Στην πΈνα”
“Μονοκλωνικά λέμε..”
Γράφει ο Βαγγέλης Μαργιωρής
***
Μούρη, μέχρι το πάτωμα. Βάδισμα, αργό κι ανόρεχτο. Διάθεση, μαύρος βαρύς ο ουρανός.
Σταματάει, κοιτάζει την ουρά μπροστά από την είσοδο του σούπερ μάρκετ και φτύνει την τύχη του τη μαύρη. Παίρνει θέση, ανάβει τσιγάρο. Μάσκα, ούτε λόγος – δεν είμαι σκυλί να βγαίνω με φίμωτρο- βλέμμα όλο νεύρα.
Ο κόσμος κοιτάζει τη δουλειά του.
“Κοίτα ρε πως μας κατάντησαν οι αλήτες” μονολογεί και ρίχνει κλέφτες ματιές γύρω του.
Συνήθως κάποιος θα βρεθεί να τσιμπήσει, μα τώρα όλοι είναι στον κόσμο τους. Όλοι; Όχι κι όλοι.
Πίσω του έχει φτάσει και τον ακούει ένας παππούς. Σκυφτός από τα χρόνια, λευκά μαλλιά, μάσκα μιας χρήσης. Ψοφάει για κουβεντούλα.
“Ε τι να κάνουμε παλικάρι μου, υπομονή. Θα περάσει κι αυτό”.
Ο πρώτος, λοξή ματιά, ρουφάει απ το τσιγάρο του. Τώρα είναι η στιγμή του.
“Επίτηδες τα κάνουν όλα μπάρμπα, για να μας ελέγχουν! Να μας έχουν σήκω σήκω, κάτσε κάτσε”.
Έχει μιλήσει πιο δυνατά, τον έχουν ακούσει κι άλλοι. Ένας δυο κουνάνε κεφάλια καταφατικά, βαριεστημένα. Ο τύπος κορδώνεται, έχει πλέον κοινό να τον ακούει. Ο παππούς κάνει να αστειευτεί.
“Εμένα τι να με ελέγξουν; Σάμπως και να ήθελα να κάνω τίποτα, μπορώ;”.
Ο άλλος – ρε πλάκα μας κάνει ο γέρος- ρουφάει ακόμη μια τζούρα.
“Άκου που σου λέω. Μας έχουν τρελάνει στο παραμύθι, ιός και μπούρδες. Έχουν στήσει φάμπρικα να τρώνε λεφτά και να κάνουν τον κόσμο ότι θέλουν. Πειραματόζωα μας θέλουν”.
Το κοινό δείχνει να συμφωνεί – καλά τα λέει, έτσι είναι- ο τύπος παίρνει τα πάνω του. Κοιτάζει θριαμβευτικά, προχωράει δυο βήματα να ακολουθήσει την ουρά.
“Μας κάνουν πειράματα με τα εμβόλια οι κερατάδες! Εγώ όμως δεν θα το κάνω. Δεν θα γίνω το πειραματόζωο κανενός εγώ”.
Ένας χαμογελάει – έτσι είναι, πεσ΄τα- έρχεται καλαμπούρι. Οι άλλοι αδιάφοροι- ωχ θα μας ζαλίσει-κοιτάζουν τη δουλειά τους. Ο παππούς πίσω δε μιλάει. Έχει λουφάξει με την τρομερή αποκάλυψη. Αν δεν ήταν από φύση άνθρωπος της κουβέντας, θα κοίταζε κι αυτός τη δουλειά του.
“Μα τι πειράζουν τα εμβόλια; Θα βοηθήσουν λένε”.
Πετάει το τσιγάρο, βλέμμα απαξίας. Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα.
“Αν δεν πειράζουν, γιατί δε χρησιμοποιούν μονοκλωνικα; ε;”.
Ατράνταχτο επιχείρημα, ο τύπος έχει ψηλώσει ένα μέτρο, ο παππούς έχει κοντίνει ανάλογα, η ουρά προχωράει.
Τρομερή λέξη αυτό το “μονοκλωνικά” κι ας μην έχει ιδέα τι σημαίνει. Την είχε διαβάσει σε ένα κείμενο στον υπολογιστή και την είχε συγκρατήσει. Τη λέξη, όχι το κείμενο. Από αυτό- επίτηδες τα γράφουν έτσι ακαταλαβίστικα- δεν έβγαζε άκρη άνθρωπος. Η λέξη όμως είχε μεγάλη επίδραση στους άλλους κι αυτό ήταν το σημαντικό. Αδιάφορο αν γνώριζε τη σημασία της ή όχι.
Το σημαντικό ήταν πως, όποτε την έριχνε στις κουβέντες τον έβγαζε ασπροπρόσωπο. Είναι η σειρά του να μπει. Άρχοντας, περήφανος, δυο μέτρα γίγαντας. Πως θα τον χωρέσει το μαγαζί δεν ξέρει μόνο. Βγάζει μια ταλαιπωρημένη υφασμάτινη μάσκα από την τσέπη, κάνει αστείο για τα χάλια μας, ρίχνει μπινελίκι, τη φοράει. Μπαίνει στο κατάστημα, ο παππούς πίσω περιμένει. Δίπλα του ένας ακόμα, ίδια τάξη. Σκύβει.
“Εγώ πάντως το έκανα το εμβόλιο κι ας λένε ότι θέλουν κάτι σαν κι ετούτον”.
Χαμογελάει με τα μάτια κι ο άλλος δίπλα του το ίδιο.
“Αύριο πρωί έχω εγώ ραντεβού”.
Η ουρά προχωράει κι ο παππούς μπαίνει με τη σειρά του στο κατάστημα. Ξέρει το μπόι του κι ας τον μπερδεύουν οι άγνωστες λέξεις. Έχει μάθει να διαβάζει πίσω από αυτές.
***
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Βαγγέλης Μαργιωρής
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Βιβλίων Ορίζοντες
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή