Ένα πολυσυζητημένο ζευγάρι ποιητών στην Ελλάδα ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη. Δημόσιοι υπάλληλοι και οι δύο, γνωρίστηκαν στο γραφείο και ερωτεύτηκαν. Οι συνεχείς μεταθέσεις του Καρυωτάκη, η φτώχεια τους και οι διαφορές που είχαν ως χαρακτήρες τους χώρισαν νωρίς, αν και η Πολυδούρη του είχε ζητήσει σε ένα γράμμα της να παντρευτούν:
«Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ’ αυτό; Μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν.»
Είναι φορές που δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις αν τα γεγονότα που διαδραματίζονται είναι τυχαία ή μιας ανίκητης μοίρας τα κελεύσματα. Είναι παράξενο, μα κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να εξηγήσει πειστικά τις συμπτώσεις που συγκυριακά έρχονται στη ζωή μας και ανατρέπουν τα πάντα. Είναι τελικά το πεπρωμένο αυτό που δρα καταλυτικά και πολλές φορές ανεξάρτητα από τη θέλησή μας οδηγεί τα βήματά μας; Μάλλον ποτέ δεν θα απαντηθεί.
Ο Κώστας και η Μαρία ήταν δύο νέοι που έζησαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και που, παρά το σύντομο πέρασμά τους από τη ζωή, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι μόνο με το έργο τους -το καθόλου ευκαταφρόνητο- αλλά και για την συνάντησή τους, που σημάδεψε ανεξίτηλα την ύπαρξή τους. Ο λόγος φυσικά για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, οι οποίοι μπήκαν φουριόζικα στα ελληνικά γράμματα, με πάταγο θα ‘λεγα, διέγραψαν μια σύντομη τροχιά και έσβησαν όπως τα αστέρια του καλοκαιριού. Το τέλος τους ήταν συγκινητικό, όσο και τραγικό, κλείνοντας μια ιστορία παράφορου έρωτα, δύο ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, ή μάλλον δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τις ομοιότητές τους…
Ο Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896, χρονιά των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων των νεότερων χρόνων. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός και ως εκ τούτου συχνά άλλαζαν τόπο διαμονής. Το 1917 απεφοίτησε από την νομική σχολή δικηγόρος, επάγγελμα που δεν άσκησε ποτέ ελλείψει πελατείας. Αναγκαστικά λοιπόν έγινε δημόσιος υπάλληλος, για βιοποριστικούς λόγους, επάγγελμα που απεχθανόταν και έχει καυτηριάσει και στα ποιήματά του:
Ο ΓραφιάςΟι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκε ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγει σε τάφο.)
Η Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα. Ο πατέρας ήταν καθηγητής και δεν είχαν μια μόνιμη κατοικία στα παιδικά της χρόνια. Το 1918 διορίσθηκε υπάλληλος στην νομαρχία Καλαμάτας. Το 1920 και σε διάστημα ενός μηνός πεθαίνει ο πατέρας της και η μητέρα της. Οι τύψεις για το θάνατο της μητέρας της την παρακινούν να γράψει ένα τρυφερό ποίημα στην πονεμένη μάνα:
...Δεν σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.
Το 1921 παίρνει μετάθεση για την Αθήνα, ενώ παράλληλα γράφεται στην νομική, που ποτέ δεν θα τελειώσει. Εκεί στο γραφείο θα γνωρίσει τον Καρυωτάκη και δεν θα αργήσει ανάμεσά τους να αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα σημαδέψει οριστικά και ανεξίτηλα την υπόλοιπη ζωή τους… Γρήγορα θα τα χαλάσουν, αλλά ποτέ δεν θα πάψουν να αγαπιούνται, που αποδεικνύεται με τα γράμματα που του είχε στείλει και τις εκατό και πλέον φωτογραφίες της που φύλαγε στο μπαούλο του ο Καρυωτάκης και βρέθηκαν μετά το θάνατό του, αλλά και από ποιήματά του.
Η Πολυδούρη άλλωστε δεν το κρύβει, το διατυμπανίζει, το βροντοφωνάζει: Στο ημερολόγιο της, τον Μάη του 1922, εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (…) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;». Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν».
Όμως αυτός θα δειλιάσει. Ίσως γιατί η Μαρία είναι μια γυναίκα απελευθερωμένη, χειραφετημένη, δυναμική, φεμινίστρια, που δεν δίσταζε να συμμετέχει σε ανδρικές παρέες -πράγμα απαράδεκτο για την εποχή εκείνη. Εκείνη νόμιζε πως στον Τάκη, όπως τον έλεγε, πέρα από τον φτασμένο ποιητή, που πάνω του θα στηριζόταν στις ποιητικές της αναζητήσεις, θα εύρισκε τον απελευθερωμένο άνθρωπο, που θα της έμοιαζε…
Έτσι, η απάντηση του Καρυωτάκη θα την προσγειώσει ανώμαλα. Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, θα αρνηθεί την πρόταση της, επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία και χωρίζουν. Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Θα δεχτεί την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον σπαραγμό της έως ότου έξι χρόνια μετά, θα γράψει πλημμυρισμένη από τύψεις:
«Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή σου
σε αγάπη την μετάβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη τόση;
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Ά τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψη αυτή θα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν»
Οι συναντήσεις τους μετά το χωρισμό είναι ελάχιστες. Ο πληγωμένος εγωισμός της με την απόρριψη, την εξωθεί στην έντονη ζωή. Το 1926 φεύγει για το Παρίσι, προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται σε μια κλινική. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και καταφέρνει να μπει στο «Σωτηρία». Εκεί μια μέρα θα την επισκεφθεί ο Καρυωτάκης. Η συνάντησή τους είναι παγερή, το χάσμα που τους χωρίζει μένει αξεπέραστο. Χωρίζουν οριστικά. Ο Κώστας φεύγει για την Πρέβεζα που τον έχουν μεταθέσει.
Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, στις 21 Ιουλίου 1928, την συγκλονίζει και δίνει την χαριστική βολή στην ήδη επιβαρημένη και κλονισμένη υγεία της. Από τότε αψηφά τις συστάσεις των γιατρών, επιδεινώνοντας την κατάστασή της με κρυφές εξόδους απ’ το σανατόριο και ασυλλόγιστες νυχτερινές εξορμήσεις. Γράφει τα πιο σπαρακτικά τραγούδια της, ενώ κρεμάει πάνω απ’ το κρεβάτι της ένα σκίτσο του κι ένα παιχνιδάκι, που της είχε κάποτε δωρίσει ο Καρυωτάκης. Επιζητούσε την συντροφιά των φίλων του, όπου πάντοτε μιλούσε γι’ αυτόν με τρόπο που δε μπορούσε κανείς ν’ αμφιβάλει πόσο οδυνηρά την πλήγωνε η ανάμνηση της ζωής που πέρασε μαζί του.
Την ίδια χρονιά εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και τον επόμενο την συλλογή «Ηχώ στο χάος». Εκτός από αυτές τις δύο συλλογές, η Πολυδούρη έχει γράψει αρκετά επίσης ανέκδοτα ποιήματα και πεζά με πλούσιο λυρισμό και αισθαντικότητα, κάποια από τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα ποιήματά της. Είναι μεστή, γεμάτη με πηγαίο λυρισμό, που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και πότε-πότε σε σπαραγμό, με φανερή την επίδραση από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Πέθανε στις 29 Απρίλη του 1930, σε ηλικία μόλις 28 χρονών. Το ποίημα που ακολουθεί μοιάζει προφητικό:
Σαν ΠεθάνωΘα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίληόταν αντικρύ θ’ ανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλάένα ρόδο -μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείληκαι θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σα τη ζωή μου,που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλά πονετικόστ’ άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,στ’ άγιο χώμα που θα μου ‘ναι κρεβατάκι νεκρικό.Όσ’ αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουνκαι θ’ αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θα ‘ρθουν να με χαιρετίσουνκαι χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίλη.Η στερνή πνοή μου θα ‘ρθει να στο πει και τότε πια,όση σ’ απομέν’ αγάπη, θα ‘ναι σα θαμπό καντήλι-φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι, ή όπως γράφει και ο Σταύρος Κουγιουμτζής στην αφιερωμένη γι΄αυτούς μπαλάντα: «στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία κι η ζωή μας δυο παράλληλες γραμμές».
Ήταν δύο νέοι άνθρωποι με πολύ ταλέντο, που από διαφορετικούς δρόμους αγγίξανε την ευτυχία, καταξιωμένοι ποιητές και ερωτευμένοι.
Η συνάντηση των δύο ποιητών στη ζωή θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους οδήγησε πιο γρήγορα στον θάνατο. Ο Γ. Κορωναίος σε άρθρο του στη
δεκαετία του ‘50 αναφέρει σχετικά:
«Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθωρικό
εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δύο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσά μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δυστυχώς αντί να διαλέξουν τον φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο προτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο».
Αδιαμφισβήτητα, οι δύο μεγάλοι ποιητές του έρωτα και του θανάτου έζησαν λίγο, η προσφορά τους όμως στα γράμματα ήταν τεράστια και το έργο τους δείχνει ανάγλυφα την πραγματικότητα….
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια και σύνταξη κειμένου: Καλλιόπη Γιακουμή
Please follow and like us: