Στην πΈνα” ✒️✒️
“ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”
Γράφει η Άνα Ζάχαρη
.
Μακρινές αναμνήσεις..
Τι καλοκαίρια μεθυστικά εκείνα τα χρόνια!
Το σπίτι του παππού στεκόταν απάνω στο πλάτωμα. Κάτω έσκαγε το κύμα στην μικρή αμμουδιά και το απόβραδο, ρευστό ασήμι η θάλασσα.
Άπλα μεγάλη μπροστά το καμπί. Στο αστραφτερό πράσινο της χλόης, τρεις ελιές τέντωναν τα χοντρά τους κλωνάρια. Στους κορμούς τους σκαρφάλωναν κληματσίδες, που με χάρη άπλωναν τα λουλούδια τους στον ήλιο. Κι επάνω ψηλά στο αγνάντι, σιμά στις ριζιμιές τις πέτρες του βουνού, χαμολογούσε η πέρδικα.
Αλλά και τι χειμώνες ονειροπαρμένοι πλάι στο τζάκι, με ιστορίες και κάστανα να ψήνονται στη θράκα. Χιόνι έπιανε συχνά – παραμύθι στα παιδικά μάτια. Πρωινά που μας ετοίμαζε ο γεράκος μας, σταράκι βρασμένο με γάλα, από πάνω ζάχαρη και κανέλλα. Αργότερα παξιμάδι βουτηγμένο στο λάδι με ρίγανη για να καρδαμώσουμε και δρόμο για παιχνίδι. Μεγάλη χαρά μας συνέπαιρνε όταν βλέπαμε μια γούβα γης εκεί κοντά να γεμίζει νερό και τα πουλιά να επιστρέφουν. Γύρω τα θάμνα να την στολίζουν με τα γκρι μωβ ανθάκια τους, που τα μαζεύαμε αγκαλιές και τα κρατούσαμε ολοχρονίς.
Δεν τον αφήσαμε ποτέ μόνο τον παππού.
Χειμώνες, καλοκαίρια, άνοιξες και φθινόπωρα, πάντα μαζί. Εκείνος μας άφησε μια μέρα, αφήνοντας και μια κληρονομιά μεγάλη : έναν ολόκληρο κόσμο αναμνήσεων.
.
Απόσπασμα από βιβλίο της “Ποιος έφερε τα μήλα;”
Άναψε ένα τσιγάρο κι επιθεώρησε το κοκκινάδι της καύτρας που φώτισε στιγμιαία μέσα στη νύχτα.
Από την καγκελόπορτα διέκρινε στο βάθος τον σκοτεινό όγκο του σπιτιού και το φως που άναβε κάτω. Τον περίμενε.
Ήταν τόσο εύκολο τελικά να εκβιάσει κανείς τους άλλους, αρκεί να ήξερε κάποιο μυστικό που δεν θα ήθελαν να φανερωθεί.
Και τούτο το μυστικό ήταν θανάσιμο….
.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: