Η «Μαντάμ Μποβαρύ» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Γκυστάβ Φλομπέρ που εκδόθηκε σε βιβλίο για πρώτη φορά το 1857. Αρχικά, είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στη Revue de Paris από το 1856 έως το 1857 προκαλώντας σκάνδαλο που οδήγησε σε δίκη. Η αιτία των αντιδράσεων οφειλόταν στο ότι το βιβλίο ανέτρεπε τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής: η ηρωίδα είναι μια γυναίκα που απατά τον άνδρα της. Ο συγγραφέας δεν την καταδικάζει, απλά αφηγείται την ιστορία της. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο που ξεπερνά την εποχή του προβάλλοντας την υποτιμημένη θέση της γυναίκας και την κοινωνική πίεση που υφίσταται.
Το έργο, επίσης, ανατρέπει και τα αναγνωστικά δεδομένα της εποχής. Με το μυθιστόρημα αυτό η λογοτεχνία απομακρύνεται από τον ρομαντισμό και εγκαινιάζει την περίοδο του ρεαλισμού. Η «Μαντάμ Μποβαρύ» σχετίζεται με τον ρομαντισμό επειδή κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει το συναίσθημα, η ηρωίδα δρα παρακινημένη από τα συναισθήματά της και στην παρόρμησή της αυτή αγνοεί την οικογένειά της και τα χρηστά ήθη της εποχής για να βρεθεί στη συνέχεια αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεων της. Με άλλα λόγια ο Φλομπέρ κατορθώνει να δημιουργήσει μια ρομαντική ηρωίδα μέσα σε ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Ο Φλομπέρ περιγράφει ρεαλιστικά τα ήθη της επαρχίας και την αποτυχία του ανθρώπου να ξεφύγει από το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον. Σύμβολο της αποτυχίας είναι μια απλή κοπέλα, η Έμμα Μποβαρύ. Άλλο χαρακτηριστικό της ρεαλιστικής γραφής είναι η αποστασιοποίηση από τις σκηνές που περιγράφει. Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση ούτε σχολιάζει τις ενέργειες των ηρώων του.
Πέντε χρόνια χρειάστηκε ο Φλομπέρ για να γράψει τη «Μαντάμ Μποβαρύ» επειδή τον ενδιέφερε πολύ το να πετύχει την ακριβή λέξη σε κάθετι που έγραφε. Εμπνέεται από ένα αληθινό πρόσωπο που είχε μια παρόμοια ιστορία με αυτή της ηρωίδας.
Η πλοκή τοποθετείται σε μια επαρχία της βόρειας Γαλλίας. Ο Σαρλ Μποβαρύ, μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, γνωρίζει την νεαρή Έμμα και την ερωτεύεται. Η Έμμα έχει μεγαλώσει και ζει ταπεινά κοντά στον πατέρα της έχοντας λάβει θρησκευτική εκπαίδευση σε ένα
μοναστήρι. Δεν αργεί να τη ζητήσει σε γάμο και εκείνη δέχεται. Η Έμμα θέλει να ζήσει την πολυτέλεια, την απόλαυση και τις ανθρώπινες ηδονές που διάβαζε στα μυθιστορήματα όσο μαθήτευε στο μοναστήρι.
Ο γάμος της όμως με έναν άνδρα ήπιο, ταπεινό και χαμηλών τόνων δεν της προσφέρει διέξοδο στην κοινωνική ζωή, όπως την ονειρευόταν γι΄αυτό και σύντομα αρχίζει να ασφυκτιά. Η Έμμα Μποβαρύ δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μια τυπική οικογενειακή ζωή. Οι πόθοι και οι
εσωτερικές επιθυμίες της παραμένουν ανεκπλήρωτα όνειρα και αυτό που ζει δεν την γεμίζει. Επομένως, προσπαθεί να πραγματοποιήσει τις φαντασιώσεις της μέσα από εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις, πρώτα με έναν τοπικό γαιοκτήμονα και έπειτα με έναν νομικό υπάλληλο ενώ ταυτόχρονα επιδίδεται σε άσκοπες σπατάλες δημιουργώντας χρέη. Ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της και καταπιεσμένη από την κοινωνική κριτική για την προσωπική της ζωή οδηγείται στην αυτοκτονία. Ο σύζυγός της δεν γνώριζε τίποτα για τις σχέσεις της όσο εκείνη ήταν στην ζωή.
Αυτή η συνηθισμένη ιστορία συζυγικής απάτης τρέπεται σε ασυνήθιστη -και το έργο συγκινεί ακόμη και σήμερα τους αναγνώστες- επειδή το βάρος δεν πέφτει στην απιστία αλλά στην τυρρανία της επιθυμίας. Στο μυθιστόρημα η Έμμα ζητά να καλύψει το συναισθηματικό της κενό ενώ με την ερωτική της απιστία αποκτά ταυτότητα που ζώντας την κανονική της ζωή δεν έχει.
Αυτό εξηγείται από το γεγονός πως η Έμμα έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον απομονωμένο από τον πραγματικό κόσμο και διαποτισμένο από τη ρομαντική παράδοση. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που μεγαλώνοντας ζει σε μια δικιά της πραγματικότητα που, συγκρουόμενη με τον πραγματικό κόσμο, της επιφυλάσσει εκπλήξεις και απογοητεύσεις. Η ηρωίδα είναι πολύ ευαίσθητη και η μοιχεία είναι ο τρόπος να αρνείται τον κόσμο, την κοινωνία, τον βαρετό σύζυγο, τις αρχές και το σύστημα.
