Και δεν θα είχε άδικο, γιατί ο Δημήτρης Σίμος κρατώντας το δικό του ξεχωριστό αφηγηματικό ύφος, ανεβαίνει κι άλλα σκαλοπάτια δίνοντας περισσότερη βάση σε λεπτομέρειες, θέτοντας διλήμματα και ταράζοντας τα σκοτεινά νερά.
Μας δίνει ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, πολυεπίπεδο, δυνατό, ωμά ρεαλιστικό, ατμοσφαιρικό, σκοτεινό, έξυπνο, ιντριγκαδόρικο, με ανατροπές τόσες, όσο να μας κρατά στις σελίδες του, με γερή πλοκή, με στιβαρό και κοφτό λόγο, θίγοντας παράλληλα κοινωνικά θέματα, όχι επιφανειακά, αλλά στο μέτρο που πρέπει για ένα μυθιστόρημα του είδους του.
Ο αστυνόμος Καπετάνος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ηθικό και στο νόμιμο δύο έννοιες που δεν συμπλέουν πάντα. Προσπαθεί να προχωρήσει ανάμεσα στους κανόνες και στη συνείδησή του που καθορίζει τι είναι ηθικά σωστό, αντιμετωπίζοντας μια υπόθεση που στην πορεία θα τον οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια, σκοτεινά γεμάτα διαφθορά, εκείνα του υπόκοσμου που βγαίνει από το σκοτάδι αναζητώντας μια θέση στο φως.Χαλκίδα, Αλιβέρι, Κάρυστος, Δρακόσπιτα, μια νεαρή μητέρα δολοφονημένη, ένα πτώμα πεταμένο σε ένα φαράγγι, τρεις υποθέσεις να ζητούν τη λύση τους, κομμάτια από παζλ που ζητά την ολοκλήρωσή του από τον Αστυνόμο Καπετάνο και τη γνωστή ομάδα του, τον Ορέστη, τον Βαμβακά, τη Μινιόν, πρώην Τσιλιβίθρα, και τον Ατσαλάκωτο, παρατσούκλι του Μητσάκη, νυν διοικητή τους, άνθρωπο του πρωτοκόλλου και της τυπικότητας. ” Η κουζίνα της θείας μου της Αργυρώς ήταν η πρώτη εικόνα που ερχόταν στο μυαλό μου όποτε επισκεπτόμουν το γραφείο του Μητσάκη. Ο λόγος ; Οι δύο πήλινες γλάστρες με τα μοβ κυκλάμινα στην άκρη του γραφείου του. Τέτοιες είχε και η θεία μου στο περβάζι της κουζίνας και τις γέμιζε με ζουμπούλια. ”
Στο δεύτερο βιβλίο της σειράς βρίσκουμε τον Αστυνόμο Καπετάνο, πιο συνειδητοποιημένο και κατασταλαγμένο, τόσο στην αντιμετώπιση των οικογενειακών του καταστάσεων, όσο και των επαγγελματικών.
Από τις πρώτες σελίδες, από τον εντυπωσιακό ομολογουμένως πρόλογο, με λόγο παραβολικό, ερχόμαστε πιο κοντά του αγγίζοντας τους εφιάλτες του, τους δαίμονές του.
” Όταν κάθε νευρώνας σου καταληφθεί από τις ενοχές σου, τότε θα παρακαλάς να βρεις το διακόπτη. Μόνο αυτά που αρνιόσουν θ΄αντικρύσεις. Ό, τι έκρυβε το συνειδητό και εμφάνιζε το υποσυνείδητο στους εφιάλτες σου. ”
Θα μπορούσε να είναι ο φίλος, ο γείτονάς μας, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας – αυτή η κλισέ φράση όντως αντιπροσωπεύει τον Καπετάνο. Αυτό είναι το μυστικό του, να είναι τρωτός και ανθρώπινος, όχι υπερήρωας και να βασίζεται στην πείρα του, στην ευφυία του, στο ένστικτο, στους συνεργάτες του, και γιατί όχι; και στον παράγοντα τύχη! Διάφορες συμπτώσεις μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση ενός εγκλήματος, ή να βοηθήσουν στη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, όταν αξιοποιηθούν τα στοιχεία που κουβαλά μαζί της.
Με φόντο την πόλη της Χαλκίδας – που οι περιγραφές της σε κάνουν να θέλεις να την επισκεφτείς – και να εύχεσαι να ήταν τώρα χειμώνας για να τη ζήσεις- περιδιαβαίνεις κι εσύ σαν αναγνώστης με τον αστυνόμο Καπετάνο και την ομάδα του, ζεις τα αδιέξοδά τους, γελάς μαζί τους, γεύεσαι τους ουζομεζέδες της ταβέρνας της κυρά Μαρίας και νιώθεις πως πολλές φορές χρειάζεται να πάρεις αποφάσεις που ίσως σε φέρουν αντιμέτωπο με κανόνες που διέπουν την επαγγελματική σου ζωή.
Και αυτή τη φορά ο Δημήτρης Σίμος επιλέγει δύο αφηγηματικές τεχνικές για την ιστορία του. Πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, αλλά σε υπόθεση που ‘’ τρέχει ‘’ στον ίδιο χρόνο αυτή τη φορά.
Η γραφή άλλοτε γλαφυρή, άλλοτε σκληρή και ωμή, άλλοτε καυστική ”φρέσκαραν και την πρόσοψη, μπας και ξεχάσουμε τι πραγματικά συνέβαινε εδώ μέσα. Καθαρό μόνο για όσους το έβλεπαν απ΄έξω. ” και άλλοτε χιουμοριστική ”βγήκα από το γραφείο, χαιρέτησα την Άννα και περπάτησα στον διάδρομο-λεβάντα”, είναι το μεγάλο ατού του συγγραφέα που κυριολεκτικά κυριαρχεί σ΄αυτό το βιβλίο. Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πολλά αποσπάσματα, σε λέξεις ή φράσεις, χωρίς να προδώσω ούτε στο τόσο δα την υπόθεση, αλλά δεν θα ήταν πια αυτό το κείμενο σχολιασμός, αλλά ολόκληρη μελέτη.
Σταθείτε στη γραφή και στις λεπτομέρειες – ” η μυρωδιά βανίλιας από το άρωμά της άρχισε με τον καιρό να ξεφτίζει” ή ” ο γεωπόνος μπορεί να ήταν η λύτρωσή μου”, κάντε τους συνδυασμούς σας, απολαύστε, μην τα προσπεράσετε με σκοπό να φτάσετε στο τέλος, γιατί υπάρχει η αστυνομική μυθιστορία, αλλά και η αστυνομική λογοτεχνία. Και σίγουρα το βιβλίο του Δημήτρη Σίμου κατατάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.
Θετικά στοιχεία :
Ώριμη γραφή και αφηγηματικός λόγος άψογος.
Πολυεπίπεδη ιστορία, χωρίς όμως να ξεφεύγει ούτε στιγμή από τον έλεγχο του δημιουργού της.
Ανατροπές και ερωτηματικά που σε κρατούν στις σελίδες του βιβλίου.
Ωραίο εξώφυλλο που δένει με το πρώτο του βιβλίο και προσεγμένη έκδοση.
Πολύ καλή επιμέλεια.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell. Πρώτος χρόνος κυκλοφορίας 2018.
Το άψυχο σώμα μιας νεαρής μητέρας ανακαλύπτεται στα βράχια της θάλασσας, δίπλα στην αλάνα του Φάρου. Ο αστυνόμος Καπετάνος καλείται να ξεμπλέξει το κουβάρι ενός φόνου που θα εμφανίσει μπροστά του ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Ο υπόκοσμος βγαίνει από το σκοτάδι αναζητώντας μια θέση στο φως με ανταμοιβή το χρήμα. Μυστικά αίματος μέσα στην οικογένεια. Αδελφικοί δεσμοί που καμουφλάρονται. Το φως μπορεί να δώσει τη λύση. Τα ψάρια πρέπει να τυφλωθούν, να χάσουν το πλεονέκτημα του καμουφλάζ. Μια παράνομη ερωτική σχέση οδηγεί στην καταστροφή. Η προσπάθεια αναρρίχησης στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα θα αποτελέσει την αρχή για το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι χωρίς νικητή. Μετά το βραβευμένο μυθιστόρημα Τα Βατράχια, ο Δημήτρης Σίμος επιστρέφει σε ακόμη πιο Σκοτεινά Νερά…
Για τα Βατράχια, την πρώτη του συγγραφική δουλειά, έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο του πανελλήνιου διαγωνισμού μυθιστορήματος Ασημένια Σελίδα. Δραστηριοποιείται παράλληλα ως θεατρικός συγγραφέας, το πρώτο του θεατρικό έργο, Το Κόκκινο Μελίσσι, ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου Πόλη. Από τον Ιανουάριο του 2016 είναι ένα από τα νεότερα μέλη της Ελληνικής Λέσχης Λογοτεχνίας.
Τον Ιανουάριο του 2018 επανακυκλοφόρησε το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα Τα Βατράχια, σε νέα ανανεωμένη έκδοση από τις Εκδόσεις BELL. Το δεύτερο μυθιστόρημά του Τυφλά Ψάρια, κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2018 και ανήκει στη σειρά με ήρωα τον αστυνόμο Καπετάνο και τίτλο Σκοτεινά Νερά.