Τα Ραγκουτσάρια
Τριήμερο καρναβαλικών εκδηλώσεων στην πόλη της Καστοριάς, από τις 6 έως τις 8 Ιανουαρίου. Πρόκειται για ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων και αποτελεί αναβίωση των αρχαίων διονυσιακών τελετών.
Τα «Ραγκουτσάρια» αρχίζουν στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στην πόλη της Καστοριάς, η οποία αποκτά ένα ξεχωριστό χρώμα. Άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι οργανώνονται σε «μπουλούκια», το καθένα με τη δική του παραδοσιακή ορχήστρα, και γλεντούν με χιλίων λογιών μεταμφιέσεις στους δρόμους της πόλης, μέσα σ’ ένα αληθινό πανζουρλισμό.
Το έθιμο κορυφώνεται στις 8 Ιανουαρίου, την Πατερίστα, όπως τη λένε οι ντόπιοι, ημέρα του εορτασμού της Αγίας Δομινίκης, με τη μεγάλη παρέλαση των καρναβαλιστών. Νωρίς το απόγευμα παρελαύνουν όλα τα «μπουλούκια», που χορεύοντας σατιρίζουν πρόσωπα και γεγονότα με πηγαία εφευρετικότητα. Τα καλύτερα από αυτά βραβεύονται από τον Δήμο Καστοριάς, που έχει όλη την ευθύνη της διοργάνωσης του τριημέρου. Τα «μπουλούκια» και ο κόσμος καταλήγουν στο Ντολτσό, παλιά μεσαιωνική πλατεία, που έπαιξε σημαντικό ρόλο επί Τουρκοκρατίας στην ενότητα του λαού και τη διατήρηση των εθίμων, όπου μέσα σε ένα οργιαστικό ξεφάντωμα, συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα καλύψει το άλλο με τη μουσική του.
Το όνομα και η καταγωγή αυτού του εθίμου εντοπίζονται στην κλασική αρχαιότητα, από την οποία μέσω Ρώμης και Βυζαντίου μεταφέρθηκε στις μέρες μας. Είναι πολύ πιθανό το όνομα να προέρχεται από τη λατινική λέξη «rogatores», που σημαίνει ζητιάνοι, και η οποία πολύ εύστοχα ορίζει την ιδιότητα αυτού που συμμετέχει στην ομάδα των μεταμφιεσμένων. Υπάρχει, δηλαδή, η συνήθεια οι μεταμφιεσμένοι να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.
Το τριήμερο των «Ραγκουτσαρίων» αποτελεί ένα από τα τουριστικά αξιοθέατα της Καστοριάς, που κάθε χρόνο συγκεντρώνει όλο και περισσότερους επισκέπτες.
Τα Θεοφάνεια στην Κρήτη
Τα Θεοφάνεια ή Φώτα είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων).
Στην Κρήτη πιστεύουν πως τα μεσάνυχτα ακριβώς ανοίγουν οι ουρανοί και τα «δέντρα σκύβουν να προσκυνήσουν τη Χάρη του Θεού». Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μεγάλης αυτής εορτής είναι η εμφάνιση της τριαδικής θεότητας, η επιφάνεια.
Την παραμονή των Φώτων ο παπάς έκανε το μικρό αγιασμό. Από αυτό παίρνανε και ραντίζανε τα δέντρα του κήπου τους, τα σπαρτά τις ελιές και τα αμπέλια.
Την παραμονή νηστεύουν για να πιουν την επαύριο το μεγάλο αγιασμό. Την ημέρα αυτή της νηστείας ψήνανε τα «παλικάρια». Βράζανε σιτάρι και το αναμειγνύανε με καρπούς από ρόγδι, σταφίδες, ζάχαρη και μυρωδικά.
Την ημέρα αυτή ταΐζανε και τα ζώα με σπόρους. Βράζανε κριθάρι, σιτάρι, κουκιά, παπούλες. Ό,τι είχε ο καθένας. Από αυτά δίνανε μια χούφτα σε κάθε ένα ζώο.
Την ημέρα των Φώτων ο παπάς έκανε το μεγάλο αγιασμό. Οι γεροντότεροι θυμούνται ότι το μεγάλο αγιασμό τον πίνανε μέσα στην εκκλησία. Δεν έκανε να τον βγάλουνε έξω, μόνο αν τον πήγαιναν σε κάποιο άρρωστο.
Η γιορτή των Φώτων γιορτάζεται και στη Κρήτη με τον παραδοσιακό τρόπο και τον αγιασμό των υδάτων όπως και σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Το έθιμο που διατηρείται και σήμερα σε κάποια χωριά της ενδοχώρας ήταν να γυρίζει ο παπάς σε όλο το χωριό από πόρτα σε πόρτα και με το σταυρό και τον βασιλικό να αγιάζει τα σπίτια και τους πιστούς
Στη νότια Κρήτη το έθιμο της ευλογίας των κουδουνιών επικρατεί μέχρι σήμερα.Από την παραμονή των Φώτων κτηνοτρόφοι της περιοχής φέρνουν μερικά κουδούνια από το κοπάδι τους στο μοναστήρι.
Εκεί τοποθετούνται κάτω από το σημείο που θα γίνει ο Μεγάλος Αγιασμός. Παραμένουν εκεί όλη τη νύχτα και αγιάζονται ενώ ανήμερα των Φώτων οι κτηνοτρόφοι τα παίρνουν και τα κρεμούν στα ζώα του κοπαδιού τους. Οι κτηνοτρόφοι πιστεύουν ότι ο αγιασμός των κουδουνιών μεταφέρει την κάθαρση και την ευλογία στο ίδιο το κοπάδι
Το έθιμο των Αράπηδων
Ανήμερα των Θεοφανείων στη Δημοτική Κοινότητας Νικήσιανης του δήμου Παγγαίου, στο Μοναστηράκι, στον Ξηροπόταμο και στο Βώλακα της Δράμας, τελείται με διάφορες παραλλαγές ένα δρώμενο γνωστό ως Αράπηδες, επειδή στην μεταμφίεση των πρωταγωνιστών κυριαρχεί το μαύρο χρώμα: μαύρες φλοκωτές κάπες και εντυπωσιακές υψικόρυφες προσωπίδες, κεφαλοστολές από γιδοπροβιές.
Όλες οι ομάδες των «Αράπηδων» κάνουν κοινή παρέλαση στους δρόμους, κάτω από τους εκκωφαντικούς ήχους των κουδουνιών τους. Δύο αρχηγοί ομάδων παλεύουν μέχρι την τελική πτώση του ενός. Ακολούθως, γύρω από τον πεσμένο αρχηγό, μαζεύονται όλοι, σε μια μυσταγωγία, που τελειώνει με την ανάσταση του νεκρού και τον ιδιόρρυθμο ξέφρενο χορό όλων, που ακολουθεί.
Σύμφωνα με την παράδοση, η παράσταση αυτή συμβολίζει το θάνατο του Διονύσου από τους Τιτάνες και την ανάστασή του από το Δία και παράλληλα την χειμερία νάρκη της φύσης που είναι ο Χειμώνας και στη συνέχεια την ανάσταση της φύσης με τον ερχομό της Άνοιξης.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, είναι η εμφάνιση των Αράπηδων, με την οποία ντύνονται μόνο άντρες. Το ντύσιμο των Αράπηδων, περιλαμβάνει τα τσερβούλια (παπούτσια) που κατασκευάζονται από ακατέργαστο χοιρινό δέρμα και συγκρατούνται από τις λαπάρες που είναι δερμάτινα σχοινιά και τα καλτσούνια (κνήμες με υφαντό πανί από τρίχωμα προβατίνας) που φορούν στα γόνατα. Στο κάτω μέρος του σώματος φορούν μπινιβρέκι (μάλλινο παντελόνι) και στο πάνω μέρος χοντρή τσομπάνικη κάπα. Στη μέση τους, φορούν τέσσερα ποιμενικά κουδούνια (τσάνια) διαφόρων μεγεθών. Το πρόσωπο είναι καλυμμένο με την μπαρμπότα (προσωπίδα) που είναι το τομάρι μιας γίδας το οποίο είναι ραμμένο και στερεώνεται στις άκρες του, στα σχοινιά των κουδουνιών. Η μπαρμπότα στολίζεται με ένα λευκό μαντήλι το οποίο έχει πάνω του χρωματιστά σχέδια, φλουριά και λουλούδια.
Τα Μπαμπούγερα της Καλής Βρύσης
Τραγόμορφες φιγούρες των «Μπαμπούγερων», μορφές που ξεπηδούν από τη λατρεία της Μητέρας Γης και του θεού Διονύσου. Άνθρωποι μεταμφιεσμένοι με κατσικοδέρματα και με πρόσωπα μαυρισμένα με αιθάλη, τραγουδούν και χορεύουν, ξορκίζοντας τα κακά πνεύματα.
Έτσι και φέτος ανήμερα των Θεοφανείων θα πραγματοποιηθούν τα «Μπαμπούγερα» στην Καλή Βρύση με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί το δρώμενο.
Οι Μωμόγεροι
Πρόκειται για ένα λαϊκό σατυρικό δρώμενο με προθεατρική μορφή. Τελείται από τους Πόντιους με παραλλαγές σε διάφορες περιοχές της Δράμας. Αναπαρίσταται στις αυλές των σπιτιών και στις πλατείες τις ημέρες του Δωδεκαημέρου. Κύριο πρόσωπο ο Μωμόγερος η Κιτί Γοτσάς με θίασο συντελεστών όπως η νύφη και ο γαμπρός, ο Αλής (έφιππος ), ο πατέρας, ο γιατρός, ο οργανοπαίχτης, ο κουμπάρος, ο χωροφύλακας, δυο μικροί διάβολοι, η έγκυος γυναίκα και η συνοδεία.
Όλοι οι συντελεστές φορούν κουδούνια όπως προβιές και δέρματα τράγων. Κεντρικό πρόσωπο του θιάσου των τελεστών ο Μωμόγερος ή Κιτί γοτσάς ή Πορδαλάς (Θρυλόριο) ο οποίος με τη δύση του ήλιου εισβάλλει με την ακολουθία του στα σπίτια του χωριού και εμπλέκει τους σπιτονοικοκύρηδες σε περιπέτειες «εξαπατώντας» τους. Η απαγωγή της νύφης παίζει κι εδώ καθοριστικό ρόλο καθώς μετά από αλλεπάλληλες εικονικές συμπλοκές μεταξύ των τελεστών, το νέο ζευγάρι, η νύφη και ο γαμπρός κατορθώνουν να σμίξουν, στεφανώνονται μάλιστα από τον παπά που εισέρχεται στο τέλος στο θίασο επιβάλλοντας την τάξη. Με τη συνοδεία ποντιακής λύρας και νταουλιού χορεύοντας και διασκεδάζοντας τα μωμογέρια, εγκαταλείπουν το σπίτι για να επισκεφθούν το επόμενο όπου θα προβούν σε ανάλογους, νέους αυτοσχεδιασμούς και μιμικές πράξεις.
Γαλάτιστα Χαλκιδικής: η καμήλα και η απαγωγή
Πρόκειται για ένα έθιμο που αναβιώνει αδιαλείπτως από τα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που κάποιος ερωτευμένος, προκειμένου να απαγάγει την αγαπημένη του κάτω από τα μάτια του Τούρκου επιτρόπου, σκαρφίστηκε ένα μοναδικό κόλπο.
Έστησε ένα γλέντι στο χωριό και παράλληλα έφτιαξε το ομοίωμα μιας καμήλας μέσα στο οποίο κρύφτηκε ο ίδιος και οι απαγωγείς φίλοι του που μπήκαν στο σπίτι, έκλεψαν την κοπέλα και την φυγάδευσαν κάτω από το ομοίωμα της καμήλας.
Σήμερα, το έθιμο αναβιώνει με το ομοίωμα της καμήλας να γυρνά στο χωριό και με 6 άνδρες να κρύβονται από κάτω χορεύοντας και τραγουδώντας.
Δωδεκάνησα: Οι βουτηχτάδες κρατούν την ανάσα τους
Σε πολλά Δωδεκάνησα, αλλά κυρίως στο Δ. Σύμης και στο Δ. Καλύμνου, οι βουτηχτάδες, όσοι δηλαδή βουτούν να πιάσουν το σταυρό αψηφώντας τις χαμηλές θερμοκρασίες του νερού της θάλασσας, κρατούν την ανάσα τους για να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο κάτω από το κρύο νερό. Και φυσικά, όσο διαρκεί η παγωμένη βουτιά, οι ψαράδες των νησιών με τις βάρκες τους, σχηματίζουν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τους βουτηχτάδες που θεωρούνται οι τυχεροί της νέας χρονιάς που μόλις μπήκε.
Ανήμερα τα Φώτα, μετά τη Λειτουργία, τελείται πανηγυρικά στις εκκλησιές των Δωδεκανήσων ο «Μέγας Αγιασμός» και στη συνέχεια γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, για να αγιασθούν και τα νερά. Πολλοί είναι οι νέοι που θα βουτήξουν στο κρύο νερό για να πιάσουν τον Σταυρό, ενώ σε αρκετά νησιά τρία λευκά περιστέρια-που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα- αφήνονται να πετάξουν πάνω από το χώρο της τελετής. Εκείνος που θα πιάσει τον Σταυρό θεωρείται τυχερός κι ευλογημένος.
Την παραμονή των Θεοφανείων φέρνουν από την εκκλησιά τον «μικρό αγιασμό» μαζί μ’ ένα κλαδί ελιάς.
Ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων αναβιώνει και σήμερα στα χωριά της Κω με ιδιαίτερη επιτυχία, όπως κάθε χρόνο παραμονή των Φώτων. Οι κάτοικοι των χωριών του νησιού, σχεδόν σε κάθε σπίτι, φτιάχνουν τους «μαρμαρίτες» τους. Πρόκειται για ένα μείγμα από αλεύρι και νερό, το οποίο ψήνεται σε θερμαινόμενο μάρμαρο σε στρογγυλά κομμάτια και σερβίρεται με μέλι και κανέλα.
Το γλυκό αυτό, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές για τους κατοίκους του νησιού, τα παλαιότερα χρόνια φτιαχνόταν σε θερμαινόμενα μάρμαρα που τοποθετούνταν πάνω σε φωτιές στις πλατείες των χωριών, ενώ τώρα παρασκευάζεται στα σπίτια, πάντα όμως πάνω σε θερμαινόμενο μάρμαρο.
Τις περασμένες δεκαετίες όταν οι κάτοικοι των χωριών του νησιού ήταν στην συντριπτική τους πλειονότητα γεωργοί και κτηνοτρόφοι, από το ίδιο μείγμα, την παραμονή των Φώτων, έφτιαχναν επίσης «μαρμαρίτες» σε σχήμα σταυρού τούς οποίους προσέφεραν στα ζώα που είχαν (αγελάδες, αιγοπρόβατα κ.λπ.) για να τους δείξουν την ευγνωμοσύνη τους.
Έως και σήμερα, οι κάτοικοι των χωριών της Κω μαζεύονται οικογενειακά και σε παρέες σε σπίτια και φτιάχνουν τους δικούς τους «μαρμαρίτες».
Tα παλαιότερα χρόνια όταν οι «μαρμαρίτες» παρασκευάζονταν στις πλατείες των χωριών υπήρχε το έθιμο, οι νέες κοπέλες του χωριού να ρίχνουν πάνω στο θερμαινόμενο μάρμαρο φύλλα ελιάς, τα οποία εφόσον αναποδογύριζαν όταν καίγονταν σήμαινε ότι θα εκπληρώνονταν οι ευχές που έκαναν. Και την επόμενη μέρα όμως οι «μαρμαρίτες» τρώγονται με άλλο τρόπο. Οι κάτοικοι των χωριών της Κω συνηθίζουν το πρωί να τους «βουτάνε» σε αυγό και να τους τηγανίζουν σε χοιρινό λίπος.
Ερμιονίδας: «Γιάλα γιάλα»
Στην Ερμιόνη, σύμφωνα με το έθιμο του «γιάλα γιάλα», την παραμονή των Φώτων οι νέοι, κυρίως αυτοί που θα καταταγούν στο στρατό, στολίζουν τις βάρκες στο λιμάνι με κλαδιά από φοίνικες. Τη νύχτα, φορώντας παραδοσιακές στολές τραγουδούν και περνούν σπίτι- σπίτι δεχόμενοι κεράσματα, φτάνοντας το πρωί στο λιμάνι, όπου ανεβαίνουν στις στολισμένες βάρκες και τις κουνούν με δύναμη συνεχίζοντας το τραγούδι «γιάλα-γιάλα» μέχρι να γίνει ο καθαγιασμός των υδάτων, με την κατάδυση του Σταυρού και την εικόνα της Θεοτόκου στη θάλασσα όπου θα βουτήξουν για να τα πιάσουν.
Σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας, όπου υπάρχουν ποτάμια, οι κάτοικοι παίρνουν τα εικονίσματα από την εκκλησία και τα μεταφέρουν στο ποτάμι. Εκεί, μέσα στα παγωμένα νερά των ποταμών, ρίχνουν τον σταυρό και με αυτόν ραντίζουν τα εικονίσματα, τα οποία στη συνέχεια επιστρέφουν στην εκκλησία ,ενώ συνηθίζουν να ραντίζουν με το ευλογημένο νερό και τα χωράφια για να έχουν καλή σοδιά. Σε αρκετά χωριά της Θεσσαλίας, βουτούν ολόκληρη την εικόνα μέσα στο ποτάμι.
Λευκάδα : Τα Ιερά Πορτοκάλια
Οι πιστοί συγκεντρώνονται πλάι στη θάλασσα και ο ιερέας ρίχνει το σταυρό στο νερό, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της χώρας. Όμως, στη Λευκάδα, μαζί με το σταυρό, ρίχνουν στη θάλασσα και ένα μάτσο πορτοκάλια δεμένα μεταξύ τους με σκοινί. Στη συνέχεια, τα ευλογημένα αυτά πορτοκάλια κρεμιούνται πλάι στα εικονίσματα των εκκλησιών.
Ζάκυνθος
Στη Ζάκυνθο κάθε ναός στολίζεται με κλαδιά νεραντζιάς, νεραντζόφυλλα, νεράντζια και σπαθόσχημα φύλλα από τα φυτά κοκοράκια που η παράδοση θέλει να φύτρωναν στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού.
Επίσης, με τούφες από νεράντζια και πορτοκάλια στολίζονται την ημέρα των Φώτων και οι πολυέλαιοι, αλλά και ορισμένες εικόνες στο εσωτερικό του ναού. Ακόμη οι πιστοί τοποθετούν πάνω στο πάρκο που έχει στηθεί εντός του ναού, και στο οποίο θα λάβει χώρα η ιεροτελεστία του αγιασμού, τούφες πορτοκάλια, για να βαφτιστούν από τους ιερείς.
Οι αγιαστούρες
Οι ιερείς κρατώντας στα χέρια τους τον Σταυρόν και αγιαστούρες, που είναι επίσης κατασκευασμένες απαραίτητα από άνθη: λεβάντας, μανουσάκια, χρυσάνθεμα και νεραντζόφυλλα ακολουθώντας καθιερωμένο τυπικό, επικαλούμενοι την ευλογία του Θεού, προβαίνουν στον Αγιασμό του ύδατος.
Στο εικονοστάσι
Στη γιορτή των Φώτων, όμως, ένα ακόμα έθιμο είναι να στολίζονται οι εικόνες στο εικονοστάσι του σπιτιού με νερατζόφυλλα. Στην κεντρική εικόνα βάζουν και ένα νεράντζι, το οποίο μένει εκεί μέχρι το πρωί της Καθαρής Δευτέρας. Τότε το βγάζουν και πίνουν τον χυμό του, για τον πονόλαιμο. Στην γιορτή των Φώτων, οι Ζακυνθινοί, που πηγαίνουν στην εκκλησία παίρνουν κοντά τους μια «τσούφα» (δέσμη) πορτοκάλια, τα οποία βουτούν στο αγιασμένο νερό, για να ευλογηθούν.
Το παράξενο πρετσεσίο
Ένα παράξενο πρετσεσίο (λιτανεία) γίνεται, παραμονή των Φώτων, στη Ζάκυνθο. Στις 8 το βράδυ και με το τέλος του όρθρου, ο οποίος τελείται το απόγευμα, με ειδική πομπή, στην οποία προηγείται η μπάντα, ο κλήρος, οι αρχές και ο λαός του νησιού μεταφέρουν τον επίσκοπο από τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων και του Τιμίου Προδρόμου στο Μητροπολιτικό Μέγαρο.
Ο διαφορετικός αγιασμός
Στη Ζάκυνθο, κατά την τελετή του αγιασμού των υδάτων την ημέρα των Φώτων, ο Σταυρός δεν πετιέται στην θάλασσα αλλά «βαπτίζεται» από τον τοπικό Επίσκοπο, τοποθετημένος επάνω σε ένα μακρύ κοντάρι. Επίσης εκεί βουτούν και ένα μαντήλι, δεμένο σε κλωστή, με το οποίο πλένουν τα μάτια τους, για να μην πάθουν κάποια ασθένεια.
Πιστοί οι Τζαντιώτες στα έθιμά τους και τις πολλαπλές ιδιαιτερότητες του νησιού τους, δεν δέχονται εύκολα αλλαγές. Έτσι όταν κάποια φορά ο πρώτος μη Επτανήσιος δεσπότης, ο Χρυσόστομος Δημητρίου, θέλησε να αλλάξει το έθιμο και μη ακούγοντας (σαν δεσπότης) κανάναν πέταξε το Σταυρό στη θάλασσα με κορδελάκι, όλοι οι Ζακυνθινοί του φώναζαν κοροϊδευτικά: «Τσιμπάει, δεσπότη; Τσιμπάει;». Μια και η εικόνα τους θύμιζε ψάρεμα. Από τότε το έθιμο επανήλθε και η ιδιαιτερότητα συνεχίζεται.
Χαλκιδική: Ο «βασιλιάς» και οι «φωταράδες»
Σε πολλά χωριά της Χαλκιδικής αναβιώνει ακόμη και σήμερα το έθιμο των «φωταράδων». Ο «βασιλιάς», που είναι φορτωμένος με κουδούνια, ανοίγει τον χορό και τον ακολουθούν οι «φωταράδες», οι πιστοί του υπήκοοι με ξύλινα σπαθιά, που προσπαθούν να αποτρέψουν οποιονδήποτε προσπαθεί να κλέψει ένα λουκάνικο που στήνεται στην πλατεία του χωριού.
Τα «Σάγια» στη Νέα Καρβάλη αναβιώνουν κάθε χρόνο με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων της κοινότητας ανεξαρτήτου ηλικίας. Μια τελετουργία κι ένα δρώμενο γεμάτο συμβολισμούς και πολλές αναμνήσεις. «Τα Σάγια», εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Νέας Καρβάλης Νίκος Γκίκας, «όπως και πολλά άλλα δρώμενα που αναβιώνουν κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου στην Ελλάδα, αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευχετηρία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια».
Την παραμονή των Θεοφανίων, στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας οι κάτοικοι νωρίς το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα των Θεοφανίων. Έπιναν αγιασμό και έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια.
Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα. Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε «Σάγια». Διάλεγαν μια μεγάλη κιλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: «Ήρθε η σάγια, την άκουσες;». Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας.
Από νωρίς οι νέοι κουβαλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε: «Ποιος θέλει ν’ ανάψει τη φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία;». Πρόσφερε ο καθένας ό,τι μπορούσε, εκείνος που θα έδινε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει την φωτιά.
Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε Ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς τη Δύση, τον Βορρά ή τον Νότο, μόνον τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές. Μερικοί έπαιρναν από τη φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για γούρι. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν τη στάχτη και την σώρευαν πίσω από το ιερό της εκκλησίας.
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο