικρό. Έτρεχα και όλο έτρεχα ώσπου έφτασα με κομμένη την ανάσα στο πατρικό μου. Μα τι να δω; Εκεί δεν υπήρχαν παρά συντρίμμια.  Φώναξα , έκλαψα , είπα τα ονόματα της γυναίκας και της κόρης μου, μα απάντηση δε πήρα.  Τα πάντα είχαν χαθεί. Το σπίτι είχε καταρρεύσει και εγώ το ίδιο.

Και έτσι έμεινα μόνος να τριγυρνώ στη ζωή, και τον αρκούδο δεν τον είδα ποτέ πια. Αλλά μια σκέψη μου τρώει τα σωθικά. Γιατί τότε που ήμουν μικρό παιδί δεν πήγα που μου έγνεφε;  Δεν πήγα να μου δείξει; Αν είχα πάει θα ήξερα την  καταστροφή που με χτύπησε.

Αλλά ήμουν μικρό παιδί και στα μάτια μου εκείνο το παιχνίδι ήταν ο διάβολος. Η μήπως δεν ήταν;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ.Π. ΚΟΦΙΝΑ

Από αληθινή ιστορία του  DK.

____________

 Λίγα λόγια για την συγγραφέα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

ΦΙΛΙΝΝΙΟΝ: Η γυναίκα βρικόλακας στην αρχαία Ελλάδα

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 11-10-2018

Μεγακλής

Τι σχέση έχει το άγαλμα της Ελευθερίας με τον Κολοσσό της Ρόδου

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο