21.1 C
Greece
23 Οκτωβρίου, 2024
ΑΡΘΡΑ ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΦΑΙΗ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

ΒΟΥΛΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ: Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ


ΒΟΥΛΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
 (1898-1990) 

Γεννημένη το 1898 στη Λαμία, τρίτο παιδί από τα τέσσερα της Αφροδίτης και του αξιωματικού Θεοχάρη Παπαϊωάννου, έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στη θαλπωρή και την τάξη μιας καλοβαλμένης αστικής οικογένειας των αρχών του αιώνα. Η ανατροφή της στηρίχθηκε στην αγάπη για την πατρίδα, την κοινωνική συνεισφορά, την έφεση για καλλιέργεια, την εργατικότητα και τη συνέπεια, αρχές που σταθερά ακολούθησε στη ζωή της. Το 1908 μετακομίζει με την οικογένειά της στην Αθήνα. Το έντονο ενδιαφέρον της για τις εικαστικές τέχνες την ωθεί να ακολουθήσει σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στην οποία εγγράφεται το 1920. Μέσα από την επαφή της με τη ζωγραφική παίρνει και το έναυσμα για την ενασχόληση της με τη φωτογραφία, χωρίς ευτυχώς η βαριά κληρονομιά της παλαιάς τέχνης να επηρεάσει τη φωτογραφική της γραφή 
Με τη φωτογραφία ξεκινάει να ασχολείται το 1937 και η πρώτη επαγγελματική της δουλειά θα προέλθει το 1939 από το Εθνικό Μουσείο.

 
Η έναρξη του πολέμου του ’40 και οι τραγικές εμπειρίες, που ακολούθησαν για ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα για το λαό της Αθήνας, καθόρισαν αποφασιστικά τη ζωή και το έργο της έως τότε αθόρυβης και διακριτικής φωτογράφου. Η Βούλα Παπαϊωάννου συνειδητοποιεί ότι ο φακός της μπορεί να καταγράψει άμεσα και αδιάψευστα τα γεγονότα. Έτσι, ενώ οι συνάδελφοι της άνδρες φωτογράφοι αποστέλλονται ανταποκριτές στο μέτωπο για να απαθανατίσουν τον αγώνα στα πεδία των μαχών, η ίδια σταματάει το χρόνο στις τραγικές στιγμές αυτών που μένουν πίσω. Μακριά από την επιφανειακή και γρήγορη κάλυψη των γεγονότων, μακριά από το κυνηγητό των επωνύμων και από τα κέντρα λήψης αποφάσεων πλησιάζει αυτούς που σηκώνουν το βάρος της Ιστορίας, τους ανώνυμους. Γίνεται μάρτυρας και κοινωνός στον αποχαιρετισμό των στρατευμένων, στις ετοιμασίες της πόλης για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών και στη φροντίδα των πρώτων τραυματιών. Με ιδιαίτερη ευαισθησία και μέσα από συναισθηματική φόρτιση απομονώνοντας ένα καρτερικό βλέμμα, ένα σφιχτό αγκάλιασμα, μία κίνηση ανθρωπιάς, αποτυπώνει στο φωτογραφικό χαρτί το ήθος μιας γενιάς. Οι φωτογραφίες της δε θριαμβολογούν, εκφράζουν οδύνη, αξιοπρέπεια, πίστη στην ανθρώπινη δύναμη.
Συσσίτιο κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αθήνα, 1941   
Οι συνέπειες του πολέμου γρήγορα ξεπερνούν και την πλέον απαισιόδοξη πρόβλεψη. Η χώρα οδηγείται σε οικονομική εξαθλίωση. Μέσα σε λίγους μήνες η Αθήνα μαστίζεται από την πείνα τόσο σκληρά όσο καμιά πόλη της κατακτημένης Ευρώπης, με εξαίρεση τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. “Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα“, αναφέρει η δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου στο ημερολόγιο της, “άνθρωποι με άτονο βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την πείνα… Καμιά φορά τους βλέπεις πεινασμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι ζωντανοί, πεθαμένοι;“.
Όταν η πείνα έπληξε την πρωτεύουσα, κατήγγειλε τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές μορφές των αποσκελετωμένων παιδιών. Μετά τον πόλεμο και στα πλαίσια της UNRA, περιοδεύει την Ελλάδα με σκοπό να συγκεντρώσει φωτογραφίες για της συνθήκες ζωής των κατοίκων της υπαίθρου 
.
 
Τα θέματα συγκλονιστικά παρασύρουν τη φωτογράφο να ξεπεράσει δισταγμούς και προσωπικές αναστολές. Με την κάλυψη ελβετικής επιτροπής, που είχε φθάσει στην Αθήνα εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για να ελέγξει τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, επισκέπτεται τα νοσοκομεία και φωτογραφίζει τους λιμοκτονούντες και τα σκελετωμένα παιδιά. Το συγκλονιστικό αυτό υλικό θα περιληφθεί σ’ ένα χειροποίητο λεύκωμα το 1943, το οποίο ονομάζει “Μαύρο Λεύκωμα”. Στην πρώτη σελίδα οι στίχοι του Ευριπίδη “Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;” προετοιμάζουν τον αναγνώστη γι’ αυτό που πρόκειται να αντικρίσει. Τα πεινασμένα παιδιά της Αθήνας του ’40 μέσα από τη συνειδητή ματιά της Βούλας Παπαϊωάννου αποκτούν διαχρονικότητα, γίνονται σύμβολα, κατήγοροι του παραλογισμού του πολέμου σε κάθε γωνιά της γης. Τα πρόωρα μεγαλωμένα παιδικά πρόσωπα τους προβάλλουν αποκομμένα από κάθε αφηγηματική περιγραφή προκαλώντας δέος και φρίκη. Το λεύκωμα αυτό θα παρουσιαστεί στο εξωτερικό και θα συμβάλει στην κινητοποίηση της διεθνούς γνώμης με αποτέλεσμα να φθάσουν οι πρώτες αποστολές τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης.
 
.
 
Προετοιμασία ρουχισμού για το μέτωπο 1940._Φωτ. Βούλα Παπαϊωάννου 

 
“Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου” ξημερώνει στις 12 Οκτωβρίου 1944. Η γενική υποχώρηση του γερμανικού στρατού συμπεριλαμβάνει πλέον και την Ελλάδα. Οι Γερμανοί αποχωρούν. Φρενίτιδα ενθουσιασμού επικρατεί στους δρόμους της Αθήνας. Ο λαός υποδέχεται τους συμμάχους μέσα σ’ ένα παραλήρημα χαράς. Η ελληνική σημαία κυματίζει πάλι στην Ακρόπολη.
 
Μέσα στο παλλαϊκό πανηγύρι η Βούλα Παπαϊωάννου δε θα ξεχάσει αυτούς που πλήρωσαν με τη ζωή τους την ελευθερία, θα σπεύσει στις φυλακές Μέρλιν, φριχτό κρατητήριο του κατακτητή για όσους επρόκειτο να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, και θα κρατήσει στη μνήμη μας ό,τι δικό τους απέμεινε. Ένα πακέτο τσιγάρα, φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων και μηνύματα ηρωισμού σε κομμάτια χαρτί ή χαραγμένα στους τοίχους από αυτούς που την επόμενη έπαψαν να υπάρχουν.
 
Το φωτογραφικό της έργο στη δεκαετία ’40-’50 είναι ένα συγκλονιστικό κοινωνικό ντοκουμέντο. Από κει και πέρα και μέχρι μια ασθένεια των ματιών της να την αναγκάσει να σταματήσει να φωτογραφίζει, η εκφραστική δύναμη της φωτογραφίας της αδυνατίζει και είναι περισσότερο μια ωραία τουριστική εκδοχή της ΕλλάδαςΤο 1952 (μαζί με τον Κ. Μπαλάφα, Σ. Μελετζή και Δ. Χαρισιάδη) υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (ΕΦΕ) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Φωτογραφικής Τέχνης (FIAP), φτάνοντας το 1962 στον τιμητικό τίτλο Artist FIAP.Η Παπαϊωάννου εντάσσεται στο ρεύμα της «ανθρωπιστικής φωτογραφίας» που αναπτύχθηκε ως αντίδοτο της κατάλυσης των ανθρωπίνων αξιών εξαιτίας του πολέμου. Ο αγώνας των συμπατριωτών της για επιβίωση, όπως αποτυπώθηκε από το φακό της με σεβασμό, καθαρή ματιά και διακριτική συμμετοχή, αποκτά παγκοσμιότητα και αντανακλά την πίστη στη δύναμη του απλού ανθρώπου και στην αξία της ζωής. 

ΠΗΓΕΣ ΣΗΜΑΝΤΡΟΝ  
Photogio  
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ  ΑΡΘΡΟΥ ΦΑΙΗ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 
Σημειώματα κρατουμένων στον τοίχο του γερμανικού κρατητηρίου της οδού Μέρλιν, Αθήνα, 1944
Σημειώματα κρατουμένων στον τοίχο του γερμανικού κρατητηρίου της οδού Μέρλιν, Αθήνα, 1944

Σημειώματα κρατουμένων στον τοίχο του γερμανικού κρατητηρίου της οδού Μέρλιν, Αθήνα, 1944

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Από ποιο βιβλίο προέρχεται η φράση:«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι».

Καλλιόπη Γιακουμή

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 22-04-2019

Καλλιόπη Γιακουμή

Μαρίκα Κοτοπούλη: ‘’Εγώ είμαι η νέα γυναίκα, που θα καπνίζω και θα ψηφίζω. Η κάθε μια μας αξίζει για 10, δεν δίνω γι’ άντρες ένα παρά’’.

Καλλιόπη Γιακουμή

Αφήστε Ένα Σχόλιο