16.7 C
Greece
14 Μαΐου, 2024
ΕΙΚΟΝΟ-ΓΡΑΦΙΕΣ ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ

“ΕΙΚΟΝΟ-ΓΡΑΦΙΕΣ” στους “Βιβλιών Ορίζοντες”

Κάθε εβδομάδα βάζουμε διάφορες εικόνες στα μέλη της ομάδας “Βιβλίων Ορίζοντες” και όποια από αυτές τις εικόνες τους εμπνέει περισσότερο, γίνεται στα χέρια τους μια μικρή ιστορία που θα μας αφηγούνται και μοιράζονται μαζί μας
Οι φωτογραφίες αυτής της εβδομάδας είναι ο παρακάτω..
Τα μέλη μας έγραψαν..
Paraskevi Sdrali
(με βάση την τρίτη εικόνα)
Τίτλος : Αναμονή
Το μαύρο πέμπτο της νύχτας είχε φόντο η περίεργη φιγούρα .
Καθόταν σε συγκεκριμένο σημείο όπως κάθε νύχτα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να φανερωθεί . Δεν τον ένοιαζε το κρύο που διαπερνούσε το μανδύα . Ρουφούσε τον καπνό από το τσιγάρο για να ζεστάνει τη μοναξιά του.
Η ικανοποίηση του ήταν να ζει με το θάνατο των θνητών παίρνοντας τους τη ζωή, οδηγώντας τους στα τάρταρα . Άφηνε τα άψυχα κορμιά στο μικρό σοκάκι δίχως να αφήσει κανένα δικό του σημάδι.
Μόνο αποκεφαλισμένα πτώματα και άδειες ψυχές . Ήταν ένας δολοφόνος που ηδονιζόταν με το αίμα .
Ένας Θεριστής !!!
***
 Ρηνιω Απλ.
(με βάση την πρώτη εικόνα)
“Ελπίδα”
Έφτασε εκεί στην Άκρη
Ουρανό και θάλασσα
να κοιτά..
Έφτασε εκεί μόνη.
Έφτασε γιατί ήθελε,
τις σκέψεις της τόσο
να αρνηθεί..
Τότε από ψηλά, ένας
Αέρας την φυσά.
Τότε μέσα της νιώθει,
την καρδιά ξανά να
κτυπά..
Η ελπίδα της φωλιάζει
μέσα στην Καρδιά.
Η φωνή της τραγούδι
γίνεται ξανά….
***
Sofia Statharou
(με βάση την τρίτη εικόνα)
Απώλεια
Σκέψεις, συναισθήματα, πόνος και θλίψη έχουν γίνει ένα κουβάρι μέσα μου τον τελευταίο καιρό. Έχω ξεχάσει πως είναι να είσαι ζωντανός και να μπορείς να ανασάνεις ελεύθερα ξανά.
Ένας χρόνος. Ένας ολόκληρος γαμημενος χρόνος που η ζωή μου έγινε τούμπα.
Όσα γνώριζα, όσα αγαπούσα, για όλα όσα ζούσα και έκανα όνειρα έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκαν.
Αυτός ο καρκίνος φταίει για όλα που αποφάσισε να μου πάρει την Λένα, την ζωή μου ολόκληρη. Μακάρι να ήταν μόνο ένα ζώδιο, πολύ κλισέ το ξέρω.
Όμως το μόνο που μου έχει απομείνει πλέον είναι να καπνίζω όλη μέρα και να χάνομαι στον καπνό του τσιγάρου μου. Ίσως τότε, ίσως να αποφασίσει και εμένα να με επισκεφτεί και να πάω να την βρω..!
Ίσως αν κάνω πολλά τσιγάρα, ίσως τότε να σε ξανά βρω.. 
***
   Χρήστος Πανούδης
(με βάση την τρίτη εικόνα)
Αντισηπτικό και υγρασία, η οσμή πορνείου σε ώρα αιχμής ένα φθινοπωρινό σούρουπο μιας παραδομένης στην ασημαντότητα καθημερινής, το αρρωστημένο πορτοκαλοκόκκινο πέπλο με τις ωχρές απολήξεις, οι ερυθρόξανθες ανταύγειες στους κάμπους, το αντιφέγγισμα της μιζέριας στην ιδρωμένη κάμαρη.
Ναι, πρέπει να είναι σούρουπο…
Τέτοια ώρα έρχονται συνήθως, την ώρα που φθίνουν οι λάμψεις, έχουν ερωτήσεις μα δεν αποζητούν απαντήσεις.
Υφαίνει στιγμές ο χρόνος κι εγώ εδώ, τον συντροφεύω στωικά σαν σκυλί, καμιά ανθρώπινη η θεία προσταγή δεν μπορεί να με περιορίσει, εθελούσιος εγκλεισμός, θα υπομένω, θα υποφέρω όσο η λύτρωση ορίζει.
Πρέπει να είναι σούρουπο…
Τέτοια ώρα έρχονται συνήθως.
Διαλύω τον νοερό σταυρό που σχημάτισαν οι σκέψεις, απαρνούμαι τους προστάτες, μετουσιωμένους σε ευλογία δαίμονες.
Φυλάσσω τον οβολόν μου για το σκοτάδι, γιατί η νύχτα κρατά πάντα ένα κομμάτι μας ως αντίτιμο που μας άφησε να ζήσουμε.
Νταβατζιλίκι, ζυγιαζόμαστε, κάθε πρωί ξυπνάμε όλο και πιο λίγοι, πιο φθαρμένοι, η άβυσσος μας επιστρέφει το βλέμμα τρομαγμένη, η κενότητά της αντικατοπτρίζεται μέσα μας, σκιάζεται και βαθαίνει, αποδύεται…
Τέτοια ώρα έρχονται συνήθως, καβάλα στα ετοιμοθάνατα χρώματα του σούρουπου, τους καπνούς των τσιγάρων και τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ.
Θα τους υποδεχθώ σαν φίλους, θα τους αντιμετωπίσω ως εχθρούς.
***
Fani Georgolopoulou
(με βάση την πρώτη εικόνα)
Επιλέγω την πρώτη εικόνα. Έτσι έφτασε εκεί να περιμένει τον καλό της. Αναμαλλιασμένη τρελή όπως την φώναζαν στο χωριό.
Πριν λίγο καιρό ένα ναυάγιο της στέρησε τον αγαπημένο της.
Εκείνη δεν το πίστεψε και κάθε λιόγερμα στέκεται εκεί και τον περιμένει.
Κοιτάζω τον βυθό λες και ξαφνικά θα αναδυθεί σαν την γοργόνα του Μέγα Αλέξανδρου ο άνδρας της και θα την ρωτήσει: “Μ΄αγαπας;” Όπως έκανε πάντα.
Αυτή εκεί θα μερώσει το κύμα και θα περιμένει…..
***
  Ρουλα Σκουμιου
(με βάση την πρώτη εικόνα)
“Κόρης αλισάχνη”
Κυνηγητό έπαιζαν με πρωτόγνωρο μένος σκόρπια σύννεφα στον μολυβή ουρανό. Ο αγέρας τα έκανε χάζι παίζοντας χαιρέκακα μελωδίες παράνοιας στο μισοξεχασμένο σαξόφωνό του.
Το αγιάζι κρατούσε τη ζωή καλά αμπαρωμένη στη θαλπωρή του εκάστοτε οίκου της. Μια φιγούρα ξεπήδησε τρεχτή στον χαλασμό. Ακάματη έτρεχε σαν νικήτρια να τερματίσει τον αγώνα της. Απόψε τα δάκρυα δεν της βαστούσαν συντροφιά.
Σταμάτησε στο μεταίχμιο ξηράς και θαλάσσης. Δεν κιότευε. Λαχτάρησε να ατενίσει την καλλίπυγο φύση στους θυμούς της. Θαύμασε το λευκό των θαλάσσιων αφρών, πιο άσπρα από τα χιονάτα μεταξωτά της ρούχα. Σύγκρινε την αρμονική ταλάντευση των κυμάτων, υπερτερούσε από τον δικό της χείμαρρο μπουκλών. Τα άσματα του ανέμου πιο μελωδικά από τα δικά της μοιρολόγια.
Τον μουντό θόλο επισκίαζε η μαύρη ψυχή της. Ξάφνου ένιωσε να ξεπαγιάζει. Διαπίστωνε πως με τα μισοφόρια κυκλοφορούσε. Ήθελε απεγνωσμένα να ξεφύγει από το θεριό. Το πλήγωσε με μια μαγκούρα, άραγε θανατερά; δεν ήταν τόσο δυνατή. Θα το έβλεπε οσονούπω να σιμώνει. Αυτή τη φορά δε θα του έκανε τη χάρη. Δεν θα την μαγάριζε ξανά ο πατέρας… τέρας. Προτιμούσε τη μεγάλη αγκαλιά της θάλασσας, ας μην ήταν ζεστή, δεν την πείραζε. Την επόμενη στιγμή με ένα λύγισμα φιλοξενούνταν στα λαγαρά νερά της…
***
Stella Frantzi
(με βάση την πρώτη εικόνα)
Πήγαιναν 3 χρόνια που κυβερνούσε αυτό το πλοίο. Μια φορά την εβδομάδα είχε δρομολόγιο για το απομακρυσμένο αυτό νησί του Αιγαίου. Άγονη γραμμή. Την πρώτη φορά, νόμιζε πως ήταν της φαντασίας του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, μα η γυναίκα με το λευκό φόρεμα και τα ξέπλεκα μαλλιά στεκόταν ακόμη εκεί, στην άκρη του μοναχικού ανεμοδαρμένου βράχου, τον κοίταζε στα μάτια και σχημάτιζε με τα χείλη της μια άηχη λέξη. ΓΙΑΤΙ;
Τρόμαξε, ανταριάστηκε. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος.
Ο υποπλοίαρχος κι ένας ναύτης βρίσκονταν εκείνη την ώρα στη Γέφυρα, όμως, κανείς δεν έδειχνε να την έχει δει, κι εκείνος δεν τόλμησε να τους ρωτήσει.
Ποιος ήθελε, άλλωστε, έναν αλαφροΐσκιωτο καπετάνιο;
Όμως, 3 χρόνια τώρα, η ίδια αυτή γυναίκα, ήταν πάντα εκεί, λες και κρεμόταν από τον βράχο και συνέχιζε να τον ρωτάει. ΓΙΑΤΙ;
***
Konstantina Kiriakidoy
(με βάση την δεύτερη εικόνα)
“Σε νίκησα…”
Όλα ξεκίνησαν σε ένα παγκάκι, βγαίνοντας από το διαγνωστικό κέντρο κάθισε στο παγκάκι για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις της είπανε και έμελλε να της αλλάξει την ζωή.
Δεν έβλεπε αν υπήρχε κόσμος γύρω αν πηγαινοερχόταν οι άνθρωποι στο δρόμο .
Για αυτήν ο χρόνος σταμάτησε στα λεπτά που της είπε ο γιατρός: “Κυρία μου πρέπει άμεσα να μπεις σε χειρουργείο για καρκίνο επιθετικό”
Ήταν όμως κάτι που δεν την ξένισε κάπου μέσα της το είχε νιώσει, γι αυτό όταν βγήκε έξω έπρεπε να καθίσει κάπου να σκεφτεί γιατί μπορεί να είχε νιώσει τι μπορεί να της συμβαίνει, άλλα δεν είχε σκεφτεί τίποτε παρακάτω, έμελλε να ξεκινήσει ένας πολύχρονος Γολγοθάς που σαν αισιόδοξη πάντα και λίγο αφελής,  νόμιζε ότι σε λίγους μήνες θα ξεμπέρδευε με αυτόν τον κύριο που την επισκέφτηκε με το έτσι θέλω, αλλά δεν ήξερε με ποιαν τα έβαλε..
Θα τον έδιωχνε από μέσα της, ατσαλώθηκε με όμορφες εικόνες σε όλη την πορεία των θεραπειών της την συντρόφευε η εικόνα ότι ήταν κάπου ήρεμα, γαλήνια σε ένα όμορφο μέρος να δύει ένας μαγευτικός ήλιος και εκείνη να τον αγναντεύει καθισμένη στο ξύλινο παγκάκι κάτω από το δεντρό, μες στην ησυχία και ας ήταν μοναχικά, μόνο να ακούει την φύση να μιλάει. Με αυτήν την εικόνα παρέα της, τελείωσε την θεραπεία της νικήτρια, έδωσε πολλά από τον εαυτό της άλλα τελικά πήρε και μαθήματα ζωής και όποτε με τα μάτια της βλέπει αυτήν την όμορφη εικόνα που σε άλλους θα δείχνει μια απέραντη μοναξιά, εκείνη χαμογελά !
***
Φαίη Δεληγιώργη
(με βάση την πρώτη εικόνα)
Επιλέγω την πρώτη φωτογραφία…διότι μου θυμίζει μια παραμονή χριστουγέννων…..με πολύ άσχημο καιρό που επέλεξα να κάνω μια βόλτα στη θάλασσα….το κύμα χτυπούσε με μανία στα βράχια και σκεφτόμουν ότι πρέπει να γυρίσω στην ασφάλεια του σπιτιού μου …φτάνει η βόλτα για απόψε .Ώσπου γυρνώντας να πάρω τον δρόμο της επιστροφής ..βλέπω μια γυναίκεια φιγουρα να έχει ανέβει πάνω σε ένα από τα βράχια και να κοιτάζει την θάλασσα . Στάθηκα λίγο και την κοίταξα μήπως και χρειαζόταν κάποια βοήθεια ..σε κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε και εκείνη.
Της ευχήθηκα χρόνια πολλά ήταν παραμονή Χριστουγέννων….δεν μου μίλησε ..οπότε παίρνω το θάρρος και την ξαναρωτάω τι γυρεύει πάνω στο βράχο και αν χρειάζεται κάτι …τότε εκείνη γυρνάει και μου λέει:  “Ρίχνω τους καημούς μου στη θάλασσα…”
***
Καλλιοπη Γιακουμή-Κουγιώνη
(με βάση την δεύτερη εικόνα)
“Πάντα εκεί..”
 Όταν ανακοινώθηκε η πρώτη καραντίνα προτίμησα να την περάσω στο χωριό. Δεν ήταν μόνο ότι φοβόμουν, ήταν το ότι εκεί θα ένιωθα πιο ελεύθερα και αποζητούσα τόσο αυτή την ησυχία της επαρχίας από τον θόρυβο της πόλης.
Κάθε απόγευμα έκανα πάντα μια μικρή βόλτα. Εκείνη την μέρα ο δρόμος με έβγαλε έξω από το χωρίο και εντελώς ξαφνικά βρέθηκα απέναντι από το παλιό παγκάκι, εκεί κάτω από τον ίσκιο της βελανιδιάς και τότε θυμήθηκα!
Θυμήθηκα εκείνο τον άγνωστο γέροντα που καθόταν στο ίδιο πάντα σημείο, άγνωστο μα με γνώριμη φυσιογνωμία, σαν αυτή που αποτύπωσαν ζωγράφοι με μολύβια και πινέλα στους καμβάδες τους.
Το βλέμμα του απλανές, ποιος ξέρει πού να ταξίδευε; Σε ποιους νοητούς ή και πραγματικούς τόπους και χρόνους; Σε ποιες περασμένες χαρές αλλά και πόσες κακοτυχίες τον οδήγησαν εκεί, σε αυτό το παγκάκι, μόνο κι έρημο, με άδειο βλέμμα, αμίλητο κι ίσως εγκαταλειμμένο από όλους μα και παραιτημένο από όλα…
Δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν, σαν ριγμένο σακάκι σε καρέκλα, το ταλαιπωρημένο και ρυτιδιασμένο του πρόσωπο και τα υγρά του μάτια σε αντίθεση με τα τόσα χρώματα γύρω του. Δεν ήξερα καν το όνομα του, ούτε ποιος ήταν μα όποτε τον έβλεπα σκεφτόμουν πόσο βάρος φαινόταν να κουβάλα στους κυρτωμένους ώμους.
Μια δυο φορές τον χαιρέτησα, δίχως να μου απαντήσει ποτέ, ώσπου σταμάτησα να τον χαιρετώ. Σκέφτηκα μήπως τον ενοχλώ, ένιωσα σαν να επιχειρούσα να παραβιάσω ένα κάστρο, όπου μέσα κατοικούσαν φιλήσυχοι και ειρηνικοί άνθρωποι. Μα ο γνώριμος άγνωστος είχε μετασχηματιστεί μέσα μου σε… αίνιγμα, μια παρουσία απλησίαστη και μυστηριώδης.
-Εσένα σου έχει μιλήσει ποτέ; ρώτησα μια φορά την φίλη μου..
-Ποιος καλέ;;
-Εκείνος ο παππούς, στο παγκάκι..Ξέρεις ποιος είναι..;;
-Εγώ δεν βλέπω κανέναν παππού στο παγκάκι.. Καλή η προσπάθεια σου μα δεν πιάνει το κόλπο..
Δεν είπα τίποτα άλλο, θα με περνούσαν για αλαφροΐσκιωτη και θα μου κρεμούσαν κουδούνια…
Μα να που και τώρα τον βλέπω ξανά και αυτή την φορά θα πάω να καθίσω δίπλα του, το παγκάκι μας χωράει και τους δυο..
Δεν μπορεί, κάποια στιγμή, θα μου μιλήσει.. εξάλλου δείχνει να με περιμένει..
Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Δούκισσα Πλακεντίας

Οι πιο ατυχείς θάνατοι στην ιστορία.

Καλλιόπη Γιακουμή

Η αρχαιολόγος Agatha Christie: Όταν χρησιμοποίησε το δαιμόνιο πνεύμα της στη συντήρηση αρχαίων ευρημάτων

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο