Στην πΈνα”
“ L’ Artista* ”
Γράφει η Ήρα Βλάχου
***
Ήταν το έτος 1881 όταν πήρα την απόφαση να μετακομίσω από την Φλωρεντία στην Τοσκάνη της Ιταλίας. Τελειόφοιτος της ψυχιατρικής και πανέτοιμος να κάνω την πρακτική μου εξάσκηση σε γνωστό δημόσιο ψυχιατρείο της πόλης. Ήμουν ενθουσιασμένος, νόμιζα ότι ήξερα τα πολλά, αλλά στην ουσία είχα μόνο το όνειρο για μια λαμπρή καριέρα. Ο τρόπος που θα έφτανα το όνειρο αυτό μού ήταν άγνωστος.
Στάθηκα στην εξώθυρα του μεγάλου κτιρίου όπου στεγαζόταν το ψυχιατρείο και το κοίταξα με δέος.
Ένας μικρός μαύρος γάτος με πλησίασε γουργουρίζοντας και άρχισε να τρίβεται στα ολοκαίνουργια δερμάτινα μαύρα mocassini μου. Χάιδεψα το κεφάλι του τρυφερά και χτύπησα το κουδούνι.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ήμουν στο γραφείο του διευθυντή ένας άντρας κοντά πεντήντα χρονών, κοντός, με αρκετά περιττά κιλά και αρκετά λίγα μαλλιά, αλλά ξεχυλισμένος από αλαζονία, ο οποίος εκείνη την ώρα με ρωτούσε αν θα ξεκινούσα την πρακτική μου εξάσκηση εκείνη κιόλας τη στιγμή. Βέβαια, ήταν μόνο μια ερώτηση η οποία θα μπορούσε να απαντηθεί αρνητικά, αλλά, πιστέψτε με, ο τόνος της φωνής από την οποία διατυπώθηκε η ερώτηση, δεν φαινόταν να δέχεται αρνητική απάντηση, οπότε συμφώνησα ενώ μέσα μου διαφωνούσα παντελώς, αφού μόλις είχα φτάσει στην Τοσκάνη και δεν είχα
ψάξει ούτε ξενοδοχείο να βρω για να κοιμηθώ το βράδυ.
Με οδήγησε στο διάδρομο με τα δωμάτια των ασθενών και σταθήκαμε έξω από το τελευταίο.
“Είναι ένας γέροντας”, ξεκίνησε να μου εξηγεί ο διευθυντής, “έχασε τη σύζυγο και το γιο του σ’ ένα ναυάγιο και από τότε έχασε και τα λογικά του. Για να δούμε τι μπορείς να κάνεις”, μου είπε χαμογελαστά – αλλά με ειρωνικό χαμόγελο – και άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
Το φως του ήλιου έμπαινε ανεμπόδιστο από τα δυο μεγάλα παράθυρα και ο χώρος μύριζε φρεσκοκομμένο ξύλο. Όχι χωρίς λόγο βέβαια… Ξυλόγλυπτα αντικείμενα γέμιζαν σχεδόν αποπνιχτικά το μικρό δωμάτιο, από μικρά φλυτζάνια του καφέ φτιαγμένα από ξύλο, μέχρι ολόκληρες ανθρώπινες φιγούρες που έφταναν στο ύψος μου! Με δυσκολία έστρεψα το βλέμμα μου προς το γεράκο που, εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν μπροστά από ένα παράθυρο και πελεκούσε έναν κορμό δέντρου.
Τον πλησίασα.
“Καλημέρα σας!” του είπα πρόσχαρα “Ονομάζομαι Κάρλο Κολόντι και στο εξής, θα
είμαι ο γιατρός σας!”
Καμία απάντηση. Ο γεράκος με τα πλούσια μπαμπακένια μαλλιά και το περήφανο μουστάκι συνέχιζε απτόητος να πελεκά το ξύλο έχοντας τα γυαλιά του χαμηλά στη μύτη και δείχνοντας με θράσος ότι δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία μου.
Επανέλαβα την αρχική μου φράση. Τίποτα. Όσο περνούσε η ώρα άρχισα να αμφισβητώ την ίδια μου την υπόσταση. Ήμουν εκεί; Άρχισα να ζαλίζομαι και βγήκα έξω από το δωμάτιο πανικόβλητος. Ο διευθυντής ήταν ακόμα παρών.
“Καλά, δεν ακούει; Δεν νιώθει;” του είπα αλαφιασμένος.
“Μην υψώνεται τη φωνή σας, senior”, μου αντιγύρισε αυστηρά, “μην ξεχνάτε πού βρίσκεστε! Οι ασθενείς χρειάζονται ηρεμία. Μήπως δεν είστε ψυχίατρος;”
Στην τελευταία ερώτησή του την οποία υπόβαλλε χαμογελαστά – αλλά με ειρωνικό χαμόγελο – όρθωσα το ανάστημά μου, με το χέρι μου κατέβασα το πόμολο της πόρτας και, χωρίς να σταματήσω να τον κοιτάω, είσήλθα εκ νέου στο δωμάτιο του ηλικιωμένου άντρα.
Δεν κατάφερα τίποτα. Για μία εβδομάδα έμπαινα στο δωμάτιό του το πρωί κι έβγαινα το μεσημέρι, χωρίς να του κλέψω ούτε ένα βλέμμα. Στο μεταξύ, είχα βρει ένα μικρό σπιτάκι για να μένω κι ένα παλιό φίλο, συμμαθητή από το σχολείο και μαζί κάναμε τις βόλτες μας τα βράδια. Του τα έλεγα όλα αυτά του γεράκου. Κάτι έπρεπε να λέω για να μη με πάρει ο ύπνος. Κι όταν δεν είχα νέα, του μιλούσα για τα παιδικά μου χρόνια, για τους γονείς μου που με υπεραγαπούσαν και για τους πλατωνικούς μου έρωτες.
Δεν έδειχνε να με ακούει. Ένα ξύλο απελέκητο είχε για εκείνον μεγαλύτερη σημασία.
“Pino**!”, φώναξε ενθουσιασμένος την όγδοη μέρα και γύρισε το κεφάλι του για πρώτη φορά προς το μέρος μου με ένα βλέμμα που γυάλιζε. Εγώ εκείνη την ώρα τού εξιστορούσα τις διακοπές μου στο νησί Βιβάρα και, όπως καταλαβαίνετε, στο ανέλπιστο άκουσμα της φωνής του, τινάχτηκα όρθιος σχεδόν τρομαγμένος.
“Pino!” είπε ξανά, “το ξύλο του πεύκου είναι μαγικό! Μεταμορφώνεται σε ό,τι προστάξω!”
“Και τώρα τι το έχετε προστάξει να γίνει;” ρώτησα ενώ προσπαθούσα να ανακτήσω τον έλεγχό μου και να καθίσω πάλι στην καρέκλα μου.
Καθόμουν πάντα διαγώνια και πίσω του, δεν είχα άλλωστε άλλη επιλογή αφού εκείνος καθόταν κάθε φορά ακριβώς μπροστά στο παράθυρο.
Κοίταξε προς τον ουρανό. “Δεν ξέρω ακόμα!” αποκρίθηκε με τον ίδιο ενθουσιασμό.
“Πώς σας λένε, senior; Θα μου πείτε;” τον ρώτησα ευγενικά.
“Να με λες Artista! Αφού αυτό είμαι!”
“Θαυμάζω τα έργα σας!”
“Είναι όλα φτιαγμένα με αγάπη! Κι έχω πολλά περισσότερα!”
“Πού;”
“Στο κεφάλι μου! Εμπνέομαι συνέχεια! Ξέρεις όμως ποιό είναι το μεγαλύτερο δημιούργημά μου; Ο γιος μου!”
Σιώπησα. Δεν ήξερα τι να του πω, δεν ήξερα τι πίστευε για το παιδί του… Ότι έχει πεθάνει; Πως είναι ακόμα ζωντανό; Με έβγαλε από τη δύσκολη θέση για να με βάλει σε δυσκολότερη:
“Νάτος!” αναφώνησε κι εγώ ακολούθησα τον δείκτη του δεξιού του χεριού και συνάντησα μια ξύλινη μαριονέττα. “Χαιρέτησέ τον”, με πρόσταξε.
“Να τον χαιρετήσω…”, είπα αμήχανα, “πώς τον λένε;”
“Μόλις σου το είπε, δεν άκουσες;” με ρώτησε εκνευρισμένος, “Πινόκιο!”
“Πόσο χρονών είναι;”
“Αύριο θα πάει στο σχολείο!” μου είπε υπερήφανος.
Κοίταξα την ξύλινη μαριονέττα. Πραγματικά έμοιαζε με αληθινό αγόρι. Ο Γεράκος την είχε ντύσει κιόλας με μια μπλούζα κι ένα σορτσάκι. Την κοιτούσα για τόση πολλή ώρα που στο τέλος ήμουν κι εγώ σίγουρος πως την επομένη, αυτή η ξύλινη κούκλα, θα πήγαινε σχολείο. Την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά μου με περισσότερη διάθεση, αφού την προηγουμένη είχε γίνει το πρώτο βήμα και ο άντρας μού είχε μιλήσει.
“Καλημέρα!” του είπα ευδιάθετα, μα εκείνος ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Καθόταν πάλι στη γνωστή του θέση μπροστά στο παράθυρο και συνέχιζε ένα έργο με το οποίο είχε καταπιαστεί από χθες.
Κοίταξα στο σημείο που, όλες τις προηγούμενες μέρες, το στόλιζε η μαριονέττα του Πινόκιο. Προς μεγάλη μου έκπληξη, έλειπε!
“Τι την έκανες τη μαριονέττα;” τον ρώτησα αυθόρμητα.
Τότε ήταν που σταμάτησε τη δουλειά του και γύρισε να με κοιτάξει: “Δεν είναι μαριονέττα, senior”, με αποπήρε, “είναι ο ξύλινος γιος μου και λέγεται Πινόκιο. Η Γαλάζια Νεράιδα του έδωσε ζωή. Και σήμερα τον έστειλα στο σχολείο να μορφωθεί, γι’ αυτό λείπει.
Ήταν η στιγμή που άρχισα να κοιτάω εξεταστικά τον χώρο για να ανακαλύψω σε ποιό σημείο είχε κρύψει τον Πινόκιο. Μάταιος κόπος. Δεν τον έβλεπα κάπου.
Ξαφνικά, ο γάτος που χάιδευα την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ, εμφανίστηκε με ένα σάλτο στο περβάζι του παραθύρου. Πριν προλάβω να αντιδράσω, ο άντρας πετάχτηκε όρθιος και τον έδιωξε βρίζοντας. Όταν το ζώο έφυγε τρομαγμένο κι εκείνος ηρέμησε κάπως, τον ρώτησα γιατί δεν συμπαθεί τα ζώα.
“Δεν τον ξέρεις καλά αυτόν τον γάτο”, μου απάντησε προσηλωμένος στο ξύλινο γλυπτό του, “είναι απατεώνας. Μαζί με τη φίλη του την αλεπού, σήμερα προσπάθησαν να κλέψουν τα λιγοστά χρήματα που έδωσα στον Πινόκιο.”
Έμεινα εβρόντητος! Αυτός ο άνθρωπος σκάρωνε παραμύθια με την ίδια ευκολία που σκάλιζε φιγούρες στο ξύλο. “Μα… εσύ πού το έμαθες;” ρώτησα. Έπρεπε να αντλήσω τις απαραίτητες πληροφορίες για να ήμουν σε θέση να αποφανθώ για το πώς θα ξεκινούσα τη θεραπεία του για την οποία δεν είχα ιδέα…
“Μου τα πρόλαβε η συνείδησή του”, απάντησε αδιάφορα και με απόλυτα φυσικό τρόπο.
“Η ποιά;”
Με κοίταξε κλεφτά και μου έκανε νόημα να πλησιάσω προς το παράθυρο. “Αυτή!”, μου έδειξε όταν πήγα κοντά.
Πισωπάτησα ταραγμένος. Πάντα με αηδίαζαν τα έντομα. “Αυτό είναι μια ακρίδα!” φώναξα.
“Αυτό είναι ένας γρύλλος! Η Γαλάζια Νεράιδα τον αξίωσε να είναι η συνείδηση του
γιου μου, ώστε να κάνει πάντα το σωστό!”
Εκείνη την ημέρα έφυγα με το κεφάλι κατεβασμένο. Ο διευθυντής με είχε ρίξει στα βαθιά κι εγώ δεν είχα από πού να πιαστώ. Κι εκείνος που με τρόμαζε περισσότερο ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας του Artista κάτι το οποίο ήταν άκρως αντιεπαγγελματικό!
“Lo stupido***! Δεν είναι δικό μου παιδί αυτό! Δεν μπορείς να φανταστείς τι έκανε!”
Ο ηλικιωμένος άντρας βημάτιζε νευρικά πάνω – κάτω στο δωμάτιο και φώναζε αγανακτισμένος. Εγώ περίμενα να ακούσω άλλη μια περιπέτεια του Πινόκιο. “Ο αγαπημένος σου γάτος, senior Collodi, μαζί με τη φίλη του την αλεπού, πήγαν τον γιο μου στο κουκλαθέατρο ‘Η Μεγάλη Μαριονέττα’. Βλέπεις, μια μαριονέττα που μιλάει, θα ήταν μια πρωτότυπη ατραξιόν. Και ο κουτός Πινόκιο νόμιζε ότι θα κάνει το νούμερό του, θα πληρωθεί και θα φύγει. Όμως ο θιασάρχης Φωτιάς με τα κόκκινα γένια τον έδεσε
χειροπόδαρα και τον έκλεισε σ’ ένα κλουβί! Mio figlio**** σε κλουβί…” σκέπασε το πρόσωπό του με τα γέρικα χέρια του.
“Πώς το έμαθες εσύ;” ρώτησα παρασυρμένος από την αφήγηση, “Ξέφυγε ή είναι ακόμα εκεί;” είχα παρατηρήσει φυσικά πως η μαριονέττα έλειπε και πάλι.
“Ευτυχώς ήταν μαζί του ο γρύλλος και κατάφερε κόβοντας τα σχοινιά με τα δόντια του να τον ελευθερώσει. Το βράδυ έφτασαν εδώ και ο Πινόκιο μου αράδιασε του κόσμου τα ψέματα και τις δικαιολογίες. Να φανταστείς, από τα τόσα ψέματα που ξεστόμισε, μεγάλωσε η μύτη του. Καμώθηκα τον κουρασμένο και προσποιήθηκα πως δεν το πρόσεξα. Αργά το βράδυ ήρθε η Γαλάζια Νεράιδα, τον κατσάδιασε για τις αταξίες του και, αφού το παιδί μετάνιωσε ειλικρινά, του έσιαξε και τη μύτη. Θέλω να πιστεύω πως έβαλε μυαλό και πως τώρα που μιλάμε είναι στο σχολείο του.”
Έκατσε ήρεμος τώρα πια στη θέση του, πήρε ένα κομμάτι ξύλο πεύκου και άρχισε να ξεγεννά ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο.
Μια φοβερή αναστάτωση επικρατούσε την επόμενη μέρα που πήγα στη δουλειά μου. Όλο το προσωπικό έτρεχε αλαφιασμένο εδώ κι εκεί. Στην είσοδο με σταμάτησε ο διευθυντής και άρχισε να με βρίζει χυδαία, ενώ παράλληλα μου έλεγε να φύγω την ίδια στιγμή από εκεί και ότι θα κάνει τα πάντα για να μη βρω ποτέ ξανά δουλειά ως ψυχίατρος, αφού είμαι ένας κομπογιαννίτης. Την πληροφορία ότι ο Καλλιτέχνης το έσκασε από το ψυχιατρείο, την άφησε για το τέλος. Εκεί τα χρειάστηκα! Έσπρωξα με δύναμη τον ανώτερό μου που μου έκοβε το δρόμο κι όρμησα μέσα στο κτίριο. Από το δωμάτιο του
ηλικιωμένου άντρα, έλειπε ο Πινόκιο.
“Πού να έμπλεξε πάλι αυτό το παιδί;” αναρωτήθηκα και αμέσως μετά τίναξα το κεφάλι μου απότομα αφού με αυτή την αυθόρμητη ερώτηση που έκανα στον εαυτό μου, ήταν σα να μου χτυπάει την πόρτα η τρέλα.
Βγήκα από το κτίριο χωρίς να δώσω σημασία σε κανέναν, δεν έφταιγα εγώ, ήξεραν όλοι την πάθησή του, θα έπρεπε να προσέχουν περισσότερο τους ασθενείς τους τα βράδια.
Περπατούσα για ώρα και στο μυαλό μου είχα αυτόν άνθρωπο, τον μεγάλο Artista που η ζωή τού φέρθηκε τόσο άσχημα και αυτός, πηγαίνοντάς της κόντρα, έφτιαξε τις δικές του άμυνες για να επιβιώσει. Σε πείσμα όλων, έγινε πάλι πατέρας.
Ο μαγαζάτορας της ταβέρνας όπου πήγαινα συχνά με τον παλιό μου συμμαθητή με χαιρέτησε από μακριά. Δεν του έδωσα σημασία, είχα τα δικά μου. Έπρεπε να βρω τον Καλλιτέχνη. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας έτρεξε πίσω μου – ήξερε πού κάνω την πρακτική μου – και με πληροφόρησε ότι το προηγούμενο βράδυ, ένας ηλικιωμένος άντρας πέρασε έξω από το μαγαζί του. Παραμιλούσε έντονα και σκορπούσε στο διάβα του τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου. Κατευθυνόταν προς τη θάλασσα.
Είχε πέσει κιόλας το βράδυ όταν φτάσαμε στην παραλία. Ασθμαίνοντας πλησίασα πρώτος τον άντρα που κείτονταν αναίσθητος στην αμμουδιά. Ήταν βρεγμένος μέχρι το κόκαλο. Εξεπλάγην όταν είδα δίπλα του την ξύλινη φιγούρα του Πινόκιο. Εκείνη την ώρα έφτασε πίσω μου και ο διευθυντής, στάθηκε λίγο παραπέρα. Δεν είμαστε όλοι για τα δύσκολα…!
Ο Καλλιτέχνης είχε βρει τις αισθήσεις του. “Senior Collodi, τι καλά που ήρθατε!” μου είπε ενώ ήταν ακόμα ξαπλωμένος στην βρεγμένη άμμο.
Μαζεύοντας το κουράγιο μου, τον ρώτησα πώς είχε βρεθεί εκεί.
“Χθες το απόγευμα ο Γρύλλος έσπευσε να με ενημερώσει πως ο Πινόκιο είχε πάει στη Χώρα του Παιχνιδιού, ξέρεις, εκεί που τα παιδιά από το πολύ παιχνίδι, μεταμορφώνονται σε γαιδούρια… Έπρεπε να πάω να τον σώσω, mio amico*****, κατάλαβες; Ήρθα εδώ, μπήκα σε μια βάρκα που βρήκα και ξεκίνησα το ταξίδι μου, μέχρι που με κατάπιε μια τεράστια φάλαινα! Με έκλεισε στο στομάχι της και πώς να δραπετεύσω; Μέχρι που έγινε το θαύμα!”
“Ποιό θαύμα;” ρώτησα ενώ του κρατούσα σφιχτά το χέρι.
“Μετά από λίγη ώρα, μέσα στο στομάχι της φάλαινας μπήκε ο γιος μου! Mio figlio! Ο Πινόκιο! Το είχε σκάσει από τη Χώρα των Παιχνιδιών κι έψαχνε κι εκείνος να με βρει. Ανάψαμε μια μικρή φωτιά στο στομάχι της φάλαινας, εκείνη φτερνίστηκε και μας πέταξε έξω! Η Γαλάζια Νεράιδα μεταμόρφωσε τον Πινόκιο σε αληθινό αγόρι λόγω της ηρωικής πράξης που έκανε, να έρθει δηλαδή να με βρει! Κοίταξέ τον πόσο χαρούμενος είναι!”
Κοίταξα την άψυχη κούκλα που ήταν μουσκεμένη από το νερό της θάλασσας. Μετά, φίλησα στο μέτωπο τον Καλλιτέχνη, είπα στον διευθυντή που τα είχε χαμένα να τον πάει στο κοντινότερο νοσοκομείο ώστε να σιγουρευτούν για το ακμαίο της υγείας του κι έτσι απλά και αθόρυβα έφυγα. Ο ηλικιωμένος άντρας δεν με χρειαζόταν πια, είχε το παιδί του.
Πέντε μήνες μετά, πήρα ένα τηλεγράφημα από το ψυχιατρείο που έλεγε πως ο γεράκος είχε πεθάνει προ τριών ημερών από καρδιακή προσβολή. Φύλαξα το γράμμα στο συρτάρι του γραφείου μου και κάθησα μπροστά στην καινούργια γραφομηχανή μου.
Στα πρώτα πατήματα των πλήκτρων καταγράφηκε ο τίτλος και μια σημαντική σημείωση:
“Οι Περιπέτειες του Πινόκιο”
Αφιερωμένο σε έναν Καλλιτέχνη της ζωής
Ένα παραμύθι μόλις ξεκινούσε.
*Ο καλλιτέχνης
**Πεύκο
***Ο βλάκας
****Ο γιος μου
*****Φίλε μου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Ήρα Βλάχου
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Βιβλίων Ορίζοντες
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή