Σύμφωνα με έναν εξεζητημένο «μύθο» της λογοτεχνίας, ο Γουίλιαμ Φώκνερ έγραψε το «Καθώς ψυχορραγώ» σε έξι μόλις εβδομάδες υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια σε ένα ορυχείο, με τα χαρτιά ακουμπισμένα πάνω στο αναποδογυρισμένο καροτσάκι του και μοναδικό φωτισμό το ασθενικό φως του φακού της σκονισμένης του κάσκας.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συγγραφή διήρκησε έξι βδομάδες.
Έξι καλοκαιρινές βδομάδες, στη διάρκεια των οποίων επωφελήθηκε στο έπακρο από τα μεγάλα χρονικά κενά που μεσολαβούσαν ανάμεσα σε δυο φτυαριές κάρβουνο με το οποίο γέμιζε τον λέβητα που είχε υπό την επίβλεψή του σ’ έναν σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας.
Εκεί, κατά τα λεγόμενα του Φώκνερ, κανείς δεν τον ενοχλούσε.
Ο αδιάκοπος ήχος του πελώριου και παλιού δυναμό τον «ηρεμούσε» και το μέρος ήταν «ζεστό και ήρεμο».
Ο Φώκνερ πάντα αφοσιωνόταν ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Γι’ αυτόν τον είχαν απολύσει απ’ τη προηγούμενή του δουλειά στο ταχυδρομείο, όπου πουλούσε γραμματόσημα.
Ο Φώκνερ δεν ήθελε να τον διακόπτουν όταν διάβαζε, οπότε η πώληση γραμματοσήμων είχε μειωθεί αισθητά. Ως εξήγηση, είπε στην οικογένειά του ότι δεν ήταν διατεθειμένος να σηκώνεται συνεχώς για να πηγαίνει στη θυρίδα και να είναι ευχάριστος με τον κάθε ηλίθιο, που είχε δύο δεκάρες για να αγοράσει ένα γραμματόσημο. Δεν έδινε καν τα γράμματα στους παραλήπτες. Οι ταχυδρομικοί σάκοι συνήθως κατέληγαν στους κάδους απορριμμάτων.
Η απέχθειά του για το ταχυδρομείο δεν σταματούσε εκεί.
Μετά τον θάνατό του βρέθηκαν στοίβες γραμμάτων, πακέτων και χειρόγραφων που του είχαν στείλει οι θαυμαστές του και τα οποία δεν είχε ανοίξει ποτέ. Στην πραγματικότητα άνοιγε μόνο τους φακέλους που του έστελναν οι εκδοτικοί οίκοι και αυτούς με πολλές προφυλάξεις.
Έκανε μία σχισμή και τους κουνούσε για να δει αν θα πρόβαλλε καμιά επιταγή. Αν αυτό δεν συνέβαινε, ο φάκελος κατέληγε στη στοίβα με τις επιστολές που θα παρέμεναν κλειστές επ’ αόριστον.
Το ενδιαφέρον του για τις επιταγές ήταν πάντα μεγάλο δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι ο Φώκνερ ήταν άπληστος ή τσιγκούνης. Ήταν μάλλον σπάταλος. Ξόδευε γρήγορα όσα κέρδιζε κι ύστερα ζούσε με πιστώσεις, ώσπου να φτάσει η καινούρια επιταγή. Πλήρωνε τα χρέη του και ξανάρχιζε να ξοδεύει, κυρίως σε άλογα, καπνό και ουίσκι.
Δεν είχε πολλά ρούχα, αλλά όσα είχε ήταν ακριβά. Στα δεκαεννιά του κέρδισε το παρατσούκλι «Κόμης» για την αγάπη του στα ρούχα. Αν η μόδα επίτασσε εφαρμοστά παντελόνια, τα δικά του θα ήταν τα πιο εφαρμοστά σ’ όλη την πόλη.
Ο θάνατος της κόρης του
Η πρώτη του κόρη είχε πεθάνει πέντε μέρες μετά τη γέννησή της. Της είχαν δώσει το όνομα Αλαμπάμα. Η μητέρα της ήταν ακόμα αδύναμη στο κρεβάτι και τα αδέρφια του Φώκνερ δεν βρίσκονταν στην πόλη και δεν είδαν ποτέ το παιδί.
Ο Φώκνερ δεν θεώρησε ότι όφειλε να κάνει κανονική κηδεία στη μικρή, αφού στις πέντε εκείνες μέρες δεν είχε τον χρόνο παρά να γίνει μια ανάμνηση, όχι ένας κανονικός άνθρωπος.
Την έβαλε στο μικροσκοπικό φέρετρό της και τη μετέφερε αγκαλιά στο κοιμητήριο. Την έβαλε στον τάφο μόνος του, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν.
Η αγάπη για τα άλογα και το ατύχημα
Πάντα έλεγε ότι είχε γράψει το «Άδυτο», το πιο εμπορικό μυθιστόρημά του, για τα λεφτά: «Τα χρειαζόμουν για να αγοράσω ένα καλό άλογο». Ισχυριζόταν επίσης ότι δεν επισκεπτόταν συχνά τις μεγάλες πόλεις επειδή δεν μπορούσε να πάει σ’ αυτές με τον άλογο.
Όταν άρχισε πια να γερνάει και η οικογένειά του, αλλά και οι γιατροί του του απαγόρευαν αυστηρά να ιππεύει, εκείνος συνέχισε να βγαίνει για ιππασία και να πηδάει φράχτες και συνεχώς έπεφτε. Την τελευταία φορά που ανέβηκε σε άλογο είχε μία απ’ αυτές τις πτώσεις.
Η γυναίκα του είδε από το σπίτι το άλογο, σελωμένο, δίπλα στην καγκελόπορτα με τα χαλινάρια λυτά. Δεν είδε πουθενά τον άντρα της, κάλεσε τον γιατρό και βγήκαν μαζί να τον ψάξουν. Τον βρήκαν να κουτσαίνει, σχεδόν σερνάμενος, μισό μίλι πιο κάτω.
Το άλογο τον είχε ρίξει κάτω κι εκείνος δεν μπορούσε να σηκωθεί, γιατί είχε πέσει με την πλάτη.
Το άλογο, αφού απομακρύνθηκε μερικά βήματα, σταμάτησε και κοίταξε προς τα πίσω. Όταν κατάφερε να σηκωθεί, το άλογο τον πλησίασε και τον χάιδεψε με τη μουσούδα.
Ο Φώκνερ προσπάθησε να αρπάξει τα χαλινάρια, αλλά δεν τα κατάφερε. Ύστερα το άλογο εξαφανίστηκε, κατευθυνόμενο προς το σπίτι.
Ο Φώκνερ πέρασε αρκετό καιρό στο κρεβάτι, πολύ άσχημα τραυματισμένος και με έντονους πόνους. Δεν είχε ακόμη συνέλθει εντελώς από το πέσιμο όταν πέθανε.
Βρισκόταν στο νοσοκομείο, όπου είχε εισαχθεί για έναν απλό έλεγχο της πορείας της υγείας του.
Πέθανε στις 6 Ιουλίου 1962, προτού προλάβει να κλείσει τα 65 του χρόνια.
ΠΗΓΗ: «Γράφοντας τις ζωές των άλλων. Αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων – μύθων», Χαβιέρ Μαρίας. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ και mixanitouxronou.gr
…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή