“Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ”
Εκείνα τα χρόνια οι απομακρυσμένες περιοχές του νησιού δεν είχαν μπακάλικα για να αγοράσουν τα τρόφιμα τους και έτσι οι γυναίκες έκαναν μεγάλες διαδρομές με τα πόδια. Έφευγαν το πρωί από τα σπίτια τους και έφταναν μετά από δυο και τρείς ώρες στο κέντρο του νησιού για να αγοράσουν τα απαραίτητα , και γυρνούσαν πίσω κουβαλώντας στα χέρια τα αγαθά.
Και εκείνη την ημέρα , μια όμορφη γυναίκα ξεκίνησε λίγο μετά το μεσημέρι να πάει στα μπακάλικα για να ψωνίσει. Ήταν όμως χειμώνας και νύχτωνε νωρίς. Και έτσι καθώς γυρνούσε και είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής , βρέθηκαν στο δρόμο της δυο νέοι άντρες. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω και εκείνοι βλέποντας την ομορφιά της , της επιτέθηκαν και την βίασαν. Λίγη ώρα μετά έφτασε με τα ρούχα της κουρέλια ,και το σώμα της να πονά από τα χτυπήματα τους και την βία που της είχαν ασκήσει στο σπίτι της. Ό άντρα της είχε γυρίσει από τα χωράφια και έτρωγε το φαγητό του. Όταν την είδε και του εξιστόρησε τι είχε περάσει, εκείνος θολωμένος από την μανία και τον θυμό του την σκότωσε. Πίστευε πως εκείνη τους είχε προκαλέσει με την συμπεριφορά της.
Ο άντρας της μπήκε στη φυλακή και εκείνη στο χώμα, ενώ οι υπαίτιοι αυτής της τραγωδίας κυκλοφορούσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. Αλλά η αδικία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Και η γυναίκα δε μπορούσε να βρει ηρεμία στον υγρό της τάφο. Και έτσι ένα βράδυ βγήκε στον κόσμο των ζωντανών. Το μικρό νεκροταφείο δεν μπορούσε να την κρατήσει , και η οργή της δε μπορούσε να σβήσει. Περιπλανήθηκε λοιπόν , στους δρόμους και τα χωμάτινα σοκάκια του νησιού. Με τα μαλλιά της ξέπλεκα , και τα ρούχα της σκισμένα, περπατούσε για ώρες. Το νησί κοιμόταν. Τα μικρά πέτρινα σπιτάκια , εδώ και εκεί χάνονταν όταν το φεγγάρι κρυβόταν πίσω από τα μουντά σύννεφα που προμήνυαν βροχή.
Η κραυγή του θυμού της απλώθηκε στη κρύα θάλασσα και στα πεύκα που αγκάλιαζαν το νησί. Κάποιες νυχτερίδες έτρεξαν να κρυφτούν ,και μια κουκουβάγια έσκουξε λυπητερά. Και μεμιάς η γυναίκα βρέθηκε στο κελί που είχαν κλείσει τον άντρα της. Τον είδε να κοιμάται ήρεμος. Λες και δεν είχε κάνει έγκλημα. Λες και η συνείδηση του ήταν καθαρή. Και ο θυμός της την έκανε να απλώσει τα χέρια της, που κάποτε τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν ,και να τα βάλει στον λαιμό του. Με όλη της την δύναμη άρχισε να τον πνίγει. Και εκείνος άνοιξε έντρομος τα μάτια του και την είδε μπροστά του. Η μπόχα από το σώμα της που ήταν σε αποσύνθεση τον έκανε να μη μπορεί να ανασάνει. Αλλά δεν ήταν αυτό. ο αέρας στα πνευμόνια του είχε τελειώσει. Το φάντασμα της γυναίκας του είχε πέσει όλο επάνω του και τον έπνιγε. Και τον έπνιγε , μέχρι που εκείνος έχασε την μάχη και έσβησε με ένα τρόμο να έχει ζωγραφιστεί στα μάτια του.
Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν με μια έκφραση στο πρόσωπο του , που μαρτυρούσε την φρίκη της προηγούμενης νύχτας. Αλλά και εκείνη δεν είχε τελειώσει το έργο της. Είχε ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς στον κόσμο των ζωντανών.
Ο ένας από τους δύο νεαρούς άντρες που την είχαν βιάσει , δούλευε στην διάνοιξη πηγαδιών. Και εκείνη την ημέρα μαζί με τους άλλους εργάτες ,αφού είχαν σκάψει ένα μεγάλο άνοιγμα , τοποθέτησαν δυναμίτες για να φτάσουν σε ένα πιο μεγάλο βάθος. Ήταν ειδικός στους δυναμίτες. Ήξερε καλά την δουλειά είπαν μετά. Μόνο που εκείνη την ημέρα , η γυναίκα ήταν εκεί, χωρίς να μπορεί να την δει κανένας. Περίμενε να τοποθετήσει τους δυναμίτες και να τους πυροδοτήσει. Και όταν εκείνος το έκανε τον έπιασε από το πόδι. Ο νεαρός άντρας είδε μια στιγμή μόνο την γυναίκα που είχε βιάσει να του χαμογελά χαιρέκακα. Και μετά ακολούθησε η έκρηξη. Το σώμα του κατακρεουργήθηκε σε εκατοντάδες μικρά κομματάκια και το αίμα του γέμισε το χώρο και έβαψε το χώμα. Μετά είπαν πως ήταν άτυχος. Δεν είχε δει μια ρίζα από δέντρο. Το πόδι του πιάστηκε εκεί και έτσι εγκλωβίστηκε.
Αλλά εκείνη ήξερε την αλήθεια. Και τώρα είχε σειρά ο επόμενος. Εκείνος ήταν ψαράς. Είχε ένα μικρό καΐκι και ψάρευε. Αν και η ημέρα ήταν μεν κρύα αλλά καλή και είχε ήλιο ,εκείνος νόμιζε πως είχαν παγώσει τα μέλη του. Ήταν μόνος του στο καΐκι. Και ξαφνικά ο ήλιος κρύφτηκε και μια αναμπουμπούλα έκανε τα νερά της θάλασσας να σηκώσουν κύματα. Το καΐκι τραμπάλισε και εκείνος έχασε την ισορροπία του , και έπεσε στο αλμυρό στοιχείο. Και άξαφνα εκείνη εμφανίστηκε μπροστά του να αιωρείται επάνω από το νερό.
-Ήρθε η ώρα σου. Του είπε με μια τρομακτική φωνή και έπιασε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια και το κράτησε κάτω από το νερό. Μάταια προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Τα πνευμόνια του γέμισαν από το νερό και λίγα λεπτά μετά το άψυχο του σώμα επέπλεε δίπλα από το καΐκι με τον ήλιο να φωτίζει από ψηλά την αδικία που επιτέλους δικαιώθηκε.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ .Π. ΚΟΦΙΝΑ.
(Από μια αληθινή ιστορία της Σαλαμίνας που την προσάρμοσα έτσι ώστε να γίνει μια ιστορία τρόμου)
____________
Λίγα λόγια για την συγγραφέα