Όπως συμβαίνει και με άλλες μυθιστορηματικές μοιχαλίδες, η συναισθηματική στέρηση τις σπρώχνει στην αρχή να παντρευτούν εκείνον τον άντρα που νομίζουν ότι θα τις ικανοποιήσει. Ο άντρας όμως που παντρεύτηκαν γρήγορα αποδεικνύεται ανεπαρκής για τον έρωτα και το πάθος που έχουν πλάσει με τη φαντασία τους. Έτσι, σύντομα θα προχωρήσουν στην απιστία.
Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι η κατάληξη αυτών των γυναικών στα μυθιστορήματα, όπως και της Έμμας Μποβαρύ, είναι ο θάνατος ή η αυτοκτονία. Μοιάζει σα να τις απαξιώνουν οι άνδρες συγγραφείς χρησιμοποιώντας τον θάνατο ως αναστολή της ερωτικής επιθυμίας αυτών των γυναικών. Για την περίπτωση του Φλομπέρ μάλιστα υπάρχει και μια σύνδεση με την δική του ζωή: μια αποτυχημένη σχέση του με την ποιήτρια Λουίζ Κολέ θα τον οδηγήσει στην απομόνωση. Η «Μαντάμ Μποβαρύ» στερείται τον ερωτισμό της, όπως η σχέση του Φλωμπέρ με την Κολέ οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Έτσι, εξηγείται και η περίφημη φράση του Φλομπέρ: «η Μποβαρύ είναι εγώ».
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το έργο αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες. Και δημιούργησε ένα κύμα αντιδράσεων. Η κατηγορία που απηύθυναν τον Ιανουάριο του 1857 οι αρχές στον συγγραφέα Γκυστάβ Φλομπέρ για το μυθιστόρημά του «Μαντάμ Μποβαρύ» ήταν ότι προσβάλλει τα χρηστά ήθη και το θρησκευτικό αίσθημα. .Η κυβέρνηση μάλιστα παρέπεμψε σε δίκη τόσο τον συγγραφέα όσο και τον εκδότη.
Ο Φλομπέρ δήλωσε με στόμφο ότι ο αγώνας που έδωσε ήταν ένας αγώνας της ίδιας της σύγχρονης λογοτεχνίας. Αυτό ως ένα βαθμό είναι αληθές γιατί δεν ήταν τόσο η ίδια η ιστορία από μόνη της που προκάλεσε αντιδράσεις δηλαδή η απιστία μίας παντρεμένης γυναίκας,
αλλά ήταν κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίστηκε το θέμα του. Με άλλα λόγια ο Φλομπέρ αντιμετώπισε τη μοιχαλίδα ηρωίδα του αποστασιοποιημένα, χωρίς φανερή διάθεση να την καταδικάσει, όπως ήταν η συνήθης ηθικοδιδακτική πρακτική
των συγγραφέων της εποχής.
Το βέβαιο είναι πως το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε, γέννησε ένα μπεστ σέλερ. Η δίκη γύρω από το βιβλίο και η θριαμβευτική αθώωση του συγγραφέα στα δικαστήρια στις 7 Φεβρουαρίου 1857 έχουν
γίνει κομμάτι του μύθου της «Μποβαρύ» σχεδόν όσο και η ίδια η ιστορία. Η «Μαντάμ Μποβαρύ» έγινε έργο περιζήτητο ανάμεσα
στους εκδότες, το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον ακόμη και για τον σύγχρονο αναγνώστη.
Η Μαντάμ Μποβαρύ και η εποχή της
Ένα κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η απεικόνιση των έμ-
φυλων ρόλων σε μια πατριαρχική κοινωνία. Η γυναίκα λαμβάνει μια επιφανειακή μόρφωση και σπάνια έχει διέξοδο στην αγορά εργασίας ενώ η κοινωνική της θέση είναι περιορισμένη και πάντα στη σκιά του συζύγου της. Αυτό το γεγονός μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πηγές της δυσφορίας και της δυστυχίας της.
Άλλο ένα σημαντικό θέμα του μυθιστορήματος αποτελεί η σύγχυση των ορίων ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα. Μάλιστα, αυτό που τροφοδοτεί τη φαντασία της ηρωίδας είναι η ίδια η μυθοπλασία. Η Έμμα Μποβαρύ απ΄τα νεανικά της χρόνια σχηματίζει μια αντίληψη για τη ζωή και τις ερωτικές σχέσεις διαβάζοντας μυθιστορήματα. Πρόκειται για ένα είδος αυτοαναφορικότητας. Επισημαίνεται ότι η γλώσσα είναι ικανή να δημιουργήσει μια πραγματικότητα, η οποία όμως έρχεται σε αντίθεση με την εμπειρία της πραγματικής ζωής.
Για την εποχή της πάντως αλλά και για τη λογοτεχνία η «Μαντάμ Μποβαρύ» υπήρξε ένα έργο ορόσημο και αποτελεί ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
της: Μαίρη Μαργαρίτη
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΦΑΙΗ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
ΠΗΓΗ artic.