10.5 C
Greece
26 Οκτωβρίου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΑ

“Στην πΈνα”: “Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ”, γράφει η  Μαρία Πρινάρη – Καρκαβατσάκη 

Στην πΈνα”  ✒️✒️

“Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ” 

Γράφει η  Μαρία Πρινάρη – Καρκαβατσάκη 

***

Σηκώθηκε και κοίταξε το βαθούλωμα στον καναπέ, που τελευταία είχε βαθύνει κι άλλο. Η στοίβα με τα αδιάβαστα είχε χαμηλώσει, τα βιβλία είχαν πάρει τη θέση τους στη βιβλιοθήκη.

“Γέμισε κι αυτή, χρειάζομαι ακόμα μία ” σκέφτηκε.

Την είχαν αγοράσει μαζί με τον μεγάλο γωνιακό καναπέ που ο άντρας της επέμενε ότι δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα έπιπλα, αλλά εκείνη δεν νοιαζόταν γι αυτό. Την ένοιαζε να χωράει τους φίλους, τα παιδιά τους, να μαζεύονται εκεί και να κάθονται παρέα. Της άρεσε πολύ η παρέα, δεν αγαπούσε καθόλου τη μοναξιά τα τελευταία χρόνια. Κι έπειτα εκείνος αρρώστησε κι άρχισε έναν αγώνα άνισο με τον καρκίνο. Δυο χρόνια αργότερα έφυγε. Από κορονοιό είπαν, αλλά τι σημασία είχε; Σημασία είχε ότι σχεδόν έναν χρόνο τώρα, όλες οι θέσεις στον καναπέ έμειναν άδειες.

Εκείνη καθόταν πάντα στην ίδια θέση, γι αυτό και το βαθούλωμα… Κάθισε πάλι κι άναψε την τηλεόραση. Δεν είχε όμως, καμιά διάθεση να παρακολουθήσει οτιδήποτε, απλά να ακούει μια φωνή ήθελε. Οι φίλοι δεν επιτρέπεται να την επισκεφθούν, ούτε τα παιδιά. Απαγορεύονται οι μετακινήσεις, οι συναντήσεις, απαγορεύεται να βγει κι εκείνη. Μένει “φυλακισμένη”, μένει ασφαλής.

Το μυαλό όμως, η σκέψη, φυλακίζεται; Κλειστά όλα, πόρτες και παράθυρα κι όμως…

 

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

Σ’ ένα σοκάκι τα παιδιά παίζουν κρυφτό, άλλα παίζουν μήλα με μια πολύχρωμη μπάλα. Τρία κορίτσια παίζουν σχοινάκι και οι κοτσίδες τους στολισμένες με κορδέλες σχηματίζουν ημικύκλια στον αέρα κάθε φορά που αναπηδούν πάνω από το σχοινί. Σουρουπώνει κι ακόμα να χορτάσουν το παιχνίδι. Τα γόνατα της χτύπησαν κάτω στο σκληρό χώμα όταν μπερδεύτηκε κι έπεσε. Ματώσανε μα δεν την ένοιαζε. Τα σκούπισε με την παλάμη της και συνέχισε το παιχνίδι ώσπου άκουσε τη μάνα της να της φωνάζει. Ήταν η ώρα του δείπνου κι όλη η οικογένεια έπρεπε να συγκεντρωθεί γύρω από το τραπέζι. Κι έπειτα έξω στην αυλή μαζευόταν όλη η γειτονιά.

Βεγγέρες αξέχαστες όλοι μαζί χωρίς αποστάσεις μεταξύ τους, αστεία, γέλια, ιστορίες, οι άντρες τσούγκριζαν και κανένα ποτηράκι μα οι γυναίκες δεν άφηναν τον χρόνο τους να πάει χαμένος. Με τα βελονάκια τους έπλεκαν δαντέλες όμορφες και ρομαντικές σαν τις στιγμές που ζούσαν. Το νυχτολούλουδο και το γιασεμί σκορπούσαν τις μυρωδιές τους, μεθυστικές κι αλησμόνητες. Θα ορκιζόταν κανείς πως ακόμα και τ’ αστέρια που τους έβλεπαν από ψηλά, ζήλευαν λιγάκι τη χαρά τους.

Δε βαριέσαι, στιγμές ήταν που πέρασαν και ήρθαν άλλες!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

Στις πλατείες και στους δρόμους της μικρής πόλης, πήγαινε έλα, βόλτες κι αγκαλιές. Κανένας δεν φοβόταν τις αγκαλιές! Καφές και σποράκια στο παγκάκι της πλατείας στριμωγμένοι όλοι μαζί. Συζητούσαν και γελούσαν δυνατά, έπιναν καφέ στην καφετέρια. Μια παρέα φιλενάδες μοιράζονταν τα μυστικά τους, μιλούσαν για τα χτυποκάρδια τους και κοιτάζονταν στα μάτια. Στα χέρια τους δεν κρατούσαν κινητά, δεν υπήρχαν τότε. Μπορεί να χρειαζόταν να περπατήσει ίσαμε δυο χιλιόμετρα για να βρει περίπτερο να τηλεφωνήσει και να κλείσει ένα ραντεβού για μια συνάντηση με το “αίσθημα”. Όμορφες στιγμές μα είχε κι άλλες πιο όμορφες.

Ήταν κι εκείνα τα πάρτι που έστηναν, έπιναν δυο ποτά έκαναν και κανένα τσιγαράκι έτσι για την ” αλητεία ” και χόρευαν μέχρι τελικής πτώσης. Αγκαλιές, κλεφτά φιλιά και τραγούδια. Κι όλα αυτά, με πρόσωπα ακάλυπτα. Στιγμές κι αυτές που πέρασαν, έφυγαν και μαζί τους πήγε περίπατο και η ανεμελιά. Δουλειά, σπίτι, οικογένεια. Ευθύνες στη δουλειά, άγχος και προβλήματα. Ευθύνες και στο σπίτι, προβλήματα με τα παιδιά αλλά και χαρές, πολλές χαρές. Τραπέζια, γιορτές, γλέντια χωρίς περιορισμούς στα άτομα. Ήταν γεμάτο το σπίτι, γεμάτη και η αγκαλιά. Έψαχνε κάποτε να βρει μια ώρα δική της, για τον εαυτό της, να μείνει μόνη της βρε αδερφέ! Ούτε για αστείο! Γεμάτες ώρες, γεμάτες μέρες, γεμάτα χρόνια, ζωή γεμάτη στιγμές που περνούσαν, έρρεαν στον χρόνο κι έφευγαν.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

Έφυγαν και τα παιδιά από το σπίτι, κι εκείνη έφυγε από τη δουλειά, πήρε σύνταξη. Έφυγε κι ο άντρας της από τη ζωή, αν και πάντα της ορκιζόταν ότι δεν θα την άφηνε μόνη ποτέ… και να τώρα, ώρες ατελείωτες όλες δικές της και τι να τις κάνει; Πώς να τις γεμίσει; Έπρεπε να μείνει στο σπίτι, να μείνει ασφαλής.

Μα… δεν ήταν στιγμές που πέρασαν έτσι απλά, έφυγαν κι αυτό ήταν όλο. Η ζωή είναι αυτές οι στιγμές κι ας μην το καταλαβαίνεις όταν τις ζεις, το νιώθεις όταν γίνουν αναμνήσεις. Μένουν εκεί, σαν το κρασί που ωριμάζει αργά σε ξύλινο βαρέλι, κι όσο μένει τόσο πιο μεθυστικό και μυρωδάτο γίνεται. Και να τώρα, σαν να πλημμύρισε ο χώρος από αυτή τη μυρωδιά. Στο στόμα της είχε τη γεύση του, γλυκιά και σπιρτόζα.

Κοίταξε την οθόνη της τηλεόρασης που ξεχασμένη έπαιζε εδώ και ώρα… Μια σιχαμερή μπάλα με αγκάθια καρφωμένα πάνω της, αυτή η ίδια μπάλα που συνήθισε να βλέπει ένα χρόνο τώρα μα πάντα της προκαλούσε την ίδια αηδία. Πάτησε ένα κουμπί κι άλλαξε κανάλι, λες και θα άλλαζε κάτι. Παντού εικόνες που μόνο θλίψη φέρνουν. Πόση ακόμα θλίψη μπορεί να αντέξει; Εικόνες από τα επεισόδια στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Ο αστυνομικός με το γκλοπ χτυπάει έναν νεαρό κι αυτός φωνάζει ” πονάω “. Νιώθει να τη στοιχειώνει εκείνη η κραυγή.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή.

Γίνεται και δική της, η ψυχή της ουρλιάζει ” πονάω ” Ο δημοσιογράφος λέει ότι θα γίνει πορεία διαμαρτυρίας στη Νέα Σμύρνη και εκφράζει τους φόβους του ότι ίσως στην πορεία να παρεισφρύσουν μπαχαλάκηδες και χρειάζεται προσοχή. Πονάει για όλα! Αλλάζει κανάλι.

Η Τουρκία, λέει, διαμαρτύρεται επειδή τα πλοία του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού δένουν στα ελληνικά νησιά! Μα τι θράσος! Όλοι ξέρουν, ότι τα πλοία πρέπει να δένουν στα βουνά, τι δουλειά έχουν στα νησιά μας; Πονάω!

Ένας διεθνολόγος λέει μια πικρή αλήθεια ” Δεν υπάρχουν μόνιμες φιλίες στις διεθνείς σχέσεις. Υπάρχουν μόνο μόνιμα συμφέροντα “.

Μια επιστήμονας στη συνέχεια δίνει οδηγίες πώς θα μείνουμε ασφαλείς. ” Όχι καφέ στα παγκάκια. Μη μιλάτε και μη γελάτε δυνατά ”

Κοιτάζει το ρολόι. Είναι πέντε το απόγευμα. Ως τις επτά που σταματάει η κυκλοφορία, προλαβαίνει να κάνει ένα μεγάλο περίπατο, ίσαμε 2000 μέτρα. Τόσο επιτρέπεται.

Στέλνει τον κωδικό 6 , γράφει και όνομα: Ελευθερία Κρατουμένου, φοράει μάσκα διπλή και καθώς φεύγει σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι. ” Μη μιλάς μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς “.

Η Ελλάς δεν κινδυνεύει; Ευτυχώς, κανένας δεν γελάει. Μια μυρωδιά σαν από νυχτολούλουδο και γιασεμί είχε απλωθεί στη γειτονιά.

Η μυρωδιά των αναμνήσεων την ακολούθησε…

***

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ:  Μαρία Πρινάρη-Καρκαβατσάκη

.…………………..

Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο

Βιβλίων Ορίζοντες

Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

Το κορίτσι που ξέχασαν όταν εκκενώθηκε το νησί της και έμεινε μόνη 18 χρόνια…

Καλλιόπη Γιακουμή

ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΤ

Μεγακλής

“Στην πΈνα”: “Ένα πακέτο τσιγάρα…. Γολγοθάς ” γράφει η Αργυρώ Μαργαρίτη

Αφήστε Ένα Σχόλιο