ΠΝΟΗ, ΠΟΥ ΤΗ ΛΕΝΕ ΤΕΧΝΗ, ΠΟΥ ΤΗ ΛΕΝ ΖΩΗ
Η τέχνη δημιουργήθηκε απ’ την ανάγκη
των ανθρώπων να μιμηθούν τη φύση με τις πιο ευγενικές εκδηλώσεις της ψυχής
τους. Απ’ το πρώτο νανούρισμα της μάνας, τα πρώτα παιχνίδια των παιδιών, τον
ήχο της βροχής και το μπουμπούκιασμα των δέντρων. Μιμούνται το μπουμπούκιασμα
των δέντρων , όταν γεννιέται η αγάπη μέσα τους .Απ’ το χορευτικό κίνημα που
κάνουνε τα στάχυα σαν μέσα τους περνάει ο ζεστός νοτιάς . Με το άναμμα των
αστεριών πάνω στον ουράνιο θόλο όταν βραδιάζει και το ξύπνημα του ήλιου το
χάραμα. Ύστερα με το πρώτο χτυποκάρδι στο στήθος των ερωτευμένων νέων, στον
αποχαιρετισμό στη ξενιτιά, στη γέννηση ενός παιδιού, στους γάμους, στις γιορτές
, στο μοιρολόι, στον πόλεμο, στη φτώχεια και στην ασθένεια. Σε όλες τις χαρές
και στις λύπες, οι άνθρωποι προσπάθησαν και προσπαθούν να εξορκίσουν το κακό με
τραγούδια, στίχους, παραμύθια, ιστορίες, αφηγήσεις .Αναστεναγμοί, κόποι και
βάσανα , αιώνες, τώρα, γίνονται τραγούδι,με τόσο φυσικό τρόπο , όπως την στιγμή
που δροσίζονται σε μια πηγή όταν διψούν. Όπως αναπνέουν. Η νοσταλγία για τον
ξενιτεμένο συγγενή, γίνεται γράμμα. Η αίσθηση ότι η ζωή είναι σύντομη και τόσο
πολύτιμη μετουσιώνεται σε χορό. Η ανάγκη για τη συνέχιση της ζωής δημιουργεί
την ανάγκη του γάμου και της τεκνοποίησης. Η ανάγκη για προστασία και παρηγοριά
και πού θα πάμε μετά απ’ αυτόν τον κόσμο, γίνεται πίστη και θρησκεία. Οι
γυναίκες ανατρέφουν τα παιδιά τους, τα παίρνουν απ’ το χέρι και τα πάνε πρώτη
μέρα στο σχολείο. Περπατούν στο δρόμο και ομορφαίνουν τον κόσμο μας με τα
σπινθηροβόλα μάτια τους.Όλοι αγαπάνε τη ζωή. Όλοι ζητούν να πάρουν λίγη χαρά σε
τούτον τον κόσμο .Κι οι πιο ωραίοι είναι οι πιο απλοί. Αυτοί που θέλουν να
δώσουνε χαρά στον κόσμο. Οι πιο ωραίοι είναι αυτοί που λένε μέσα τους πως δεν
είναι κάτι το σπουδαίο αυτό που κάνουν .Πιστεύουν πως δεν είναι οι ίδιοι
ωραίοι, μα είναι στ’ αλήθεια! Κι αυτή τη χαρά, την κάνουν εργόχειρο, ζεστό
ψωμί, γλυκό φαί, λόγο που στηρίζει μια ψυχή, συμπόνια, τραγούδι που παρηγορεί,
ποίημα, ζωγραφιά, βιβλίο .Έτσι κάνουν οι άνθρωποι που αγαπάνε το ωραίο. Έτσι
έκαναν αιώνες τώρα.
“ΑΝ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΚΟΜΑ” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια
πάρει μιαν ανάσα απ’ τις δουλειές της. Μόλις είχε ασπρίσει την αυλή. Μα δεν
αργεί. Με τα επιδέξια χέρια της πιάνει, τώρα, να τεντώσει στην ανέμη μια κούκλα
από νήμα . Είναι απόγευμα. Ίσα που φυσάει και κάνει να σαλεύουν από πάνω ήσυχα
τα φύλλα της κληματαριάς, στο μικρό σπιτάκι τους στη Ναζαρέτ. Φαίνεται το όρος
Αδάρ. Ο μικρός Ιησούς, μόλις γύρισε απ’ την λίμνη. Εκεί στην άκρη της λίμνης
είχε φτιάξει με πηλό από την άμμο της σπουργίτια. Χτύπησε τα χέρια του και φώναξε:
«Πετάξτε ψηλά!» Και ζωντάνεψαν τα πουλιά και πέταξαν ψηλά. Μέσα από επιφωνήματα
και ζητωκραυγές, τα παιδιά τον φώναζαν γιο της Ειρήνης. Στο κεφάλι του έχει ένα
στέμμα από λουλούδια . Φοράει καφτάνι στο χρώμα του κρόκου του αυγού κι έχει
τυλιγμένη γύρω απ’ τη μέση του μια ζώνη. Στα πόδια του είναι δεμένα ως επάνω
στον αστράγαλο τα σανδάλια του. Το πρόσωπο του λάμπει και μαζί με το στέμμα του,
από λουλούδια της εξοχής, το κάνει να φωτίζεται ακόμα πιο πολύ Εκείνος κοιτάζει
την ανέμη κι από εκεί ρίχνει το βλέμμα του πάνω στον ουρανό. Θαυμάζει τα
ξεπεταρούδια των χελιδονιών να εκτελούν λίγο αδέξια και άλλες φορές τολμηρά τις
πρώτες πτήσεις τους στον αέρα. Φαίνονται ευτυχισμένα. Έτσι είναι κι η καρδιά
του μικρού Ιησού. Κι όταν η Μάνα τυλίγει με τα άγια και σβέλτα χέρια της το
νήμα που γέμισε πια ένα κουβάρι μεγάλο στο χρώμα της αζαλέας, ο μικρός Ιησούς
χάνεται στην αγκαλιά της. Για μια μονάχα στιγμή, το βλέμμα της παίρνει την
έκφραση της ανησυχίας που πιάνει την κάθε μάνα, όταν αρρωσταίνει το παιδί της και
τον σφίγγει επάνω της ψιθυρίζοντας μια προσευχή για προστασία. Ύστερα η Μητέρα
του σηκώνεται να πάει κάπου. Γυρίζει μετά από λίγο με μια στάμνα στον ώμο. Του
ρίχνει νερό να πλύνει τα χέρια του. Ύστερα Του προσφέρει σ’ ένα κύπελλο. «
Πιες!…να με θυμάσαι για πάντα και να μη διψάς » λέει στο γιο της. Η Μητέρα
Του παίρνει ένα ψωμί ,το σπάζει στη μέση και Τ ου δίνει ένα μεγάλο κομμάτι .
«Φάε !» Τ ου λέει . «Και θα ζεις για πάντα».
τρώει το ψωμάκι που του έδωσε η Μητέρα του .Του φαίνεται τόσο γλυκό σήμερα.