“ΠΡΙΟΝΙΣΜΕΝΑ ΘΕΛΩ”
Γράφει η Νατάσσα Καραμανλή
Πριονισμένα θέλω…
Κι όμως δεν πρόκειται για παραμύθι· ούτε για τον απόηχο ενός θρύλου που αλλοιώθηκε στο πέρασμα των αιώνων. Οι ιστορίες είναι σχεδόν πανομοιότυπες. Θλιβερά οικείες κι επαναλαμβανόμενες. Σερνόμενα βήματα στην άμμο, διάφανες απεικονίσεις μιας ευτυχίας προδιαγεγραμμένης, όσο και καθοδηγούμενης. Τα πρέπει, τα μη, τα όχι κι ένα σωρό δικαιολογίες που στιγματίζουν τα όνειρα. Ο κόσμος, οι γείτονες και ένα μάτσο φιγούρες με το ίδιο επώνυμο καθορίζουν το εύρος των κινήσεών σου.
Βαδίζεις στα τυφλά. Πολλές φορές ως τα γεράματά σου. Με τις πλάτες γυρτές από τα βάρη. Από τις ενοχές. Τα κουβάρια μπλέκονται το ένα μετά το άλλο, όσο το μαλλί στο καλάθι σου σώνεται. Όμως τα λάθη μένουν πάντα δίπλα σου. Καπηλεύονται τον ίσκιο σου, τα δάκρυά σου, την αντοχή σου. Σφηνώνουν κάτω από τα νύχια σου τις νύχτες, για να γδάρουν το πετσί σου. «Δεν ντρέπεσαι; Δεν ακούς; Πώς βαστά η καρδιά σου και δεν σπάει ακόμα;»
Οι φωνές επιμένουν. Δεν υπάρχει διαφυγή. Τα σκοτεινά χτυπούν πάντα σαν τους κλέφτες, σαν τους φονιάδες. Εκεί που αναπαύεται θαμμένη η πρώιμη νιότη σου, στήνουν χορό και σε περιγελούν. «Εσύ φταις. Δεν είδες, δεν άκουσες. Κοίτα τι κατάφερες τώρα! Ένα απογυμνωμένο σώμα απέμεινες.»
Επικαλείσαι τον Θεό· τις αναμνήσεις. Θυμάσαι τα νεύρα της μαμάς, την απουσία του μπαμπά, τους καυγάδες. Τις απαγορεύσεις για το τίποτα. Τις ανούσιες κουβέντες γύρω από το Κυριακάτικο τραπέζι. Τις σιωπές που έκοβαν τις φλέβες σου. Την αδιαφορία. Θυμάσαι τα βλέμματα της γειτόνισσας, τον αυστηρό τόνο στη φωνή του παππού, στην αμφισβήτηση της γιαγιάς. Ήσουν απλά νέος, γι’ αυτό σε κυνηγούσαν. Κι είχες μπροστά σου μια ζωή, για να κάνεις ό,τι εκείνοι δεν κατάφεραν. Ό,τι δεν άντεξαν. Ό,τι έμεινε να επιπλέει από το δικό τους όνειρο, ναυαγημένο από όλα τα άσκοπα «μη».
Γυρνάς πλευρό. Ο πόνος δυναμώνει. Πώς να συγχωρήσεις; Με τι μάτια να κοιτάξεις εκείνα που σου πριόνισαν τα θέλω; Τα μάτια που σου έμαθαν να βαδίζεις πάντοτε σκυφτός και μετρημένος, αυτά ακόμα στο κατόπι σου. Κι εσύ ιδρώνεις, γιατί μέσα τους ποτέ δεν αντίκρισες την αποδοχή. Μόνο την ονειρεύτηκες. Ερχόταν ντυμένη τα χάδια που δεν σε χάιδεψαν, τα σ’ αγαπώ που δεν σου ψιθύρισαν και μέσα στ’ άδεια χέρια της, εσύ γύρευες την δική σου πάντα ανάσταση. Κόκκινη, όπως τα αίμα από τη γέννα στα σεντόνια, όπως το λαβωμένο πουλί από το τουφέκι του μπαμπά.
Πετάς τα σκεπάσματα. Οι μέρες ξημερώνουν νωρίς δίχως αγάπη. Ο ύπνος μοιάζει με όλεθρο, με θεομηνία. Η άδεια κάμαρα σε καταπίνει. Η φωνή της μάνας από το διπλανό δωμάτιο σε σκίζει. Σκύβεις κλεφτά, ν’ αφουγκραστείς την ανάσα της
«Γιατί παιδί μου; Πώς το άφησες να σου συμβεί αυτό; Γιατί να μοιάσεις σε μένα;»
Ασφαλίζεις τα δάκρυα. Τα δάχτυλά σου παλεύουν, οι χούφτες δεν τα χωρούν. Αφήνεις ένα ποτήρι νερό στο προσκεφάλι και έναν λυγμό στο κλείσιμο της πόρτας.
Συλλογίζεσαι, μα το κουβάρι μπλέκεται ολοένα και περισσότερο. Μη μιλάς, δεν έχεις τι να της πεις. Στο σύρσιμο της παντόφλας κρεμάς τα λόγια σου. «Τι έβλεπα μάνα τόσα χρόνια; Ποιον αλήθεια να έμοιαζα, που θα με έκανε διαφορετικό;»
Κοιμήσου, ούτε κι απόψε θα έρθει η ανάσταση που περιμένεις. Ξεκρεμάς τα θέλω σου από τον σταυρό. Πριονισμένα, ματωμένα. Τα κρύβεις στο μαξιλάρι. Η παλάμη σου χόρτασε αίμα, μα τα θέλω σου ακόμα διψασμένα ξεψυχούν.
«Το μπλουζ της Κυριακής» & «Ωτακουστής»
Σύντομα σε Β’ έκδοση από τις εκδόσεις «Ελκυστής»
Απόσπασμα από το «Το μπλουζ της Κυριακής»
Είναι στιγμές που δεν τολμώ να το εξομολογηθώ ούτε στον εαυτό μου και θάβω μέσα μου βαθιά κάθε επιθυμία. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και λέω ψέματα, θαρρείς και το είδωλο που με αντικρίζει με απορία δεν είναι το δικό μου, παρά η ανάμνηση κάποιας γυναίκας που θυμάμαι αμυδρά.
Φτιάχνω τα μαλλιά μου, ρουφάω τα μάγουλά μου. Τσιτώνω το δέρμα μου. Σκαλίζω τις ρυτίδες μου. Ανώφελα, όλα. Ανακαλώ το παλιό μου πρόσωπο· αυτή η γυναίκα που με κοιτάζει με αυθάδεια, δεν είμαι εγώ! Πού χάθηκα; Το βλέμμα της όμως, είναι δικό μου, μου ανήκει. Ποια είναι αυτή που ντύθηκε τα μάτια μου;
Μια σφετερίστρια, μια άλλη. Μια ξένη. Στέκομαι τότε για λίγο και την κοιτώ. Θέλω να σβήσω από τα χείλη της την ανάμνηση των ξεχασμένων φιλιών. Να τα εξαφανίσω, να συνθλίψω όλα τα οράματά της. Όλους τους κρυφούς πόθους της. Είναι φανερό ότι της λείπουν.
«Γίνεσαι γελοία!» θέλω να της φωνάξω. «Ξέχασέ τα, έχουν τελειώσει αυτά για σένα».
Το βλέμμα της τότε παγώνει. Η στιγμή που μας έδεσε σβήνει κάτω από τον ήχο του νερού και κρύβω το λάγνο πρόσωπό της στην πετσέτα. Πνίγω τη γυναίκα που ποθεί τον έρωτα –ναι, την πνίγω– πριν με πνίξει εκείνη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤHΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
Please follow and like us: