“Στην πΈνα” ✒️✒️
“ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΥΠΑ ΖΕΣΤΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ”
Γράφει Νίκος Βιτωλιώτης
Για μια κούπα ζεστή σοκολάτα…
Είναι Κυριακή βραδάκι, ο μεγάλος τελειώνει με το μπάνιο του και ο μικρός ετοιμάζεται να στεγνώσει τα μαλλιά του. Έχουν φάει τα βραδινά κορν φλέικς τους, έχουν ετοιμάσει τις τσάντες τους για το σχολείο, έχουν μαζέψει (τουλάχιστον κατά ένα μέρος) τον χαμό από τα πλεϊμομπίλ στο σαλόνι… Η σύζυγος βοηθά τον μικρό με το πιστολάκι (γιατί του πέφτει κομμάτι βαρύ ακόμα), έχει ήδη βγάλει και τα ρούχα τους και έχει ετοιμάσει και τα σάντουιτς για το σχολείο. Εσύ, έχεις αλλάξει την λάμπα του φούρνου που έχει καεί, καταφέρνοντας να μην ρίξεις τις ασφάλειες, έχεις τακτοποιήσει την εργαλειοθήκη που σου ανακάτεψε ο μεγάλος, προσπαθώντας να βρει τα υλικά για το πείραμα της φυσικής και έχεις σχεδόν ηρεμήσει, μετά το γκολ που έφαγε η ομαδάρα στο ενενηνταφεύγα και που της στοίχησε τη νίκη. Δηλαδή, σχεδόν όλα εν τάξει. Και όλα αυτά, μετά από το μεσημεριανό τραπέζι στα πεθερικά, με την κουνιάδα σου και τον μπατζανάκη σου, που μιλάγανε συνέχεια για το καινούργιο 4χ4 που έχουν παραγγείλει, με θερμαινόμενα καθίσματα και υαλοκαθαριστήρες στους προβολείς, ακόμα και με μηχανή που φτιάχνει πόπκορν και με τα παιδιά τους, που δείχνανε στα δικά σου το νέο 16πύρηνο ipad τους, με μπροστινή κάμερα 32 Μpixel και δυνατότητα προβολής ολογραμματικών ταινιών στο σαλόνι.
Είναι όμως βραδάκι Κυριακής, το σαββατοκύριακο είναι πίσω σου και ευτυχώς, σε λίγες ώρες θα ξαναπάς στη δουλειά. Και μιας και όλα είναι δρομολογημένα, σου ‘ρχεται να επιτρέψεις στον εαυτό σου μια μικρή πολυτέλεια: βάζεις νερό να ζεσταθεί και ρίχνεις μέσα στην πιο μεγάλη κούπα που υπάρχει στο ντουλάπι, τρεις κουταλιές της σούπας σοκολάτα Cadbury. Μέχρι να ζεσταθεί το νερό, κάνεις σχέδια για να αράξεις στον καναπέ, τυλιγμένος με το φλισάκι σου, να περιμένεις να ξεκινήσει το Logan, που δεν είχες προλάβει να δεις στο σινεμά, γιατί τα παιδιά ήθελαν να δουν τους Απίθανους νο2. Κι ενώ όλα φαίνονται ιδανικά, το μάτι σου πέφτει στο τάπερ με τη σούπα κριθαράκι που έδωσε η πεθερά σου για τα παιδιά, την οποία τη σύζυγος έχει αφήσει ξεσκέπαστη «για να ξεϊδρώσει», πάνω στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα από τον φούρνο μικροκυμάτων. Αρχίζεις να μουρμουράς, «εδώ έξω έχει μείον πέντε, μέχρι να γυρίσουμε σπίτι είχε βγάλει παγάκια το τάπερ, τι το άφησε ανοιχτό;» και άλλα τέτοια, μιας και έχεις και μια δόση ψυχαναγκασμού και η αταξία σου αποσπά την προσοχή. Παίρνεις λοιπόν το καπάκι του τάπερ και το πιέζεις, ξεκινώντας από τις γωνίες, για μια αεροστεγή σφράγιση. Έλα όμως που μάλλον η κουνιάδα σου σε έχει καταραστεί, όταν τόλμησες να χαρακτηρίσεις «υπερβολικό» το νέο ipad των παιδιών της… Βάζεις λίγη παραπάνω δύναμη, η πάνω αριστερή γωνιά του καπακιού βυθίζεται με φόρα στη σούπα και η κάτω δεξιά γωνία του τραβάει σούζα και δημιουργεί έναν διάδρομο διοχέτευσης της δυναμικής σουπικής ενέργειας και της αναπόφευκτης μετατροπής της σε κινητική. Και είναι γεγονός, ο πίδακας σούπας που έχει εκτοξευθεί, έχει περιχύσει τον πάγκο, τα ντουλάπια, τα πατώματα, το φούρνο μικροκυμάτων, τα πλακάκια, όλα… Και φυσικά, με κάποιον μαγικό τρόπο, έχουν εισχωρήσει κριθαράκια ακόμα και μέσα στο δεξί σου μανίκι.
Έχεις χτυπήσει ήδη μια δεκαοχτάρα πίεση, έχεις κατεβάσει δυο-τρία καντήλια και κοιτάς σαν χαμένος την σουποέκρηξη, που έχει κάνει την κουζίνα καλοκαιρινή. Η σύζυγος, επειδή έχει ακόμα το πιστολάκι, κάτι ακούει αλλά δεν είναι σίγουρη, ρωτάει τι έγινε, «τίποτα» γκαρίζεις για να σε ακούσει και αρχίζεις να μαζεύεις τον λιπαρό ζωμό και τα κριθαράκια, με τη βοήθεια άφθονου χαρτιού κουζίνας. Και όσοι δεν το έχουν κάνει, ας μάθουν ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τσακώσεις τα κρυμμένα κριθαράκια με χαρτί, αλλά δεν έχεις άλλη λύση. Αφού κάπως έχεις σουλουπώσει τους πάγκους και το πάτωμα, ρίχνεις ένα τελευταίο σκούπισμα και βγαίνεις στο μπαλκόνι για να πάρεις τη σφουγγαρίστρα, να περάσεις μια γρήγορη, πριν κολλήσουν για τα καλά τα εναπομείναντα ζουμιά στο πάτωμα (τα ντουλάπια και τα πλακάκια θα τα κάνεις μετά με βετέξ). Έχεις παγώσει, μιας και είσαι έξω με την παντόφλα και προσπαθείς να στραγγίξεις όσο πιο πολύ μπορείς τη σφουγγαρίστρα, για να στεγνώσει γρήγορα το πάτωμα. Πάνω στα νεύρα σου, βάζεις λίγη δύναμη παραπάνω, ο σφουγγαροστίφτης κρασάρει με θόρυβο, η σφουγγαρίστρα κάνει ένα μεγαλοπρεπές πλαφ στα σφουγγαρόνερα και η φόρμα σου, οι παντόφλες σου και οι κάλτσες σου γίνονται μούσκεμα.
Νέα καντήλια, μπαλκονάτα, για να σε ακούσουν όλοι όσοι από τη γειτονιά, έχουν βγει στο αγιάζι για ένα βραδινό τσιγαράκι. Και το χειρότερο, αναγκάζεσαι να κάνεις το πάτωμα με τη σφουγγαρίστρα που στάζει, και μετά για να το στεγνώσεις, το περνάς κάμποσα χέρια με χαρτί κουζίνας (μεγάλη εφεύρεση τελικά). Στο μεταξύ, τα παιδιά έχουν ξαπλώσει και η σύζυγος έρχεται για επιθεώρηση.
«Τι έγινε;», σε ρωτάει, της λες εν συντομία τα γεγονότα, καταλήγοντας ότι έγινες μούσκεμα επειδή έσπασε ο σφουγγαροστίφτης. «Δεν έσπασε, τον έσπασες θες να πεις» σου λέει, δεν κρατιέσαι πια, «ναι, ακριβώς!» απαντάς, «τον πήρα και τον κοπάναγα στον τοίχο, μου πήρε λίγη ώρα αλλά τον κατάφερα τελικά» και κατορθώνεις να μαλώσεις και με τη γυναίκα σου, που ούτως ή άλλως στα φύλαγε από το μεσημέρι, γιατί είχες βρει το ψητό της μαμάς της «λίγο αρπαγμένο και ανάλατο». Κατεβάζει μια μούρη μέχρι το πάτωμα, αρπάζει το κινητό της και αποσύρεται στα διαμερίσματά της.
Κι εσύ, ξαναζεσταίνεις το νερό, φτιάχνεις το ρόφημα σου, τραβάς μια λαίμαργη ρουφηξιά και σκυλοκαίγεσαι και διαπιστώνεις συνάμα ότι έχεις χάσει τα πρώτα είκοσι πέντε λεπτά της ταινίας.
Κι όλα αυτά, επειδή θέλησες να φτιάξεις μια κούπα σοκολάτα και να περάσεις ένα ήσυχο βράδυ Κυριακής στον καναπέ σου.
Μετά, πώς να μην ανυπομονείς για τη Δευτέρα…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: