Στην πΈνα” ✒️✒️
.
Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που αγανακτείς. Γιατί όμως; Αφού τόσον καιρό κρατιόσουν, τώρα πια γιατί δεν μπορείς; Μα η απορία είναι πώς τελικά μπόρεσες και κρατήθηκες όλον αυτόν τον καιρό, μπροστά σε αυτή την παρακμιακή κατάσταση. Και αναρωτιέσαι τι έκανες για να την αποτρέψεις. Είναι δυνατόν, δεκάχρονο αγόρι, να του έχεις καβάντζα κοντά δυο εκατοντάδες κόμιξ όλων των ειδών, Μίκυ Μάους και Ντόναλντ Ντακ, Αστερίξ, Λούκι Λουκ, Star Wars, ακόμα και κάτι ξεχασμένες από τον χρόνο Περιπέτειες με τον κάπτεν Μαρκ και τον Ομπράξ και να μην γυρνά να τις κοιτάξει; Και αναλογίζεσαι τα δικά σου τα χρόνια, ειδικά τα καλοκαιρινά απομεσήμερα, είτε στην Αθήνα είτε στην εξοχή, που στο σπίτι έπρεπε να υπάρχει απόλυτη ησυχία για να κοιμηθούν οι μεγάλοι (μα πώς μπορούν και είναι συνέχεια κουρασμένοι;) κι εσύ δεν μπορούσες να βγεις έξω να παίξεις με τους φίλους σου γιατί όλοι τους τελούσαν υπό την ίδια απαγόρευση. Και ποια ήταν η διέξοδος που είχες, πώς γλίτωνες από τον γονικό ψυχαναγκασμό της υποχρεωτικής μεσημεριανής κατάκλισης; Μα φυσικά η ανάγνωση κόμιξ!
Βασικά, διαπραγματευόσουν με τη μάνα σου να σου αφήσει το παντζούρι «κουφωτό», μισόκλειστο δηλαδή, ώστε να έχεις φως και της έλεγες ότι αντί να κοιμηθείς (σωστή τιμωρία!), θα διαβάσεις ένα βιβλίο κάνοντας ησυχία. Εκείνη δεν το πολυέψαχνε, της αρκούσε η δέσμευση για ησυχία και θεωρούσε ότι θα διάβαζες για εικοστή όγδοη φορά εκείνο το αντίτυπο της Μυστηριώδους Νήσου ή του Δεκαπενταετούς Πλοιάρχου (που όταν μεγάλωσες ανακάλυψες ότι οι μεταφραστές είχαν περιορίσει το πρωτότυπο κείμενο στο μισό ή και κάτι λιγότερο, γιατί προφανώς έτσι περιόριζαν το κόστος, μαζί και τη μαγεία του Βερν). Εσύ όμως… Ξέθαβες το Αγόρι και το Μπλεκ που είχες κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι, ή τον τόμο Κλασικά Μίκυ και βυθιζόσουν στη μαγεία της εικονογραφημένης ιστορίας.Όταν σε ανακάλυπτε η μάνα σου έπεφτε κατσάδα, «αυτά δεν είναι σοβαρά αναγνώσματα» και άλλα τέτοια, όμως πάντα με κάποιον τρόπο κατάφερνες να έχεις επαρκές απόθεμα, ανταλλάσσοντας συνήθως με τους φίλους σου τα διαβασμένα, κάτι σαν κοινοκτημοσύνη που είχε τους δικούς της κανόνες: δεν θα το δάνειζες σε τρίτο, ούτε θα το λέρωνες με υπολείμματα φαγητού, ούτε θα άφηνες το μικρό σου αδελφάκι να σκίσει τις σελίδες (κανόνες που φυσικά σπάνια τηρούνταν, αλλά δεν βαριέσαι, έτσι ήταν αυτά τα πράματα…).
Μα πώς αλλάξανε οι καιροί! Να κυνηγάς τα παιδιά σου για να απολαύσουν τον απαγορευμένο καρπό της δικής σου παιδικής ηλικίας, έχοντας συλλέξει ευλαβικά από τις κυριακάτικες εφημερίδες τόσα και τόσα τεύχη, μάλιστα σε ιλουστρασιόν χαρτί, με όλες τις σελίδες έγχρωμες (στην εποχή μας, τα Μίκυ Μάους ήταν ανά δυο σελίδες έγχρωμα και Α/Μ, ενώ τα άλλα, Μπλεκ, Αγόρι, Μάχη, Δράσις, Έφοδος και λοιπά πολεμοχαρή, αντί για χρώμα είχαν κάτι αποχρώσεις του πορτοκαλί…). Αλλά οι καιροί αλλάζουν όπως ξέρεις και ήρθε η κατάρα των tablets και των παιχνιδομηχανών που κρατούν τα παιδιά κολλημένα στην οθόνη και κάνουν την ανάγνωση των κόμιξ να φαντάζει ανεκπλήρωτος γονικός πόθος.
Όμως τα θαύματα ακόμα συμβαίνουν και με την επιστροφή από την κατασκήνωση, εκτός από το τροπικό μαύρισμα, το παιδί ανακάλυψε τον μαγικό κόσμο των κόμιξ. Ναι, ναι, καθότι στην κατασκήνωση απαγορεύονταν ρητά οι κονσόλες, τα κινητά και ό,τι διαθέτει οθόνη, μα αποτέλεσμα τα μεσημέρια όλα τα κατασκηνωτόπουλα να μπαίνουν στη χρονοκάψουλα και να μαθαίνουν από πρώτο χέρι πώς περνούσαν οι γονείς τους στην ηλικία των δεκακάτι.
Και μετά έρχεται η συγκίνηση, ένα δάκρυ να κρυφοκυλά, «δεν τα μάζευα τσάμπα όλα τούτα, ήρθε η ώρα τους», πατρική περηφάνια κι έτσι, καθώς παραδίδεις μερικές δεκάδες από τα πολύτιμα αναγνώσματα. Δικαίωση!
(Βέβαια, στην πορεία ανακαλύπτεις ότι τα κόμιξ διαβάζονται συνήθως από τα σημερινά παιδάκια μόλις πέσουν στο κρεβάτι για βράδυ, ίσως για να αποφύγουν αυτή τη βάναυση παιδική τιμωρία που λέγεται ύπνος και ότι το πρωί πάλι ασχολούνται κυρίως με οθονούχες συσκευές, παρόλα αυτά παρηγορείσαι γιατί έχει γίνει ένα μικρό έστω βήμα, η αρχή που ως γνωστό είναι το ήμισυ του παντός. Άντε, και στον Καζαντζάκη σύντομα!).
.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:
……………………………………………….
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή